60 χρόνια «Παράνομοι» ταινία του Νίκου Κούνδουρου

60-chronia-paranomoi-tainia-tou-nikou-koundourou

Εξήντα χρόνια πέρασαν από τότε που γυρίστηκε η ταινία «Οι παράνομοι» του Νίκου Κούνδουρου. Και γιορτάζονται με την προβολή μιας αναπαλαιωμένης, ολοκληρωμένης βερσιόν της ταινίας, της τρίτης μετά τη «Μαγική πόλη» και τον «Δράκο», του 32χρονου τότε σκηνοθέτη.

«Οι παράνομοι» αφηγούνται το δράμα μιας χούφτας φυγάδων (στην πραγματικότητα ήταν αντάρτες του Εμφύλιου, αλλά εξαιτίας της αυστηρής λογοκρισίας ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να τους μετατρέψει σε απλούς παράνομους) που προσπαθούν από τα βουνά να φτάσουν στην ελευθερία.

Πρωταγωνιστές της πρώτης στην πραγματικότητα ελληνικής ταινίας που ασχολείται, έστω και έμμεσα, με το θέμα του Εμφύλιου είναι ένας νέος (Πέτρος Φυσσούν). Γιος πολιτικού εξόριστου, με την επιστροφή του από στρατόπεδο συγκέντρωσης σκοτώνει τον άνθρωπο που πρόδωσε τον πατέρα του στους Γερμανούς. Στα βουνά συναντά έναν φυγόδικο από τον εμφύλιο (Τίτος Βανδής) που αρνείται να παραδοθεί κι έναν άλλο (Ανέστη Βλάχο) που έχει σκοτώσει τον αδερφό του για περιουσιακά θέματα.

Ο Κούνδουρος, πρώην σπουδαστής της Σχολής Καλών Τεχνών, καταγράφει με εικαστικά λαμπρές εικόνες την οδύσσεια των τριών «ληστών», που παραπέμπει στις περιπέτειες του ελληνικού λαού στις πρώτες δεκαετίες μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.

Η σκηνή όπου οι χωροφύλακες πείθουν τον ένα να παραδοθεί και στη συνέχεια τον εκτελούν προκάλεσε την επέμβαση της λογοκρισίας -έθιγε, όπως αναφέρθηκε, το σώμα της χωροφυλακής!- με αποτέλεσμα ο εισαγγελέας να διακόψει την προβολή της ταινίας που μόλις είχε αρχίσει να προβάλλεται στις αίθουσες. Η ταινία μέχρι σήμερα δεν ξαναπροβλήθηκε σε αίθουσα -εκτός από μια προβολή της από την ΕΡΤ-2 το 1983.

«Τότε η λογοκρισία ήταν κάτι το αστείο» λέει ο Κούνδουρος. «Τους έδειχνες κάτι και γύριζες ό,τι ήθελες. Εγώ δεν τους έδειξα τίποτα. Πήρα τους ηθοποιούς και γυρίσαμε την ιστορία έτσι όπως είναι. Μετά τους έδειξα την ταινία. Δεν τους άρεσε το τέλος επειδή οι χωροφύλακες εκτελούσαν τον φυγάδα και ο εισαγγελέας την απαγόρευσε».

Στο λίγο διάστημα που προβλήθηκε η ταινία (τον Μάρτιο του 1959) έκοψε 13.364 εισιτήρια, σε μια χρονιά που η εμπορικότερη ελληνική ταινία, «Ο Μιμίκος και η Μαίρη», έκοψε 130.209 εισιτήρια. Οι πιο γνωστοί κριτικοί (Μάριος Πλωρίτης, Αντώνης Μοσχοβάκης, Κώστας Σταματίου) εξήραν τις αρετές της, τονίζοντας ταυτόχρονα τις δυσκολίες του σκηνοθέτη να περάσει ένα πολιτικά επίμαχο θέμα. Στο δικό του άρθρο, στον «Ανεξάρτητο Τύπο», ο Αντ. Μοσχοβάκης έγραφε:

Διαμαρτυρία για τον διχασμό


«Δύσκολο πολύ για τον σημερινό έλληνα κινηματογραφιστή να θίξει τα φλέγοντα θέματα του καιρού μας. Οι "Λαιστρυγόνες" και οι "Κύκλωπες" που τον απειλούν στην κάθε στραβοτιμονιά του μένουν πάντα πανίσχυροι, και πρέπει να περάσει από πολλές "Συμπληγάδες" όσο να φτάσει να πει το μήνυμά του στο κοινό του. Και το θέμα των αγωνιστών που προδόθηκαν απ' την κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε ύστερα απ' τις οδυνηρές περιπέτειες της χώρας μας, της επικράτησης των καιροσκόπων και των διεφθαρμένων που στερέωσαν ξανά το παμπάλαιο βασίλειό τους, είναι ένα απ' τα φλέγοντα, που με περισσό ζήλο το φυλάνε οι "Κέρβεροι". Χρειάζεται, λοιπόν, ικανότητα ελιγμών και, περισσότερο απ' όλα, τόλμη για ν' αναπτυχθεί ένα τέτοιο θέμα.

»Δεν είναι η τόλμη που έλειψε απ' τον Νίκο Κούνδουρο. Δείχνεται αδιάλλακτος κι ασυμβίβαστος. Καταδικάζει τη διαφθορά και την αχρειότητα, την προδοσία των μεγάλων ιδανικών που φώτισαν τους λαούς στους αγώνες τους. Ο ήρωάς του δεν μετανιώνει για την εκτέλεση του προδότη, κι η πράξη αυτή δε δείχνεται άδικη. Ομως, εκείνο που του έλειψε είναι η σαφήνεια στις προθέσεις, το καθαρό αντίκρισμα των πραγμάτων στα οποία αναφέρεται, ο σκοπός όπου ζητά να οδηγήσει το έργο του και τον θεατή του...».

Παρ' όλες τις αντιρρήσεις του σχετικά με την πολιτική τοποθέτηση της ταινίας, ο κριτικός αναγνωρίζει τις ικανότητες του σκηνοθέτη: «Οι εικόνες του πάλλονται από έναν έντονο δυναμισμό και δημιουργούν ένα στιλ γεμάτο πάθος και τραχύτητα. Είναι φανερό πως πλάθει με δύναμη και ικανότητα το υλικό του, μεταχειρίζεται ακόμα και τους ηθοποιούς του σαν υλικό, τους σμιλεύει, τους πλάθει, πετυχαίνοντας στην ολότητά του το αποτέλεσμα που επιδιώκει. Είναι ένας κινηματογράφος στην απόλυτη σημασία της λέξης, που τιμά τη φτωχή μας κι άτεχνη παραγωγή. Και δεν υστερεί απ' τις καλές ξένες επιτεύξεις. Εστω, μόνο γι' αυτό, αξίζει να δει κανείς την ταινία».

Ενώ η Αγλαΐα Μητροπούλου, στο βιβλίο της «Ελληνικός Κινηματογράφος», σημειώνει:

«Οι "Παράνομοι", από όποια πλευρά κι αν αναγνωσθούν, καταλήγουν μοιραία στο να είναι μια απεγνωσμένη κραυγή διαμαρτυρίας για το διχασμό, αυτή την ανεπούλωτη πληγή της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής».