Anouar Brahem: Η παράδοση που δεν αλλάζει πεθαίνει

anouar-brahem-i-paradosi-pou-den-allazei-pethainei

Ο Anouar Brahem μοιάζει με τα δέντρα που όσο πιο ψηλά απλώνουν τα κλαδιά τους τόσο πιο βαθιά ριζώνουν στο έδαφος. Με συνοδοιπόρο του το ούτι, για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, ο τυνήσιος μουσικός εξερευνά μουσικές εμπειρίες αιώνων από ολόκληρο τον κόσμο και διαποτίζει την πλούσια αραβική του κληρονομιά με τρόπο σύγχρονο και ελκυστικό.


Μέλος της θρυλικής οικογένειας της δισκογραφικής εταιρείας ECM εδώ και 18 χρόνια, έρχεται ξανά στην Ελλάδα στο πλαίσιο του ομώνυμου φεστιβάλ στο «Θέατρο Βράχων», στις 5 Σεπτεμβρίου, με τον Φρανσουά Κουτιριέ στο πιάνο και τον Ζαν-Λουί Ματινιέ στο ακορντεόν.

Τα ταξίδια τον γοήτευαν πάντα, μόνο που μικρός μόνο νοητά μπορούσε να δραπετεύει, μέσα από το ραδιόφωνο. «Τα πιο αγαπημένα μου κανάλια ήταν τα βαλκανικά και αυτά που έπαιζαν φλαμένκο και ινδική μουσική», μας λέει από το τηλέφωνο. «Ισως επειδή υπάρχει μεγάλη σύνδεση με την αραβική μουσική γι' αυτό και πάντα με συγκινούσαν». Ηταν δεν ήταν 10 χρόνων όταν κατάλαβε ότι η μουσική ήταν αυτό που ήθελε να κάνει στη ζωή του. Ξεκινάει μαθήματα ούτι στο ωδείο και στα 15 του αφήνει το σχολείο για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική.

Ο Αλί Σριτί, θρυλική μορφή της αραβικής μουσικής και δάσκαλός του στο ωδείο, αποφασίζει να τον αναλάβει εντατικά και αρχίζουν έτσι μαθήματα στο σπίτι που διαρκούσαν έξι ώρες. «Αλλες φορές παίζαμε μαζί και άλλες φορές έρχονταν και άλλοι μουσικοί. Εκτός από την τεχνική και τις κλίμακες με μύησε και στην τέχνη του αυτοσχεδιασμού, σημαντικό στοιχείο της αραβικής μουσικής», θυμάται.

Με τον Μπεζάρ και τον Γαβρά


Το να παίζει σε γάμους ή να συμμετέχει σε σύνολα στα οποία το ούτι δεν ήταν παρά ένα όργανο που συνόδευε τον τραγουδιστή, δεν του ήταν πια αρκετό. Αρχισε να γράφει τις δικές του συνθέσεις και να τις ερμηνεύει σε διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στην Τύνιδα. Ομως κι αυτό σύντομα έπαψε να τον ικανοποιεί και το 1982 φεύγει για το Παρίσι, όπου μένει για τέσσερα χρόνια γράφοντας μουσική για πολλές τυνησιακές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις.

Συνεργάζεται με τον Μορίς Μπεζάρ στο μπαλέτο του «Thalassa, Mare Nostrum» και με τον Γκάμπριελ Γιάρεντ στην ταινία του Κώστα Γαβρά «Χάνα Κ». Τα σημαντικότερα, μάλιστα, κομμάτια από τη σταδιοδρομία του στον κινηματογράφο τα συγκέντρωσε δέκα χρόνια αργότερα στον δίσκο «Khomsa». Ηταν κομμάτια που πάντα ονειρευόταν να τα παίξει με έναν ελεύθερο και καθαρό μουσικό τρόπο, απελευθερωμένα από τις αλυσίδες της εικόνας και του κειμένου. Τη χρονιά εκείνη ο «Γκάρντιαν» τον επέλεξε ως έναν από τους καλύτερους δίσκους. Το σινεμά ασκούσε πάντα ιδιαίτερη γοητεία επάνω του. Μπέργκμαν, Παζολίνι Φελίνι και Γκοντάρ είναι οι αγαπημένοι του. «Τώρα πια δεν πάω πολύ στον κινηματογράφο γιατί στην Τύνιδα δεν έχουμε καλές αίθουσες και δεν μου αρέσει καθόλου να παρακολουθώ ταινίες στο DVD. Οταν ζούσα στο Παρίσι έβλεπα τρεις ταινίες την ημέρα», λέει.

Πριν το Παρίσι τού ανοίξει την πόρτα σε νέες μουσικές εμπειρίες, ένας δίσκος του Κιθ Τζάρετ που άκουσε στα 15 του τον μύησε στον μαγικό κόσμο της τζαζ. Τα γερά θεμέλια που είχε αποκτήσει από τον Σριτί του επέτρεψαν με ασφάλεια να ασχοληθεί και με άλλα είδη μουσικής χωρίς να κινδυνεύσει να χάσει κάτι από την ταυτότητά του. Μια σειρά από άλμπουμ που ακολουθούν φανερώνουν τη γόνιμη εξέλιξή του.

Με το «Rabeb» (1989) και το «Andalousiat» (1990) επιστρέφει στην κλασική αραβική μουσική, με το «Conte de l' incroyable Amour» (1991) εξερευνά και πάλι τον αυτοσχεδιασμό, με το «Madar» (1994) και το «Thimar» (1998) αφήνεται στη μαγεία της τζαζ, με το «Le pas du chat noir» (2002) μας παραδίδει στον πιο προσωπικό και μελαγχολικό δίσκο της καριέρας του. Μια πλειάδα σπουδαίων μουσικών συνεργάζονται μαζί του, από τον Γιάν Γκαρμπάρεκ και τον κλαρινετίστα Μπαρμπαρός Ερκος ώς τον πακιστανό δεξιοτέχνη του τάμπλας Σαουκάτ Χουσεΐν και τον σαξοφωνίστα Τζον Σέρμαν.

Το 1990 φεύγει για περιοδεία στην Αμερική και τον Καναδά και μόλις επιστρέφει γνωρίζεται με τον ιδιοκτήτη της ECM Μάνφρεντ Αϊχερ. «Νιώθω πολύ τυχερός που ανήκω στην εταιρεία αυτή. Η εμπειρία που έχω αποκτήσει εδώ όλα αυτά τα χρόνια είναι πολύ σημαντική. Ο Αϊχερ με αφήνει ελεύθερο να δουλέψω χωρίς πίεση χρόνου για την παραγωγή ενός δίσκου. Καποτε ήθελα ενάμιση χρόνο για να τελειώσω ένα άλμπουμ, αλλά τώρα πια μεγάλωσα και χρειάζομαι πιο πολύ», λέει γελώντας. Πώς συνδέεται όμως η τζαζ με την αραβική μουσική; «Πέρα από το γεγονός ότι και οι δύο παίζονται από μικρά μουσικά σχήματα και εμπεριέχουν αυτοσχεδιασμούς, οι άλλοι παραλληλισμοί δεν είναι προφανείς», πιστεύει.

Τύχη ή ταλέντο; Αγάπη και σκληρή δουλειά είναι για τον Ανουάρ Μπραέμ το μυστικό της επιτυχίας. «Προσπαθώ να δουλεύω με, αλλά και χωρίς έμπνευση. Οταν δουλεύεις η έμπνευση έρχεται και μερικές φορές η έλλειψή της είναι μια ψευδής αίσθηση. Γιατί ενώ γράφεις ένα κομμάτι και νομίζεις ότι δεν είναι εμπνευσμένο, ύστερα το ακούς και συνειδητοποιείς ότι είναι καλό. Οπως συμβαίνει και το αντίθετο».

Ο Μπραέμ είναι ένας μουσικός που έχει το κουράγιο να ανακαλύπτει διαρκώς τον εαυτό του. Πόσο δύσκολο όμως είναι να διατηρείς την ταυτότητά σου σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα; «Ακριβώς επειδή όλα γίνονται με μεγάλη ταχύτητα, είναι πολύ τεχνητά. Με ενοχλεί όταν όλοι κάνουν το ίδιο πράγμα μόνο και μόνο για να πουλήσουν. Όταν μια δουλειά προέρχεται από έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη με δυνατή ταυτότητα, ακόμα και αν δεν συμφωνείς με το αποτέλεσμα, δεν παύει να είναι μια τίμια δουλειά». Πιστεύει ότι μια παράδοση που δεν μπορεί ν' αλλάξει είναι καταδικασμένη να πεθάνει. «Είμαι ένας άνθρωπος που θέλω συνέχεια να ανοίγω πόρτες γιατί είναι αναζωογονητικό. Γιατί πιστεύω ότι η επικοινωνία ανάμεσα στις κουλτούρες και τη μουσική υπάρχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν άρχισε με την έθνικ μουσική», λέει.

Το ίδιο συμβαίνει και με την ίδια την αραβική μουσική. Οι σταυροφορίες, η παρουσία στην Ισπανία, η επέκταση προς την αραβική δύση και οι επαφές με νομάδες της ερήμου όπως οι Βερβερίνοι επηρέασαν τη μουσική, αναμειγνύοντας στοιχεία από δεκάδες πολιτισμούς. «Πολλοί νομίζουν, για παράδειγμα, ότι η μόνη παραδοσιακή μουσική στην Ελλάδα είναι τα ρεμπέτικα και ο Θεοδωράκης. Αλλά είναι εντυπωσιακό πόσα άλλα διαφορετικά πράγματα υπάρχουν.

Όταν πρωτοήρθα στη χώρα σας αγόρασα πολλούς δίσκους παραδοσιακής μουσικής και έμαθα πολλά». Αρκετά από τα στοιχεία αυτά έχει χρησιμοποιήσει στις συνθέσεις του, όχι τόσο ως αυτούσιες μελωδίες όσο ως κομμάτι μιας γενικότερης επίδρασης. Πιστεύει ότι για έναν μουσικό είναι σημαντικά τα ερεθίσματα που λαμβάνει από το περιβάλλον του. «Συναισθήματα που σου προκαλεί μια ταινία, μια μουσική, η καθημερινή σου ζωή, ένα τοπίο, ή ακόμα και συναισθήματα άλλων ανθρώπων», προσθέτει.

Στα 61 του χρόνια και πατέρας τριών παιδιών, ο Ανουάρ Μπραέμ συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στους καλύτερους μουσικούς και οι συνθέσεις του που ισορροπούν ανάμεσα στην ποίηση, τη νοσταλγία και τον αισθησιασμό, συνδυάζουν εικόνες, μελωδίες, ήχους και συναισθήματα που μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά.