Ένας παλιός λογαριασμός

enas-palios-logariasmos


Άρθρο της Μαριάννα Παπαϊωάννου.


Μεγάλο Σάββατο στο κατάμεστο Ματογιάννι και, να τι κάνει ο γαλαντόμος άντρας:


  • Αγάπη μου σου πήρα δώρο Πάσχα, αλλά δεν το έχω τυλίξει…
  • Κομμάτια να γίνει. Να το δω;
  • Ορίστε!
  • Α, μάλιστα… Το βιβλίο της Ψιλικατζούς. Ολόφρεσκο.
  • Σε πήρα μάτι χτες που τριγύριζες τα blogs και το ζαχάρωνες.
  • Ευχαριστώ μωρέ…
  • Α, όχι, δεν το παίρνεις τώρα. Θα στο φέρω το μεσημέρι…
  • Το μεσημέρι πράγματι, ήρθε το δώρο στο σπίτι, αλλά, μεταχειρισμένο. Πιο φουσκωτό κατά σαράντα σελίδες κι ένα μολυβάκι χιλιοξυσμένο, να κάνει χρέη σελιδοδείκτη.


Έφαγα πρώτη τη φακή μου και πήγα στην καλή γωνία του καναπέ. 


Από μικρή, κουβαλάω μια αμαρτία. Κοινότοπη, αλλά αμαρτία: με τα βιβλία που μου αρέσουν, έχω ερωτική σχέση. Θυμάμαι, πως πρωτοήρθαν στα χέρια μου, τι βάρος είχε το σώμα τους, την οπτική εξέλιξη της γραμματοσειράς, το εξώφυλλο, το βάρος του χαρτιού, το μέγεθος των «αυτιών», το σχεδιασμό του εξωφύλλου, την πρώτη σελίδα ανάγνωσης, σε τι κατάσταση βρισκόμουν όταν πρωτοήρθα σε επαφή, πόσα μποφώρ είχε το μυαλό μου και πολλά άλλα. Μπορώ δηλαδή να ερωτευτώ και να θυμάμαι για πάντα, τόσο μια λαδόκολλα με καρικατούρες διπλωμένη στα τέσσερα, όσο και ένα ντελικάτο δεμένο fabriano 100 g/m2 με GFS Dido (9/11.5), αλλά πάντα, μετά τον έρωτα μαζί του.


Αν βρισκόμουν μπροστά σε ένα θεραπευτή, και με ρωτούσε με κείνη την ολύμπια ηρεμία: -Έχετε εστιάσει, στο γιατί ταυτίζεστε τόσο πολύ, με τους ήρωες των βιβλίων που σας αρέσουν, μάλλον θα απαντούσα με κλάματα: Γιατί δεν μπορώ να το αποφύγω. Θέλω να παραδοθώ.


Το βιβλίο της Κωσταντίνας Δελημήτρου, το διάβασα σε μερικές ώρες, με τον τρόπο που βλέπω και τα θρίλερς: με τις παλάμες στα μούτρα και από μια χαραμάδα στα δάχτυλα. Όταν το τέλειωσα, περίμενα να καταλαγιάσει ο αχός για να γράψω δυο λόγια. Είχα παραδοθεί. Αναρωτιώμουν, γιατί αυτό το βιβλίο, με είχε επηρεάσει τόσο πολύ. Και το βρήκα, αρκετές μέρες μετά:


δεν ήταν μόνο, η μεστή και αληθινή γυναικεία ματιά που καταθέτει και ξεδιπλώνει το ζήτημα της υπογονιμότητας, ούτε η αμεσότητα με την οποία περιγράφει αυτό το βίωμα. Δεν ήταν μόνο ο τρόπος της γραφής και η εντιμότητα του. Δεν ήταν μόνο η δομή, δεν ήταν μόνο η τεχνική με τα εμβόλιμα ποστς που ακολουθούσαν χρονικά την περιπέτεια της. Δεν ήταν μόνο που την «ήξερα» στο βαθμό που την γνωρίζουμε όλοι από το blog και, ίσως πολύ λιγότερο αφού δεν της έχω αφήσει παρά μόνο ένα δυο σχόλια. Κυρίως ήταν ότι η Κωσταντίνα δεν είχε μπει στη διαδικασία να χτίσει φανταστικούς χαρακτήρες αλλά απλά, γκρέμισε τον δικό της για να χτιστεί πάλι –εκούσια μεγαλοπρεπής- μέσα μου.


Δεν ξέρω, νομίζω, πως, αυτό το απλοϊκό συμπέρασμα είναι μάλλον και η βάσανος των γραφιάδων. Αυτό που λέμε, ότι πρέπει δηλαδή, να είσαι πολύ χορτάτος για να περάσεις στην αφαίρεση. Και δεν το λέω για τη γραφή της, το λέω για το ξεσκέπασμα των σκέψεων της και την απόλυτη έκθεση στο μείον 40 του τυπωθείτω, κι από κει στα χέρια των αναγνωστών. Θα μπορούσα –ειλικρινά- να χύσω πολύ μελάνι, μιλώντας για τον «ευθύ λόγο», την «τολμηρή ατμόσφαιρα», τις «αληθινές αξίες» κι ένα σωρό άλλα.


Θα προτιμήσω να πω, πως η Ψιλικατζού, δεν πουλάει μια πονεμένη ιστορία. Έγραψε ένα βιβλίο με αφορμή την καταγραφή στο blog -αλλά είναι πολύ περισσότερα- το οποίο εμένα με συγκίνησε, με έφερε σε κατάσταση πανικού, με θύμωσε, μ’ έκανε να χαμογελάσω και στο τέλος, με έκανε να γυρίσω το εξώφυλλο λοξά, να σταθώ στη φωτογραφία της και να της πω φωναχτά:


- Μπράβο ρε κορίτσι, δώσε τώρα ένα νεράκι γιατί ξεράθηκε το στόμα μου