Ένας κλέφτης στη γειτονιά μας...

enas-kleftis-sti-geitonia-mas

Νύχτα με ξαστεριά και η κυρία Ελένη βγήκε στο μπαλκόνι του διαμερίσματός της, στο δεύτερο όροφο για να καπνίσει ένα τσιγάρο. Έγειρε στην κουπαστή, κοίταξε κάτω στο δρόμο και στη γωνία του διπλανού τετραγώνου είδε έναν άντρα με μια τσάντα στον ώμο να προσπαθεί να ξεκλειδώσει την πόρτα ενός ανοιχτόχρωμου αυτοκινήτου.

 Έμεινε για μια στιγμή απορημένη καθώς το χρώμα του άντρα της φάνηκε υπερβολικά σκούρο και μετά διέκρινε ότι ήταν «μαύρος» -κανονικός «μαύρος», όπως αυτοί από την Αφρική- και τότε θυμήθηκε ότι την προηγούμενη νύχτα είχε παρκάρει εκεί το αυτοκίνητό της -χρώματος μπεζ, άρα… αυτό που ανοίγει αυτός ο «μαύρος» είναι το δικό της αυτοκίνητο. Παναγιά μου! Η κυρία Ελένη τσιτώθηκε κι έβαλε τις φωνές, «σταμάτα», «κλέφτης», «τι κάνεις εκεί ρε», «το αυτοκίνητό μου» και βγήκε στο μπαλκόνι αναστατωμένη και η γκαστρωμένη κόρη της και άρχισε να φωνάζει κι αυτή, βούηξε ο τόπος.

Ο «μαύρος» άντρας, εντωμεταξύ, κατάφερε να ξεκλειδώσει την πόρτα του αυτοκινήτου και να μπει μέσα κι έβαλε μπρος τη μηχανή. «Κλέφτης, κλέφτης, το αυτοκίνητό μου, σταματήστε τον…» άρχισε να στριγκλίζει η κυρία Ελένη και ήδη είχαν βγει στα μπαλκόνια οι γείτονες από τα γύρω και πάνω και κάτω μπαλκόνια για να δουν τι συνέβαινε. Από κάπου πετάχτηκε ένα πλαστικός κουβάς με νερό πάνω στο καπό του αυτοκινήτου την ώρα που αυτό ξεκινούσε να φύγει από τη γωνία που ήταν παρκαρισμένο και η φωνή της κυρίας Ελένης «σταματήστε τον, το αυτοκίνητό μου» έγινε πιο υστερική.  Και να, τη στιγμή που το αυτοκίνητο περνούσε μπροστά από την πολυκατοικία της, είδε να πηδάει κάποιος στον αέρα από κάτω, όπως στο σινεμά, και ήταν ο Χρήστος, ένας νεαρός που μένει στο εξωτερικό  διαμέρισμα στον ημιόροφο, που χίμηξε πάνω στο αυτοκίνητο και άρχισε να χτυπάει το παράθυρο στην πόρτα του συνοδηγού προσπαθώντας να το σπάσει, το αυτοκίνητο όμως ανέπτυξε ταχύτητα αφήνοντας πίσω τον Χρήστο και χάθηκε στην επόμενη στροφή.

Η γκαστρωμένη κόρη της κυρίας Ελένης κάλεσε από το κινητό της τηλέφωνο την αστυνομία κι άρχισε να λέει φωναχτά οδό και αριθμό και πώς «εδώ μας κλέψαν το αυτοκίνητό μας», είπε και τον αριθμό των πινακίδων του αυτοκινήτου, ενώ την άκουγαν με περιέργεια όσοι τριγύρω δεν είχαν καταλάβει ακόμη τι είχε συμβεί. Στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου κάτω ακριβώς από της κυρίας Ελένης δύο έφηβοι, αδέρφια, κάπως μαυριδεροί, εξηγούσαν με ζέση στους περίεργους της απέναντι πολυκατοικίας ότι «αυτός που έκλεψε το αυτοκίνητο ήταν μαύρος, σίγουρα ήταν μαύρος, τον είδαμε, ένας κωλόμαυρος ήταν ο κλεφταράς…».

Μαζεύτηκε και κόσμος κάτω στο δρόμο από τα φαγάδικα και τα καφέ  της γειτονικής πλατείας, ανάμεσά τους και ο γιος της κυρίας Ελένης, που ρώτησε ανήσυχος τη μάνα του - φωνάζοντας από κάτω - τι είχε γίνει. Μόλις έμαθε τα καθέκαστα απόρησε αυθόρμητα ενώπιον όλων: «Ποιο αυτοκίνητό μας!». Και μετά συμπλήρωσε «…το αυτοκίνητό μας είναι παρκαρισμένο εδώ δίπλα στην πλατεία, τώρα το είδα». Έπεσε βουβαμάρα για μια στιγμή στην ομήγυρη κι αμέσως μετά εξαπλώθηκε από στόμα σε στόμα ένας ψίθυρος: «τότε ποιανού αυτοκίνητο είχαν κλέψει;»

Μετά από διερεύνηση μεταξύ των παρισταμένων να τι αποδείχτηκε τελικά: Ότι το αυτοκίνητο ήταν του «μαύρου» άντρα, του ίδιου ναι, που το πάρκαρε κι άλλες φορές στη γειτονιά καθώς ερχόταν κάποια βράδια για να πουλήσει (παράνομα) cd και dvd στους θαμώνες των μαγαζιών της πλατείας. Τρόμαξε ο άνθρωπος από τις φωνές της κυρίας Ελένης και το ‘σκασε (σίγουρος ότι κάποιο κακό θα είχε κάνει) «σαν τον κλέφτη» πατώντας το γκάζι.

Εξάλλου, όπως ενημέρωσε εν κατακλείδι την ομήγυρη η κυρία Έφη, που μένει στην απέναντι πολυκατοικία από αυτήν της κυρίας Ελένης, αυτόν τον ίδιο μαύρο τον είχε «περιλάβει» δυο-τρεις φορές ένας γείτονας αστυνομικός (εκτός υπηρεσίας) και αφού τον είχε τρομοκρατήσει «να μην ξαναπατήσει το πόδι του εδώ», του είχε πάρει όλα τα cd και dvd (για πάρτη του). «Ε, κι αυτός ο χριστιανός δεν έβαλε μυαλό, πάλι εδώ…» είπε η κυρία Ελένη μόλις το άκουσε. Και συμπλήρωσε μετά: «Γιατί εγώ δεν είμαι ρατσίστρια… με τους μαύρους. Με τους Αλβανούς ναι, και με τους Ρώσους, τους μαφιόζους όχι τους Ρωσοπόντιους, είμαι ρατσίστρια, το παραδέχομαι, γιατί τους φοβάμαι. Αλλά οι μαύροι ποτέ δεν μας έχουν κάνει κακό…»

Κι ένας ένας αποσύρθηκαν όλοι στα διαμερίσματά τους. Κι έμεινε αδειανή η  θέση στάθμευσης από όπου είχε φύγει το «κλεμμένο» αυτοκίνητο.