Εξομολογήσεις από τον Έλληνα πιανίστα που διαπρέπει διεθνώς

exomologiseis-apo-ton-ellina-pianista-pou-diaprepei-diethnos

Συνήθως ο λόγος που ο διεθνής πιανίστας Γιάννης Βακαρέλης εγκαταλείπει το Παρίσι, μόνιμο τόπο κατοικίας του τα τελευταία είκοσι χρόνια, είναι κάποιο ρεσιτάλ. Μια καλή αφορμή για να έρχεται στην Ελλάδα είναι το Φεστιβάλ Ναυπλίου, του οποίου είναι, εδώ και 17 χρόνια, καλλιτεχνικός διευθυντής.


Αυτές, όμως, τις μέρες βρίσκεται στα μέρη μας με αφορμή ένα άλλο φεστιβάλ, το 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής Δωματίου, της Σύρου. Συμμετέχει την Τρίτη στο Θέατρο «Απόλλων» (9 μ.μ.) στην εναρκτήρια συναυλία του. Θα παίξει δύο από τα πιο γνωστά έργα μουσικής δωματίου για πιάνο και έγχορδα: το Κουιντέτο του Μπραμς σε φα ελάσσονα και το Κουιντέτο του Σούμπερτ, γνωστό ως «Η Πέστροφα». Μαζί του επί σκηνής οι σολίστ Μ. Martin (βιολί), Γ. Μαργαζιώτης (βιολί), Ν. Imai (βιόλα), F. Helmerson (τσέλο) και Β. Παπαβασιλείου (κοντραμπάσο), ήτοι τρεις Ελληνες, ένας Νορβηγός, ένας Σουηδός και ένας Γιαπωνέζος.

Ποια είναι η σχέση σας με τους συνθέτες που θα ερμηνεύσετε;

Με τον Μπραμς έχω μια μακρά σχέση. Η πρώτη επαφή μαζί του ήταν στα 17 μου χρόνια και οδήγησε σε μια μεγάλη αγάπη. Είναι από τους συνθέτες που νιώθω ότι έχω αποκωδικοποιήσει. Εχω παίξει τα περισσότερα από τα έργα του και έχω ηχογραφήσει πολλά. Αισθάνομαι ότι είμαι κοντά του, ότι μπορώ να τον πλησιάσω άμεσα και ειλικρινά και ότι τον ερμηνεύω σωστά. Και με τον Σούμπερτ έχω μακρά σχέση, αλλά έχει περάσει από διακυμάνσεις. Υπήρχαν περίοδοι που γινόταν κλειστό βιβλίο. Κρατούσε καιρό αυτή η απόσταση, αλλά μετά μου δινόταν ένα έναυσμα -ή άκουγα ένα έργο του, ή έπρεπε να παίξω- και τον ξαναγαπούσα. Τώρα είμαι πάλι σε μια φάση αγάπης.

Τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει τα περιφερειακά φεστιβάλ κλασικής μουσικής, ειδικά στα νησιά: Σύρος, Σαντορίνη, Σάμος, Αίγινα...

Είναι πολύ θετικό σημάδι. Ο κόσμος έχει μάλλον κουραστεί από τις πολλές και πανομοιότυπες εκδηλώσεις. Είναι ωραίο να βρίσκεσαι σε ένα όμορφο φυσικό περιβάλλον, ένα νησί, ένα κάστρο που έχει την πατίνα του χρόνου ή μια ακρογιαλιά και να ακούς μουσική. Υπάρχει τελικά κόσμος που περνάει τις διακοπές του και θέλει να ακούει και κλασική μουσική.

Το Φεστιβάλ Ναυπλίου; Ένα στοίχημα


Πώς είναι το ακροατήριο των καλοκαιρινών συναυλιών; Συνειδητοποιημένοι φίλοι της κλασικής μουσικής ή απλώς ανοιχτοί σε ακούσματα;

Είναι κυρίως άνθρωποι που κάνουν διακοπές και χαλαρώνουν και αντί να πάνε το βράδυ στην ταβέρνα πηγαίνουν σε μια συναυλία. Ενώ στην Αθήνα, μια βραδιά στο Μέγαρο σημαίνει μια συνειδητή επιλογή παράστασης. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πρώτο είναι αναγκαστικά κακό. Είναι ωραίο που οι παραθεριστές βλέπουν παραστάσεις των ΔΗΠΕΘΕ, ακούνε συναυλίες, παρακολουθούν χορό.

Υπάρχει κόσμος που ενδιαφέρεται για συγκεκριμένα φεστιβάλ, όπως της Καλαμάτας, που έχει αποκλειστικά χορό, ή του Ναυπλίου που έχει ένα καθαρό προφίλ κλασικής μουσικής. Είναι δύσκολο να μην μπλέκεις τα είδη σε ένα φεστιβάλ. Αν τα ανακατέψεις, κάνεις μια μικροπρόθεσμη επένδυση, γιατί τελικά ο κόσμος δεν ξέρει σε τι φεστιβάλ πηγαίνει. Το Φεστιβάλ Ναυπλίου, για παράδειγμα, ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα γιατί ασχολείται μόνο με την κλασική μουσική.

Δεν είναι πιο εύκολο το άνοιγμα και σε άλλα είδη, που ίσως δελεάζουν περισσότερο, για παράδειγμα την τζαζ και την έντεχνη μουσική;

Είναι όντως τονωτικές ενέσεις σε ένα φεστιβάλ. Εγώ όμως το είχα δει ως στοίχημα, να ακουστεί στην περιφέρεια κλασική μουσική.

Δεκαεφτά χρόνια μετά, τι λέτε, το κερδίσατε;

Στο Ναύπλιο, ναι. Υπάρχει κόσμος που δείχνει εμπιστοσύνη, και ακόμα κι αν δεν γνωρίζει τους καλλιτέχνες, ξέρει εκ των προτέρων ότι θα είναι καλοί. Αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό. Μου δίνει εμπιστοσύνη για τις επιλογές μου.

Το κοινό έχει εξελιχθεί


Ποια είναι τα κριτήρια του ρεπερτορίου σε ένα περιφερειακό φεστιβάλ;

Κάποια ακούσματα είναι γνώριμα στους ειδήμονες. Για το κοινό, όμως, της περιφέρειας δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις επιλογές μας. Για παράδειγμα, η σύγχρονη μουσική γενικά τρομάζει. Κακά τα ψέματα, όταν λέμε κλασική μουσική αναφερόμαστε σε μουσική που έχει γραφτεί πριν από 200-300 χρόνια. Βέβαια, είναι χρέος κάθε οργανωτή να παρουσιάζει και τη μουσική του σήμερα.

Το ελληνικό κοινό είναι πλέον περισσότερο πεπαιδευμένο;

Όταν ένα έργο έχει τη δύναμη να συγκινήσει, θα το αισθανθούν και θα δακρύσουν όλοι, είτε είναι Ελληνες είτε Αφρικανοί είτε από την Αλάσκα. Αυτό είναι το ωραίο με τη μουσική. Μια συγκλονιστική εκτέλεση ενός πιανίστα, βιολιστή ή τραγουδιστή, έχει επίδραση σε οποιονδήποτε. Ισως ο βαθμός της συγκίνησης να είναι λίγο μεγαλύτερος σε έναν πεπαιδευμένο ακροατή. Το κλειδί που ανοίγει την πόρτα, όμως, είναι το ταλέντο του ερμηνευτή. Αυτό μου συμβαίνει και εμένα που είμαι δύσκολος, γιατί ξέρω τη μουσική από μέσα. Μια μεγαλειώδης ερμηνεία με αφήνει καθηλωμένο. Πάντως, υπάρχει μια ποσοτική εξέλιξη τα τελευταία 15 χρόνια. Επαιξαν ρόλο οι παραστάσεις στο Μέγαρο, η αναβάθμιση της Λυρικής και το Φεστιβάλ Αθηνών.