Άλωση της Κωνσταντινούπολης, μία καταραμένη μέρα

alosi-tis-konstantinoupolis-mia-katarameni-mera

Καταραμένη η σημερινή Τρίτη για τους προληπτικούς. Τρίτη 29 Μαΐου ήταν όταν -πριν από 559 χρόνια- έπεσε οριστικά η Πόλη στα χέρια των Οθωμανών, σημαίνοντας το τέλος της άλλοτε υπέρλαμπρης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Άσε που πήρανε και τ’ απάνω τους οι Οθωμανοί και -επέκταση στην επέκταση- κόντεψαν να φτάσουν μέχρι την Αλάσκα!


Το μόνο που μας έμεινε από εκείνη την εποχή είναι οι αγιογραφίες, τα μοιρολόγια, οι θρύλοι για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά που έγινε εντοιχισμένος και τα γκρο-πλαν της Aγια-Σοφιάς στα 9 από τα 10 τουρκικά σήριαλ με τις τριχωτές γριές που σκούζουν επειδή η Τανσού έδειξε αστράγαλο στον Ομέρ και πώς θα παντρευτεί τώρα η ατιμασμένη — πού να τη λιθοβολήσουν μπροστά από το Ντολμαμπαχτσέ την ξετσίπωτη!

Εγώ τη θεωρώ καταραμένη τη μέρα εκείνη περισσότερο για τα απωθημένα που άφησε στις μεταγενέστερες γενιές. Έχω βαρεθεί να ακούω τον κάθε πικραμένο να κλαίγεται για τις “Xαμένες Πατρίδες” και τα “Ιερά Χώματα” — τα οποία, παρεμπιπτόντως, οι περισσότεροι από αυτούς, όχι μόνο δεν τα έχουν πατήσει ούτε σε προσκυνηματική εκδρομή των τοπικών ΚΑΠΗ, αλλά παίζει και να μην ξέρουν κατά πού πέφτουν στο χάρτη.

Υπάρχουν και οι πιο προχωρημένες περιπτώσεις, όπως η εφημερίδα «ο ΣτόΚος» με τα απείρου κάλλους εξώφυλλα που παρουσιάζουν την Αγία Σοφία τυλιγμένη με τη γαλανόλευκη και βαρύγδουπους τίτλους τύπου: “Ερχόμαστε Μογγόλοι, να πάρουμε την Πόλη!” ή ο Σταμάτης Σπανουδάκης που αφιερώνει δίσκο παρά δίσκο στον Παλαιολόγο και το Βόσπορο και έχει καταντήσει πιο κολλημένος κι από τον Κατακουζηνό στο Κωνσταντίνου και Ελένης, που δυο σεζόν ολόκληρες έγραφε για τους μπιντέδες στο Βυζάντιο.

Δεν διαφωνώ πως τσούζει αρκετά το γεγονός ότι χάσαμε όλα τα περασμένα μας μεγαλεία. Ε, δεν είναι μικρό πράμα να ξεκινάς με παγκόσμια Αυτοκρατορία που άλλαξε τη μορφή του σύγχρονου κόσμου και να καταλήγεις σκύλα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου! Πριν από αιώνες γράφαμε την Ιστορία, τώρα έχουμε καταντήσει κομπάρσοι της — και μάλιστα από εκείνους τους κομπάρσους που δεν έχουν καν ατάκα στο έργο, απλώς περιφέρονται στο background την ώρα που οι πρωταγωνιστές μιλάνε στον δρόμο…

Αλλά δείξτε λίγο έλεος! Η Ιστορία δεν υπάρχει ούτε για να μοιρολογούμε αυτά που χάσαμε, ούτε για να κρατάμε σκορ ποιος χρωστάει εισβολή σε ποιον. Υπάρχει για να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος, ώστε να μην τα επαναλαμβάνουμε και να έχουμε, έτσι, τον χρόνο να κάνουμε ολοκαίνουργια!

Από την άλλη, πόσο υποκριτικό είναι το ότι βυζοτραβιόμαστε ακόμα για μία άλωση που συνέβη μισή χιλιετία πίσω και δεν δείχνουμε να ιδρώνουμε ιδιαίτερα με την καθημερινή άλωση που συμβαίνει εδώ και δεκαετίες κάτω από τη μύτη μας και στην οποία συμμετέχουμε κι εμείς με καμάρι. Η Ελλάδα έχει καταντήσει στην καλύτερη υποκατάστημα των υπόλοιπων εθνών κι εμείς δεν έχουμε πάρει χαμπάρι. Λογικό, ίσως, μια και αυτή η «άλωση» γίνεται σταδιακά και μεθοδικά και δεν περιλαμβάνει πολιορκίες, αιματοκυλίσματα, ιαχές και τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή καβάλα στο άλογο κάτω από το μπαλκόνι μας.

Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε σημαντικό μόνο ό,τι συμβαίνει εν μέσω τυμπανοκρουσιών ή βομβαρδισμών, αλλά για να σε αλώσει, πλέον, ο άλλος δεν χρειάζεται ούτε να σου σβήσει τη γλώσσα ούτε να σου απαγορεύσει τη θρησκεία ούτε να μπει στο σαλόνι σου με το F16! Οι καιροί έχουν αλλάξει και υπάρχουν τώρα απλούστεροι, αναίμακτοι και πιο κερδοφόροι τρόποι να κάνεις έναν λαό σαν τα μούτρα σου: η τηλεόραση, η διαφήμιση, το ίντερνετ και η εκμετάλλευση δύο βασικών ιδιοτήτων του ανθρώπινου είδους: της ακόρεστης ανάγκης του για συνεχή και ανούσια κατανάλωση και του μιμητισμού του!

Από τότε που τα ταξίδια έπαψαν να διαρκούν οχτώ μήνες με σκούνες ή άμαξες, με τη δυσεντερία για συντροφιά, και από τη στιγμή που οι λαοί αποφάσισαν να συναλλάσσονται μεταξύ τους αντί να κλείνονται πίσω από τείχη πετώντας κοτρώνια και καυτό λάδι στους περαστικούς, το έδαφος έγινε αρκετά πρόσφορο για ανταλλαγές προϊόντων, ιδεών και πολιτισμικών στοιχείων. Μέχρι αηδίας στη δική μας περίπτωση!

Όπου γυρίσεις το βλέμμα σου πλέον στην Ελλάδα, θα αντικρίσεις και μία ξενόφερτη μόδα ή τάση (κυρίως για εμετό). Οι emo ήταν μόνο η αρχή, τώρα βλέπεις παντού αλλόκοτα χτενίσματα σε σχήματα, χρώματα και μεγέθη που ως τότε μπορούσες να τα δεις μόνο αν είχες καταπιεί LSD. Οι μισοί νέοι κυκλοφορούν με καπελάκι baseball, φαρδύ παντελόνι να σέρνεται στο πάτωμα και το Calvin Klein βρακί να ξεπετιέται περήφανο, ενώ τα κοριτσάκια αντιγράφουν το μαλλί της Πάττυ και της Χάνα Μοντάνα και κρεμάνε πάνω τους και όλη την ετήσια παραγωγή χάντρας της χώρας σε φω-μπιζού.

Οι ελληνικές εταιρίες γέμισαν art directors και junior creative directors και marketing advisors και accountants και senior executive managers και communications specialists διότι προφανώς το να απαντάς τα τηλέφωνα και να πηγαίνεις τον καφέ του αφεντικού με ξένο τίτλο σου δίνει άλλη αίγλη. Στις εταιρικές συναντήσεις μιλάνε όλοι μεταξύ τους με μοδάτες αγγλικές έννοιες όπως advertorial και brand και product positioning και tag lines, ασχέτως αν οι μισοί από αυτούς έχουν κοπεί οχτώ φορές στο Lower επειδή μπερδεύουν τη γραμματική με το listening και έχουν χαμηλότερο επίπεδο γνώσης της αγγλικής κι από αυτό της Ντόρας της Μικρής Εξερευνήτριας.

Η Γεωργία αλλάζει αέρα όταν την αποκαλούν Τζώρτζια -κι ας παραμένει πάντα μία κουρούνα με τη λεπτότητα και τους τρόπους φυματικής χωριάτισσας του μεσαίωνα- ενώ όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις από κάτω μία Πέγκυ, Κέλλυ, Νάνσυ, λες και οι μισές ελληνίδες αντέγραψαν τα ονόματά τους από τις σελίδες της Μανίνας.

Τα κομμωτήριά μας έχουν γίνει πια coiffures -ασχέτως αν δεν μπορούν να το προφέρουν σωστά ούτε οι κομμώτριες που δουλεύουν σε αυτά- και τις βιτρίνες τις κοσμούν φωτογραφίες ξένων μοντέλων και ηθοποιών, διότι μπορεί να είσαι φακλάνα 180 κιλών με την ανάσα να μυρίζει βαρελίσια φέτα, αλλά το μαλλί της Σαρλίζ Θερόν στην κασιδιασμένη σου κουρούπα το θεωρείς must…

Tα εστιατόριά σερβίρουν έθνικ φαγητό, που είναι της μόδας, διότι τα φασολάκια και το αρνάκι φρικασέ είναι πολύ οπισθοδρομικά και αν δεν φας τρία σπαράγγια καρφιτσωμένα πάνω σε πέντε τετραγωνικά εκατοστά μισοψημένου χελιού με μους φακής, θα είσαι δακτυλοδεικτούμενος στην κοινωνία. Όσα μαγαζιά γλίτωσαν από την έθνικ λαίλαπα, έπεσαν στη λούμπα των τηλεμαγείρων και των top chef και αποφάσισαν να αλλάξουν όψη στο ελληνικό μενού σερβίροντας «σκορδαλιές αλλιώς» και «αποδομημένους μουσακάδες» λες και θα αλλάξει γεύση ο μουσακάς επειδή θα σερβίρεις τη μελιτζάνα ανάποδα.

Στις καφετέριες, από την άλλη, μάθαμε όλοι να πίνουμε εσπρέσσο και φρέντο και φρεντοτσίνο και μπισκοτίνο και φρεντοποντικολιλίνο και κάθε άλλο πιθανό συνδυασμό δισύλλαβων ιταλικών λέξεων, επειδή είναι πολύ τρέντυ ροφήματα και τα διαφημίζει και ο Κλούνης στην τηλεόραση.

Τα ελληνικά τραγούδια -όταν δεν είναι απλώς προχειρογραμμένες διασκευές του ποδαριού- ξεπατικώνουν αβέρτα κάθε ξένο ήχο και εφέ, επειδή τίποτε δεν κάνει τον Πετρέλη καλύτερο από το να ακούς τις γκαρίδες του σε reverb υπό τη συνοδεία σιτάρ και αρχαίων κέλτικων ύμνων.

Από την άλλη, τα 9 στα 10 ελληνικά συγκροτήματα που ξεφυτρώνουν είναι ελληνικά μόνο όσον αφορά την καταγωγή των μελών τους, μια και έχουν τη μανία να γράφουν και να τραγουδάνε αποκλειστικά αγγλικό στίχο, ελπίζοντας ότι ένα πρωί θα ξυπνήσουν και θα έχουν μεταμορφωθεί μυστηριωδώς στους επόμενους Smiths! (Εμ… οποιαδήποτε ομοιότητα με συντάκτες του Niata είναι εντελώς συμπτωμ… καλά, δεν το σώζω με τίποτε!).

Το αποκορύφωμα της ξενομανίας το συναντάμε στα τηλεοπτικά κανάλια. Το 90% του προγράμματός τους το αποτελούν κάκιστες αντιγραφές ήδη κάκιστων ξένων ριάλιτι: πεθερές μαλλιοτραβιούνται με τις μέλλουσες νύφες τους όσο το σαραντάχρονο βόδι που διεκδικούν παρακολουθεί περιμένοντας κάποια να του ψήσει τον καφέ του, ατάλαντοι κάνουν τους καραγκιόζηδες πάνω στη σκηνή για να τους κρίνουν τρεις ακόμη χειρότεροι καραγκιόζηδες, ένας αντιπαθητικός μάγειρας γυρίζει από ψησταριά σε ψησταριά παριστάνοντας τον γνωστό σεφ και δίνοντας γκουρμέ συμβουλές πάνω στις σπαλομπριζόλες και το τζατζίκι και πέντε αδερφές ξυρίζουν πατόκορφα τον κάθε λεχρίτη της ελληνικής επικράτειας, μπας και του κάτσει γκόμενα.

Τα ελληνικά σήριαλ αποτελούν προσαρμογές ξένων σειρών, διότι το έτοιμο, εισαγόμενο σεναριάκι είναι πιο φτηνό από το εγχώριο, προφανώς. Οι καθημερινές σειρές, εδώ και χρόνια μας παρουσιάζουν το πολυφορεμένο, ξενόφερτο σετάκι: πλούσιοι διεφθαρμένοι εναντίον φτωχών βιοπαλαιστών — πέτα μέσα κι ένα χαμένο εξώγαμο, μια σατανική δίδυμη και ίντριγκες σε… ελληνικά κολέγια (τι είναι αυτό;;) και έδεσε η σάλτσα!

Και χίλια δυο άλλα που αποδεικνύουν ότι σαν λαός είχαμε ήδη προετοιμάσει το έδαφος για την άλωσή μας, πολύ πριν αγοραστούν και απορροφηθούν οι 9 στις 10 ελληνικές εταιρίες από πολυεθνικές ή αρχίσουμε να πλειοδοτούμε τις βραχονησίδες μας σε εκατομμυριούχους. Μην περιμένετε να αρχίσω τώρα το παραλήρημα για το «οργανωμένο σχέδιο εξάλειψης του ελληνικού στοιχείου» ή τη «νέα τάξη πραγμάτων που θέλει τους λαούς ομοιόμορφους και χωρίς ίχνος προσωπικής ταυτότητας». Δεν διαφωνώ ότι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ισχύουν αυτά, αλλά πριν έρθουν και καθίσουν πάνω στο σβέρκο μας, κάναμε πρώτοι εμείς το μοιραίο λάθος να ανοίξουμε την πόρτα σε έναν ορμητικό χείμαρρο ξενομανίας που μας σάρωσε και μούλιασε τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής μας ως το μεδούλι.

Και σας το γράφει αυτό κάποιος που έχει iMac, είναι φαν του Batman, βλέπει Family Guy, ακούει Pink Martini, συλλέγει το Judge Dredd και το Walking Dead στα αγγλικά, συχνάζει στα Village και ονόμασε τη στήλη του: «Spaz and the City» επειδή οι ελληνικοί τίτλοι του έπεφταν λίγοι. Οh, the irony…