Μια ζωή περικυκλωμένη μέσα στα ψέματα

mia-zoi-perikyklomeni-mesa-sta-psemata

Μεγάλωσα με την Ελληνίδα μητέρα μου και το Σουηδό φίλο της, που πίστευα ότι είναι πατέρας μου. Γιατί ο πραγματικός ήταν άλλος, ο οποίος μάλιστα δεν σταμάτησε ποτέ να με ψάχνει. Από την Αλεξάνδρα*, όπως εκείνη μας διηγήθηκε την ιστορία της.


Γεννήθηκα στην Αθήνα ως Αλεξάνδρα Ν. Ο πατέρας μου λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων –ήταν πολιτικός μηχανικός σε μεγάλο γραφείο– έπρεπε να ταξιδεύει στο εξωτερικό κάθε δεύτερη εβδομάδα, με αποτέλεσμα να λείπει συχνά και για μεγάλα διαστήματα από το σπίτι. Ήμουν δύο χρόνων όταν ανακάλυψε ότι η μητέρα μου τον απατούσε με ένα Σουηδό, οπότε και ζήτησε διαζύγιο, κάτι που απ’ ό,τι φάνηκε η μητέρα μου δεν ήταν σε θέση να αντέξει.

Τους μήνες που ακολούθησαν το χωρισμό, η ψυχική της υγεία κλονίστηκε τόσο που, με απόφαση του δικαστηρίου (μετά τη διάγνωση της αρμόδιας ψυχολόγου), δεν ήταν σε θέση να έχει την κηδεμονία μου. Με ανέλαβαν οι γονείς της μητέρας μου και φυσικά ο πατέρας μου, που με έπαιρνε σπίτι του όποτε βρισκόταν στην Ελλάδα. Τη μητέρα μου την έβλεπα στις προγραμματισμένες επισκέψεις στο σπίτι της μαζί με τους παππούδες μου.

Take away


Ένα χρόνο αργότερα ο πατέρας μου ερωτεύτηκε ξανά, μια γυναίκα από τη Σίφνο. Εκείνο το καλοκαίρι το πέρασα μαζί τους στο νησί, αλλά δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα – ήμουν μόλις τριών. Μεγαλώνοντας, αυτή η γυναίκα συνέχισε να υπάρχει στο μυαλό μου ως μορφή –φαντάζομαι, επειδή είχε καταφέρει να καλύψει ως ένα σημείο την ανάγκη μου για μια μαμά–, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω με σιγουριά ποια ήταν και γιατί ήταν εκεί. Εξάλλου ύστερα από εκείνο το καλοκαίρι έκανα πολλά χρόνια να την ξαναδώ. Και εκείνη και τον πατέρα μου.

Είχε φτάσει φθινόπωρο και ήταν απόγευμα όταν, επιστρέφοντας στην Ελλάδα από δουλειές, ήρθε να με πάρει από το σπίτι των παππούδων μου. Μόνο που εκείνη τη φορά αρνήθηκαν να με δώσουν, με τη δικαιολογία ότι ήμουν άρρωστη και δεν γινόταν να με πάρει μαζί του. «Ή  θα ανοίξετε ή θα σπάσω την πόρτα» τους είπε και όταν όντως το έκανε, ανακάλυψε ότι εγώ δεν ήμουν στο σπίτι. Η μητέρα μου με το Σουηδό φίλο της με είχαν πάρει μαζί τους στην πατρίδα του. Στην ουσία, με είχαν απαγάγει.

Τhe parent trap


Όλα αυτά τα έμαθα πολλά χρόνια αργότερα. Πέρασα τα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια στη Σουηδία ως παιδί μιας Ελληνίδας και ενός Σουηδού που θεωρούσα πατέρα μου, πιστεύοντας ότι με λένε Νάντια Ντ. Η μητέρα μου δεν μου μίλησε ποτέ για τον (πραγματικό) μπαμπά μου, ενώ όταν τη ρωτούσα για τις θολές αναμνήσεις που είχα από έναν κύριο, ένα άλλο σπίτι και μια άλλη ζωή, μου έλεγε ότι πρόκειται για τους παππούδες μου στην Ελλάδα.

Οι γονείς που με μεγάλωσαν ήταν πάντα εξαιρετικά αυστηροί μαζί μου. Όχι από αγάπη, από αδιαφορία. Θυμάμαι ότι ήμουν το μόνο παιδί που έφευγε μόνο του με τα πόδια και από το σχολείο και από την προπόνηση όταν, βγαίνοντας από το γήπεδο, όλοι οι γονείς ήταν εκεί περιμένοντας τα παιδιά τους. Ήταν σαν να με μεγάλωναν αναγκαστικά και να μετρούσαν τις μέρες για να φύγω, κάτι που δεν με βοηθάει να καταλάβω γιατί με πήραν μαζί τους στη Σουηδία. Από την άλλη, εγώ προσπαθούσα να αντλήσω αγάπη από κάθε ψίχουλο φροντίδας που μου πετούσαν, όταν π.χ. ήμουν με τη μητέρα μου στην κουζίνα ενώ μαγείρευε ή όταν ο Γιοχάνες με βοηθούσε στην αριθμητική.

Life as I know it

Στα 14 μου, εκτός από μια καινούρια τηλεόραση, η ζωή στο σπίτι ήταν ακριβώς η ίδια. Στο σχολείο είχα ερωτευτεί τον Αλεξάντερ, με τον οποίο περνούσαμε μαζί τα δέκα λεπτά μετά το τελευταίο κουδούνι. Κλείναμε τα μάτια, μου έδινε ένα φιλί και έφευγε. Ένα τέτοιο μεσημέρι, γυρνώντας από το σχολείο, βρήκα ένα παρατημένο ποδήλατο και αποφάσισα να συνεχίσω με αυτό το δρόμο μου μέχρι το σπίτι.

Φτάνοντας, μπήκα γεμάτη ενθουσιασμό για να πω στη μητέρα μου για την ανακάλυψή μου. Θυμάμαι ακόμα το πουλόβερ που φορούσε, τη μυρωδιά από το λάχανο που έβραζε και την οργή της όταν μου έλεγε: «Εγώ δεν θέλω κλέφτες στο σπίτι μου. Φύγε τώρα και μην ξαναγυρίσεις». Το είπε με τέτοια ευκολία, που ακόμα πιστεύω ότι στο εγκαταλειμμένο ποδήλατο είχε βρει την αφορμή που έψαχνε για να με βγάλει από τη ζωή της.

Και πού να πάω


Δεν μπορώ να θυμηθώ συναισθήματα. Μόνο μηχανικές κινήσεις για να γεμίσω μια τσάντα, βρεγμένα μάγουλα από τα δάκρυα και το απαθές βλέμμα του Γιοχάνες. Εκείνη –η μητέρα μου– ήταν αμείλικτη. Επέμενε να φύγω από το «σπίτι της», ενώ εγώ τής έλεγα  με αναφιλητά ότι δεν είχα πού να κοιμηθώ.

Τελικά, εκείνο το βράδυ βρήκα καταφύγιο στο σπίτι του Αλεξάντερ. Το ίδιο και το επόμενο. Και το παρεπόμενο. Μέχρι που οι γονείς του κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Προσπάθησαν πολλές φορές να βρουν τους «γονείς» μου στο τηλέφωνο. Δεν απάντησε ποτέ κανείς. Ήμουν 14 και δεν είχα οικογένεια. Αναρωτιόμουν τι γίνεται μετά. Σε παίρνει το κράτος; Κάποιο ίδρυμα; Οι εξωγήινοι;

Στη δική μου περίπτωση, δεδομένου ότι ξεκινούσαν οι καλοκιρινές διακοπές, με φιλοξένησαν επ’ αόριστον οι γονείς του Αλεξάντερ. Ακόμα και σήμερα απορώ με την αγάπη που μου έδειξαν αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι με έκαναν να αισθανθώ μέλος της οικογένειάς τους. Ο πλατωνικός έρωτας με τον Αλεξάντερ έσβησε, γιατί ήταν το τελευταίο που μας απασχολούσε, κι έτσι αρχίσαμε να δενόμαστε σαν αδέρφια.

Κρίση ταυτότητας


Οι μήνες που έζησα με την οικογένεια του Αλεξάντερ ήταν η πιο φυσιολογική περίοδος που είχα βιώσει, αφού επιτέλους ένιωθα πώς είναι να είσαι μέλος μιας αγαπημένης οικογένειας. Μέχρι τη μέρα που ξεκινήσαμε διαδικασίες για την έκδοση διαβατηρίου, για ένα ταξίδι που επρόκειτο να κάνουμε όλοι μαζί. Στην υπηρεσία διαβατηρίων ο προϊστάμενος με ενημέρωσε ότι έπρεπε πρώτα να τακτοποιηθεί μια μικρή εκκρεμότητα: Όταν ήμουν 5 χρόνων, οι γονείς μου είχαν ξεκινήσει διαδικασία αλλαγής του ονόματός μου. Όμως, δεν είχαν προσκομίσει εγκαίρως τα απαραίτητα έγγραφα και η διαδικασία δεν είχε ολοκληρωθεί. «Και πώς με λένε, δηλαδή;» τον ρώτησα. Έμεινα να τον κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα όταν μου έλεγε ότι όχι μόνο το όνομα, αλλά και το επίθετό μου ήταν διαφορετικό

– και τελείως ελληνικά.

Στενοχωρημένη, μπερδεμένη και με ψυχολογία τραγικής ηρωίδας, καθόμουν μόνη μου σε μια άκρη του κήπου, στο πάρτι μιας οικογενειακής φίλης του Αλεξάντερ. Δεν είχα μιλήσει σε κανέναν μέχρι εκείνη τη στιγμή όταν ο πατέρας της εορτάζουσας με πλησίασε για να μου συστηθεί. Του τράβηξαν την προσοχή τα ασυνήθιστα μακριά, σγουρά, σκουρόχρωμα μαλλιά μου. «Γεια, πώς σε λένε;» μου είπε.

Father figure


Ποτέ δεν κατάλαβα πώς βγήκαν τόσο αυθόρμητα οι λέξεις από το στόμα μου και απάντησα: «Νόμιζα πως με λένε Νάντια Ντ., αλλά τελικά το όνομά μου είναι Αλεξάνδρα Ν.». Ο πατέρας της κοπέλας σοκαρίστηκε τόσο που του έπεσε το ποτό. Κάποτε είχε δουλέψει με τον πατέρα μου σε ένα πρότζεκτ, αλλά επειδή είχαν κρατήσει επικοινωνία, ήξερε πως όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε σταματήσει να με ψάχνει. Κάλεσε αμέσως τον πατέρα μου στο σπίτι του στην Ελλάδα: «Νίκο, βρήκα την κόρη σου».

Την επόμενη μέρα ήμουν στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου περιμένοντας να συναντήσω τον πατέρα μου για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια. Δεν χρειάστηκε να τον ψάξω πολύ. Όταν τον είδα να βγαίνει από την αίθουσα αφίξεων, ήταν σαν να βλέπω τον εαυτό μου. Για πρώτη φορά ένιωσα τις θολές αναμνήσεις που είχα όλα αυτά τα χρόνια να ξεκαθαρίζουν και το παζλ να συμπληρώνεται.

Καθίσαμε μαζί μία εβδομάδα μιλώντας ακατάπαυστα για τη ζωή που ο καθένας είχε όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνος, μαζί με την Ιωάννα, τη γυναίκα που ποτέ δεν ξέχασα, με έψαχνε όλα αυτά τα χρόνια, ταξιδεύοντας συχνά στη Σουηδία και αναζητώντας γνωστούς του άντρα της μητέρας μου μήπως και με βρει.

Back to life


Γύρισα μαζί του στην Ελλάδα, στο σπίτι όπου έμενε με την οικογένειά του. Έχω κι ένα μικρό αδερφό. Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που μπήκα στο σπίτι και είδα τον εξάχρονο Άρη μουτρωμένο, με τα χέρια του διπλωμένα, να μου λέει: «Γιατί άργησες τόσο να έρθεις;». Όλα αυτά τα χρόνια τον μεγάλωναν μιλώντας του με αγάπη για τη μεγάλη του αδελφή, η οποία ζούσε μακριά και κάποια στιγμή θα γυρνούσε. Ένιωσα ότι πραγματικά είχα επιστρέψει στο σπίτι μου.

Αποφάσισα να μην κάνω μήνυση στη μητέρα μου ακόμα κι όταν, πριν τρία χρόνια, της τηλεφώνησα για να της πω πως είμαι καλά κι εκείνη μου απάντησε: «Ποια είσαι; Εγώ δεν έχω κόρη». Πλέον ζω στην Ελλάδα με την Ιωάννα και τον Άρη, αλλά δυστυχώς χωρίς τον πατέρα μου, αφού πριν ένα χρόνο τον έχασα. Μπορεί να έζησα λίγα χρόνια μαζί του, αλλά νιώθω τυχερή που πρόλαβα να πάρω όλη την αγάπη που φυλούσε για να μου δώσει. Γιατί σκοπεύω να τη διοχετεύσω στη δική μου οικογένεια. Και σε αυτήν που έχω τώρα και σε αυτήν που θέλω να δημιουργήσω σύντομα.                     

51% από εσάς εχετε ανακαλύψει ενα μεγάλο οικογενειακο μυστικο.