Το μυθιστόρημα αρχίζει με τον αφηγητή να παρακολουθεί τη Μάργκαρετ Θάτσερ σε μια από τις βόλτες της στο πάρκο στις αρχές του καλοκαιριού του 2007 ακολουθούμενη από ένα μικρό στρατό από νοσοκόμες και άνδρες της προσωπικής της φρουράς. Η περιγραφή της πρώην πρωθυπουργού, μιας ηλικιωμένης, αδύναμης γυναίκας που πλέον δεν θυμίζει σε πολλά τη «σιδηρά κυρία» του παρελθόντος, είναι τόσο γλαφυρή που ο αναγνώστης αργεί πολύ να αναρωτηθεί αν η βαρόνη Θάτσερ κάνει στην πραγματικότητα τέτοιες βόλτες στο πάρκο.
Η αφήγηση μπλέκει σταδιακά γεγονότα από την βρετανική ειδησεογραφία του περασμένου καλοκαιριού - η αποχώρηση του Τόνι Μπλερ από την πρωθυπουργία, η εξαφάνιση της μικρής Μάντλιν Μακάν από το ξενοδοχείο στην Πορτογαλία όπου παραθέριζε με τους γονείς της, οι αποτυχημένες βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο και τη Γλασκόβη.
Φαινομενικά ασύνδετα γεγονότα και αντικείμενα -τα παιχνίδια της μικρής Μάντλιν και τα παιχνίδια του μικρού γιου του Τόνι Μπλερ, το μάτι της Μάντλιν με το χαρακτηριστικό στίγμα στην ίριδα που έγινε σχηματοποιημένο έμβλημα στην καμπάνια για την αναζήτησή της και το ένα μάτι από το οποίο δεν βλέπει ο νέος πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν - συνδέονται στο κολάζ της αφήγησης του Μπερν. Πραγματικά γεγονότα ανακατεύονται με φημολογίες, εικασίες για τους πρωταγωνιστές τους, σκέψεις του αφηγητή.
Αν και το βιβλίο του προβληματίζει τους βιβλιοπώλες για το αν πρέπει να το τοποθετήσουν στα ράφια με τα μυθιστορήματα ή όχι, ο ίδιος ο συγγραφέας το θεωρεί μυθιστόρημα, όπως εξηγεί στην παρουσίαση του «Born Yesterday» στο Κέντρο Σύγχρονων Τεχνών του Λονδίνου. «Περιλαμβάνει αφήγηση, είναι δημιούργημα της φαντασίας μου, είναι μυθιστόρημα» ξεκαθαρίζει. Η παντελής έλλειψη πλοκής από το βιβλίο εξηγείται από την απέχθειά που τρέφει γι'αυτήν: «Θεωρώ ότι στρεβλώνει την πραγματικότητα» λέει.
Η ιδέα για το βιβλίο είχε ξεκινήσει διαφορετικά. Εχοντας ήδη ασχοληθεί με το βιβλίο-ρεπορτάζ (στο «Happy like murderers» εξιστορεί τη ζωή των κατά συρροήν δολοφόνων Φρεντ και Ρόουζ Ουέστ) και το παραδοσιακό μυθιστόρημα («Alma Cogan»), ο Γκόρντον Μπερν είχε σκοπό να επιλέξει ένα γεγονός από την ειδησεογραφία, να μπλέξει την αλήθεια με τη φαντασία και να γράψει γρήγορα ένα βιβλίο που θα έβγαινε στα βιβλιοπωλεία όταν η είδηση που είχε επιλέξει απασχολούσε ακόμα τα ΜΜΕ. Η ιδέα που ήθελε να αναδείξει ήταν ότι τα γεγονότα στρεβλώνονται με το που εμφανίζονται, καθώς πρέπει να καλύψουν τις ανάγκες καναλιών που μεταδίδουν ειδήσεις όλο το 24ωρο, έκτακτων δελτίων και μπλογκ, με αποτέλεσμα η φήμη, το κουτσομπολιό και η εικασία να μπλέκονται με την πραγματικότητα.
Μυθιστόρημα σαν βίντεο αρτ
Ομως, παρ' όλο που ο Μπερν παρακολουθούσε μανιωδώς και για μήνες τις ειδήσεις, το αυτοτελές αυτό γεγονός πάνω στο οποίο θα βασιζόταν το βιβλίο του δεν παρουσιαζόταν. Τελικά αυτό που προέκυψε ήταν ένα μυθιστόρημα που μπλέκει πολλά από τα θέματα που κυριάρχησαν στην ειδησεογραφία του περασμένου καλοκαιριού, «ένα καλοκαίρι εξαφανίσεων, απουσιών, κάποιων ηθελημένων, άλλων όχι». Για την «Γκάρντιαν» το μυθιστόρημα του Γκόρντον Μπερν θυμίζει βίντεο αρτ που μπλέκει πλάνα από δελτία ειδήσεων. Για τους «Σάντεϊ Τάιμς», «ίσως αυτή να είναι η μορφή που θα πάρει το μυθιστόρημα στο μέλλον: μια συλλογή από πίξελ, που θα αντικαταστήσει την παλιά, γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, ιστορία που μέχρι τώρα ήταν το σήμα κατατεθέν του μυθιστορήματος».
Τον Μπερν απασχολεί πολύ η ιδέα της διασημότητας, σε μια εποχή που αποτελεί εμμονή. «Η διασημότητα είναι ένα είδος θανάτου, είναι μια στρέβλωση της ζωής» επισημαίνει. Η άλλη ιδέα που τον απασχολεί είναι το πώς, στην εποχή της συνεχούς ενασχόλησης με τις ειδήσεις, μπορούν «οι πρωταγωνιστές τους να τρυπώσουν στη φαντασία μας» και πώς προκύπτει μια «σύγχυση μεταξύ συλλογικής και προσωπικής μνήμης». Οπως μας λέει: «Οι ειδήσεις είναι πλέον σαν τον καιρό, δεν μπορείς να τις αποφύγεις. Επηρεάζουν όλο σου το είναι χωρίς να το καταλαβαίνεις».
Πάνω απ' όλα ο Γκόρντον Μπερν μας φέρνει αντιμέτωπους με τη διαπίστωση ότι δεν είμαστε πλέον σίγουροι αν αυτά που διαβάζουμε ή βλέπουμε στα μέσα είναι αλήθεια ή φαντασία. Δεν ηθικολογεί, απλώς διαπιστώνει αυτή τη νέα πραγματικότητα.