Ήταν φάρος, αλλά και μαύρη τρύπα με ακατάστατο τρόπο

itan-faros-alla-kai-mavri-trypa-me-akatastato-tropo

Γνωρίστηκαν τον Ιούλιο του 1961 σε έναν μουσικό μαραθώνιο φολκ μουσικής στο Μανχάταν. Εκείνη ήταν 17 χρόνων και τον βρήκε «παράξενα παλιομοδίτικο, γοητευτικό με έναν ακατάστατο τρόπο», ενώ είχε «μία ένταση που δεν μπορούσε να εκληφθεί με ελαφρύ τρόπο». Εκείνος ήταν 20 και, όπως έγραψε αργότερα στην αυτοβιογραφία του, τη βρήκε «το πιο ερωτικό πράγμα που είχα δει ποτέ μου». Μέχρι το τέλος της βραδιάς είχαν γίνει αχώριστοι. Ο Μπομπ Ντίλαν και η Σουζ Ροτόλο θα περνούσαν τρία ταραχώδη χρόνια μαζί και εκείνη θα γινόταν η μούσα του.


Η Ροτόλο ξεπέρασε μετά από πολλά χρόνια τους ενδοιασμούς που την έκαναν να αποφεύγει να μιλήσει δημοσίως ή να γράψει για την περίοδο εκείνη, θέλοντας να προστατεύει τον Ντίλαν και τον εαυτό της. Τα απομνημονεύματά της, που μόλις εκδόθηκαν στα αγγλικά με τον τίτλο «Α Freewheelin' Time: Α Memoir of Greenwich Village in the Sixties», αναμένονταν με ανυπομονησία από τους φανατικούς οπαδούς του τροβαδούρου.

Τα τραγούδια τα είπαν όλα


Όλα αυτά τα χρόνια υποτιμούσα ή απέφευγα το ρόλο μου στη ζωή του Ντίλαν. Εδινα επιφανειακές πληροφορίες όταν πιεζόμουν. Η αλήθεια είναι ότι νομίζω ότι τα τραγούδια του τα λένε όλα. Τα τραγούδια είναι ερμηνείες διαθέσεων και συναισθημάτων που έζησε». Το βιβλίο της περιέχει λίγα περιστατικά από τη ζωή τους που δεν ήταν ήδη γνωστά και αποτελεί περισσότερο, όπως μαρτυρά και ο τίτλος, μία περιγραφή από πρώτο χέρι της μποέμ κοινότητας του Γκρίνουιτς Βίλατζ στις αρχές της δεκαετίας του '60, όταν βρισκόταν σε πολιτικό και δημιουργικό αναβρασμό. Είναι ακόμα η προσωπική ιστορία της ίδιας της Ροτόλο.

Έχοντας πλήρη συνείδηση των παραπλανητικών παιχνιδιών που μπορεί να παίξει η μνήμη, ξεκαθαρίζει ότι όσα γράφει έχουν περισσότερο να κάνουν με το κλίμα της εποχής και τα συναισθήματά της, παρά με τα γεγονότα όπως ακριβώς συνέβησαν: «Η αλήθεια βρίσκεται στο συναίσθημα, στην αντίληψη των γεγονότων. Σκοπός μου ήταν να αιχμαλωτίσω τη συναισθηματική αλήθεια που προσδιόρισε την εμπειρία, παρά το να παρουσιάσω απλώς τα γεγονότα.

Η Ροτόλο είναι περισσότερο γνωστή από τη φωτογραφία στο εξώφυλλο του «The Freewheelin' Bob Dylan», του δίσκου που περιέχει τραγούδια όπως το «Blowin' in the Wind» και το «Masters of War», τα οποία έβγαλαν τον Ντίλαν από την αφάνεια και τον εξέθεσαν σε ένα μαζικό κοινό. Ιταλικής καταγωγής, ένα «μωρό με κόκκινες πάνες», όπως λέει η ίδια, ο πατέρας της ήταν καλλιτέχνης και συνδικαλιστής, η μητέρα της έγραφε σε κομμουνιστική εφημερίδα. Ηταν πολύ καλύτερα δικτυωμένη στην μποέμ κοινότητα του Γκρίνουιτς Βίλατζ όταν γνώρισε τον Ντίλαν. «Ημουν εκτεθειμένη σε πολύ περισσότερα απ' ό,τι ένα παιδί από το Χίμπινγκ της Μινεσότα», όπως εκείνος.

Τον εισήγαγε στον Ρεμπό, τον Μπρεχτ, τον Πικάσο και τον γνώρισε στην κοινότητα του Βίλατζ. Τον είδε να εξελίσσεται από έναν άγνωστο μουσικό σε αυτό που όλοι αντιλαμβάνονταν ως τη φωνή μιας ολόκληρης γενιάς και παρακολούθησε πώς γινόταν όλο και πιο σκοτεινός, καθώς η δόξα τον έτρωγε.

Η Ροτόλο, γράφοντας με μετριοπάθεια και ειλικρίνεια, αν και αναγνωρίζει τη βαθιά επιρροή που είχε ο ένας στη ζωή του άλλου, αρνείται ότι τον ενέπνευσε να γράψει συγκεκριμένα τραγούδια.

«Δεν μου αρέσει να ισχυρίζομαι ότι οποιοδήποτε τραγούδι του γράφτηκε για εμένα - κάτι τέτοιο θα βεβήλωνε την τέχνη που έδωσε στον κόσμο. Τα τραγούδια γράφονται ώστε να πούνε κάτι στον ακροατή, να του δώσουν κάτι με το οποίο να ταυτιστεί και να ερμηνεύσει μέσα από τη δική του εμπειρία».

Σε μια εποχή που η χειραφέτηση των γυναικών δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, η νεαρή Σουζ δεν ένιωθε άνετα στο ρόλο της κοπέλας ενός σταρ. «Με ενοχλούσε το γεγονός ότι υπήρχε η προσδοκία να αφιερώσω τον εαυτό μου στην υπηρεσία κάποιου». Διεκδικώντας την ανεξαρτησία της, έφυγε το 1962 για μερικούς μήνες στην Ιταλία για να σπουδάσει τέχνη.

Ο Ντίλαν τής έγραφε μεγάλα, ποιητικά γράμματα. Οταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη αντιμετώπισε την ψυχρότητα των φίλων του, που πίστευαν ότι τον άφησε μόνο του την ώρα που την είχε ανάγκη.

Η σχέση τους συνεχίστηκε, αλλά ένας από τους λόγους που έληξε αργότερα, σύμφωνα με τη Ροτόλο, ήταν η απαίτηση να μην έχει δική της ζωή. «Ηξερα ότι δεν ταίριαζα στη ζωή του. Δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι η γυναίκα πίσω από τον μεγάλο άνδρα: Δεν είχα την πειθαρχία για μια τέτοια θυσία... Ηξερα με όλη μου την καρδιά ότι δεν θα μπορούσα να είμαι μια χορδή στην κιθάρα του. Δεν μπορούσα να ζω στη σκιά του».

Ενα ακόμα πρόβλημα στη σχέση τους ήταν η θρυλική μυστικοπάθεια του Ντίλαν. Σε ένα περιστατικό, που περιγράφει στο βιβλίο της, αναφέρει ότι ανακάλυψε το αληθινό του όνομα -Ρόμπερτ Αλεν Ζίμερμαν- όταν, μια μέρα, επιστρέφοντας στο σπίτι μεθυσμένος, του έπεσε το πορτοφόλι και τα περιεχόμενά του σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Τότε είδε το όνομά του στην κάρτα επιστράτευσής του. Από τότε τον φώναζε «Ραζ», από τα αρχικά των ονομάτων του, κάτι που πάντα τον εκνεύριζε.

Απιστία με την Μπαέζ


Οδυνηρές για τη Ροτόλο ήταν και οι απιστίες τού αθεράπευτα γυναικά Ντίλαν - η πιο γνωστή παράλληλη σχέση του εκείνη την εποχή ήταν με την Τζόαν Μπαέζ.

Η Σουζ έφυγε από το σπίτι που μοιραζόταν με τον Ντίλαν το 1963, για να ζήσει με την αδερφή της, αλλά η σχέση τους συνεχίστηκε, με διάφορα διαλείμματα, για να λήξει οριστικά μετά την έκτρωση που έκανε αφού έμεινε έγκυος με το παιδί τους και παρ' όλο που ο Ντίλαν της είχε ζητήσει επανειλημμένα να τον παντρευτεί. Τον χαρακτηρίζει «φάρο και μαύρη τρύπα». Οπως γράφει: «Είχε αυτή την ένταση, που σε ρουφούσε. Σαν κοπέλα του το ένιωθα. Εξαφανιζόμουν και γινόμουν μη οντότητα. Ηταν πάντα ένας αγώνας».

Στον τελευταίο μεταξύ τους διάλογο, που περιγράφει στο βιβλίο, ο κυνικός πλέον Ντίλαν τής είχε πει: «Να ξέρεις ότι δεν είναι δυνατό να χρειάζεσαι κάποιον και τίποτα, τίποτα δεν έχει νόημα, μην πιστεύεις». Οι δικές της τελευταίες λέξεις γι' αυτόν είναι: «Πόσο οδυνηρό ήταν που τον γνώρισα». Παρ' όλ' αυτά, η Ροτόλο δεν έχει χάσει την επαφή με τον ιδεαλισμό της εποχής που έζησε μαζί του στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. «Ημασταν παθιασμένοι, αφοσιωμένοι σε ό,τι ήταν αυτό που κάναμε. Κι όσο κουλ κι αν ήμασταν, ή νομίζαμε ότι ήμασταν, πιστεύαμε πραγματικά ότι άξιζε τον κόπο να ταράξουμε τα νερά... Είχαμε κάτι να πούμε, όχι κάτι να πουλήσουμε».