Άρθρο της Μαρίας Παπαδοπούλου.
Η κυρία Μπεμπέκα είχε δυο κόρες. Επίσης είχε μια διώροφη μονοκατοικία, έναν θλιβερό κήπο και μια ΕΒΓΑ στη γωνία. Είχε περιποιημένα κάγκελα στα παράθυρά της, απλώστρα ανοξείδωτη και ωραία χρωματιστά μανταλάκια σε σχήμα πατούσας.
Η κυρία Μπεμπέκα νοίκιαζε στο ισόγειο μια γκαρσονιέρα εικοσιδύο τετραγωνικών που προορίζονταν για σπουδαστές – που να μην είναι αγόρια, που να μην έχουν κατοικίδιο, που να μην παίζουν μουσικά όργανα, που να ξέρει από πού κρατάει η σκούφια τους, που να μην είναι ξανθοί και αφράτοι όπως οι κόρες της. Οι σπουδαστές.
Για να σας περιγράψω τις κόρες της κυρίας Μπεμπέκας και τον υποψήφιο ενοικιαστή θα πρέπει στην ιστορία να βάλω και μια σταχτοπούτα. Σταχτοπούτα: όχι αγόρι, όχι σκυλί, όχι κιθάρα, από καλή οικογένεια, και, κυρίως μελαχρινή, ξερακιανή, με παλτό απ’ το Μοναστηράκι, με σχολή και τελάρο υφαντικής. Η ενοικιάστρια.
Οχτώ χιλιάδες το ενοίκιο, περίπου ένα πεντακοσάρικο έβγαινε η ΕΥΔΑΠ και δύο με δυόμισι χιλιάδες το ρεύμα, ένεκα η σόμπα κουκουνάρα που έκαιγε τα άντερα της. Επίσης ένα πιάτο κυριακάτικο φαγητό απ’ το δικό τους και δυο καλές κουβέντες στον εβγατζή για περιποιημένες τιμές, τα είχε έτσι κι αλλιώς επειδή πληρούσε τις προϋποθέσεις.
Μετακόμισε Σεπτέμβρη. Το φως που έμπαινε από το γαλακτερό τζάμι της πόρτας με τα εξίσου φρεσκοβαμμένα κάγκελα ήταν ικανοποιητικό. Εξάλλου ελάχιστες ώρες της ημέρας βρισκόταν εκεί οπότε δεν την έκοφτε κιόλας.
Η τουαλέτα ήταν ένα μακρόστενο μούτουλο με μια λεκάνη στο βάθος και έναν μπεμπέ νιπτήρα μόλις έμπαινες αριστερά. Δεν της κακοφάνηκε – τι λέω; Της άρεσε. Ούτε. Απλώς δεν της κακοφάνηκε γιατί δεν χρειαζόταν τίποτε παραπάνω. Αυτό ήταν όλο.
Στο κυρίως δωμάτιο τέσσερις φρεσκοβαμμένοι τοίχοι, κρεβάτι, γραφειάκι και μπαλκονόπορτα με εικοσάποντο μπαλκόνι. Εντάξει.
Είχε και ντουλάπες. Χλιδή. Άσχετο που ξεκινούσαν από το 2.10 κι έφταναν στο ταβάνι. Είχε ντουλάπες. Τέλος. Από την μια άκρη του τοίχου ως την άλλη.
Ας φτάσουμε τώρα στην κουζίνα. Η κουζίνα λοιπόν χωρούσε μόνο εκείνη. Ήταν η βασίλισσα της κουζίνας. Ωραία, μικρή γυαλιστερή κουζίνα με ολοκαίνουριο διπλό μεταλλικό νεροχύτη, δύο ηλεκτρικά μάτια, ένα μικρό ψυγείο Πίτσος, και τρία λεμονί ντουλάπια. Απ’ την κατσαρόλα ως τον νεροχύτη με τα χέρια χαλαρά ανοιχτά, έκοβε διαγώνια το βασίλειό της. Είχε και παράθυρο πάνω απ’ τον νεροχύτη. Παράθυρο με περιποιημένο κάγκελα, που έβλεπε στον δρόμο όμως. Το υπόλοιπο βασίλειό της. Ο δρόμος.
Οι κόρες της κυρίας Μπεμπέκας –στην ίδια περίπου ηλικία- την επισκέπτονταν συχνά αφού πρώτα χτυπούσαν με το ομορφοβαμμένο ματάκι τους το παράθυρό της.
- Είσαι μέσα; Τι μαγειρεύεις καλέ;
Τι να μαγείρευε δηλαδή; Κατεψυγμένο παστίτσιο, από πολυταξιδεμένο τάπερ. Ή κατεψυγμένα σουτζουκάκια ή μπριζόλα ή χόρτα ή λουκάνικο ή φακές – το πολύ πολύ.
Έρχονταν λοιπόν μέσα. Φρέσκο μαλλί από πιστολάκι, κραγιόν, κασκόλ.
- Ακόμα έτσι είσαι; Δεν θα βγεις; Σάββατο. Εγώ πάω στην καφετέρια. Θα ‘ρθει κι η αδερφή μου σε λίγο.
Το ιερό Σάββατο, η ιερή καφετέρια, και με την ευχή μου να βρεις και τον αφράτο, ξανθό, φρεσκοσιδερωμένο ιερό πρίγκιπα πουλάκι μου. Σκεφτόταν. Δεν το έλεγε.
- Λοιπόν καλέ, τι μαγειρεύεις και μοσχοβολάει ως πάνω;
- Ζεσταίνω σουφλέ της μάνας μου.
- Ωχ, μοσχοβολάνε…
- Να σου βγάλω κι εσένα ένα κομμάτι;
- Όχι καλέ, μη στο στερήσω…
Στο καλό κι η καφετέρια, το κραγιόν περιορίζονταν στην πάνω γραμμή των χειλιών, στρογγυλοκάθονταν στο κρεββάτι με τα πιάτα στα χέρια, σε λίγο να κι η αδερφή. Ματάκι, τακουνάκι, κασκόλ, πιατάκι, πιρουνάκι, κρεβατάκι κλπ.
Φοβερά παραλειπόμενα της γειτονιάς, μάθαινε απ’ τις κόρες της κυρίας Μπεμπέκας για ένα πιάτο πένες με τυριά απ’ τον αγύρτη τον μπακάλη της μάνας της. Τούτο το πάρε δώσε έγινε καθεστώς μια-δυο φορές την εβδομάδα και βεβαίως χωρίς την εποπτεία της κυρίας Μπεμπέκας. Αυτές οι φακές που μαγείρευε ή που ζέσταινε, όριζαν ένα ακριβό κομμάτι ελευθερίας των αδελφών αφράτων, όχι γιατί τους το απαγόρευε κανείς ή κάτι τέτοιο, αλλά γιατί έτσι. Γιατί έτσι. Ώσπου μια μέρα….
Ώσπου μια μέρα, μια συννεφιασμένη Κυριακή για την ακρίβεια, η κυρία Μπεμπέκα συνέλαβε τις κόρες της - μαζί και εκείνη - να τρώνε μετά βουλιμίας «το αυτόματο γιουβέτσι του Αποστόλη».
Ο Αποστόλης ήταν ένα από τα τρία αδέρφια που είχαν τον φούρνο της γειτονιάς. Προκομμένος φούρνος. Τι μιλφέιγ, τι ανοιχτοτυρόπιττες, τι ρυζόγαλα, τι κουλουράκια, τι πάστες, τι χύμα σοκολάτες. Προκομμένος. Κι ο Αποστόλης, κακοφορμισμένος εργένης αλλά καλός. Πολύ καλός και χαμογελαστός. Από κείνους τους τύπους που ‘χουν μια αγιοσύνη. Την αγιοσύνη της χαράς της απώλειας. Που λένε τα μάτια του είμαι χαμένος για χαμένος χωρίς να έχει περάσει τα στάδια του θυμού ή της λύπης. Κατευθείαν στην αποδοχή. Ήταν χαμένος.
Τις καθημερινές λοιπόν, σπάνια τις Κυριακές, μια φορά στις δεκαπέντε ξέρω γω, του πήγαινε: ένα ταψί, μια κονσέρβα ντοματάκι κονκασέ, μια μανέστρα κι ένα ζβαν. Και τι έπαιρνε; Ένα γιουβέτσι –ψευτογιούβετσο δηλαδή- με κύβους ζβαν στο ρόλο του τρυφερού κατσικακίου. Χαρούμενοι. Κι εκείνη που έβρισκε έτοιμο φαγάκι κι ο Αποστόλης που την εξυπηρετούσε. Χωρίς να προσδοκά τίποτε.
Εκείνη την μέρα λοιπόν , παραδόξως Κυριακή, που η κυρία Μπεμπέκα πήγε στην πόρτα της για να της φέρει το ωραίο της φρικασέ, βρήκε μέσα τις «αφράτες», με τα πηρουνάκια να βροντοχτυπάνε σε λα δίεση τη μανέστρα του Αποστόλη. Επιπροσθέτως εκείνη, έχοντας ήδη δειπνήσει είχε κάτσει στο γραφειάκι της μπροστά στη Μαρίτσα και την βροντοχτυπούσε σε μι μινόρε ετοιμάζοντας τις διορθώσεις για την μικρή επαρχιακή εφημερίδα που της εξασφάλιζε μηνιαίως το χαρτζιλίκι για τα παραπάνω που λέγαμε.
Η Μαρίτσα ήταν το τζάκι της σταχτοπούτας. Παλιά χειροκίνητη γραφομηχανή που της την είχε χαρίσει συμπατριώτης της σπουδαστής, ο οποίος είχε εντωμεταξύ φτιαχτεί και είχε πάρει ηλεκτρική με ποικιλία γραμματοσειρών σε μαργαρίτες.
Η κυρία Μπεμπέκα έπαθε τριπλό σοκ:
- η σταχτοπούτα, περιφρόνησε το κυριακάτικο έδεσμά της και είχε φροντίσει για άλλο φαΐ,
- οι κόρες της δεν ήταν στην καφετέρια, τσάμπα τα λουτρά και τα βαψίματα που δεν θα τις έβλεπε κανένας και,
- το χειρότερο, είδε τη γραφομηχανή και, πως δεν το είχε σκεφτεί να το βάλει στις προϋποθέσεις ότι απαγορεύονταν.
Αυτό ήταν. Οι σχέσεις τους είχαν υποστεί ανεπανόρθωτη ρήξη. Τα σκαμπίλια στα κορίτσια ακούστηκαν μέχρι κάτω, φαγάκι κυριακάτικο δεν της ξαναπήγε και κάθε που συναντιόνταν, της έλεγε: «πολύ φασαρία βρε παιδάκι μου αυτή η γραφομηχανή», κι ας είχε μια βδομάδα να την πιάσει.
Σε ενάμισι χρόνο μετακόμισε. Ούτε της έστρωσε το γιακά φεύγοντας, ούτε τη φίλησε σταυρωτά. Οι κόρες της μόνο βγήκαν στα πάντα φρεσκοβαμμένα κάγκελα, άνοιξαν τις φούχτες τους και τη χαιρέτισαν.
- Φιλιά στη νονά σου τη νεράιδα!
- Ευχαριστώ κορίτσια!
Το ψυγείο, το γραφείο και το κρεββάτι, τα κουβάλησαν στο φορτηγάκι ο μεταφορέας με τον κύριο Αποστόλη τον φούρναρη, ο οποίος πετάχτηκε με τα αλεύρια και ο άσπρο του σκουφί να βοηθήσει. Πάντα πρόθυμος και χαμογελαστός. Με αυτήν την χαρά της απώλειας.