Τα αρχαία μνημεία δείχνουν να αντέχουν στις κακουχίες

ta-archaia-mnimeia-deichnoun-na-antechoun-stis-kakouchies

Πόσο ευάλωτα είναι τα μνημεία και τα μουσεία της χώρας μας από τους σεισμούς; Τι είδους αντισεισμική προστασία είναι σε θέση να εξασφαλίσει γι' αυτά η πολιτεία; Κάθε φορά που η χώρα πλήττεται από ένα ισχυρό χτύπημα του Εγκέλαδου, τα ερωτήματα επανέρχονται.

Κι αν οι επιστήμονες, γι' άλλη μια φορά, ερίζουν για το αν υπήρξε ή όχι σαφής πρόβλεψη για τον σεισμό που τάραξε την Ηλεία και την Αχαΐα την περασμένη βδομάδα, το υπουργείο Πολιτισμού είναι από καιρό ενήμερο για τις απειλές που δέχονται συγκεκριμένα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς από τέτοιου είδους κινδύνους.

Σε διημερίδα που οργανώθηκε τον Φεβρουάριο του 2006 από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Πρόγνωσης Σεισμών και τον Οργανισμό Αντισεισμικής Σχεδίασης και Προστασίας, ο πρόεδρος του τελευταίου, Κ. Μακρόπουλος, το είχε επισημάνει: ενδεχόμενοι σεισμοί απειλούν 400 αρχαία μνημεία, 249 βυζαντινά και δεκάδες νεότερα, καθώς και 250 μουσεία! Σύμφωνα δε με τις εκτιμήσεις του ΟΑΣΠ, στην πρώτη ζώνη σεισμικότητας βρίσκονται τα μνημεία των Επτανήσων, ακολουθούν εκείνα της Αττικής, της Πελοποννήσου και της Θεσσαλίας, και στην τρίτη ζώνη βρίσκονται αυτά της Μακεδονίας, της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου.

Η πραγματικότητα είναι όντως ανησυχητική. Η Ελλάδα κατέχει την έκτη θέση από άποψη σεισμικότητας παγκοσμίως, αλλά το μοναδικό της μουσείο που έχει κτιστεί με προδιαγραφές υψηλής αντισεισμικής προστασίας είναι το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Τα δεκάδες εφέδρανα γερμανικής προέλευσης που προμηθεύτηκε ο ΟΑΝΜΑ, πέρασαν από απανωτά τεστ σε ειδικά εργαστήρια του Μονάχου και της Καλιφόρνιας και τ' αποτελέσματα ως προς την αντοχή τους «ήταν εξαιρετικά», όπως έχει δηλώσει ο Δημήτρης Παντερμαλής.

Κανένα άλλο μουσείο από τα δεκάδες που ανυψώθηκαν στην επικράτεια την τελευταία δεκαετία δεν είναι έτσι κατάλληλα θωρακισμένο. Κι η προοπτική ν' αποκτήσουν όλα τα μουσεία, παλιά και νέα, ειδικά συστήματα απόσβεσης της σεισμικής δόνησης στις βιτρίνες των εκθεμάτων τους -κάτι σαν εφέδρανο για την κάθε μία- μοιάζει ακόμα μακρινή.

Ζημιές στο Μουσείο της Ηλιδας


Ωστόσο, θα 'ταν άδικο να μιλήσουμε για πλήρη αδράνεια της Πολιτείας, κατεδαφίζοντας τις προσπάθειες που γίνονται ειδικά κατά την τελευταία τριακονταετία. Το καμπανάκι χτύπησε με τον μεγάλο σεισμό των Αλκυονίδων που έπληξε το 1981 την πρωτεύουσα και δημιούργησε σοβαρές ζημιές στην βορειονατολική γωνία του Παρθενώνα, απέναντι από το Ερέχθειο. «Δεκαπέντε μέρες μετά», θυμάται ο πολιτικός μηχανικός Κώστας Ζάμπας, «φτιάξαμε μια σκαλωσιά για να τη δέσουμε και προχωρήσαμε σε άμεσα μέτρα στερέωσης.

Έκτοτε, ο Παρθενώνας δέχεται συστηματικές επεμβάσεις σε μια λογική προληπτική, καθώς τους σεισμούς δεν μπορούμε να τους προβλέψουμε με ακρίβεια αλλά μπορούμε να θεραπεύσουμε τυχόν φθορές του μνημείου από άλλες αιτίες, κι έτσι να βοηθήσουμε έμμεσα στην αντισεισμική του θωράκιση».

Τις μεγαλύτερες ζημιές από τον πρόσφατο σεισμό με επίκεντρο την Ανδραβίδα, τις υπέστη το Μουσείο της Ηλιδας -που οικοδομήθηκε μόλις το 2004! Αυτό φάνηκε κατά τις πρώτες επιθεωρήσεις που έκαναν κλιμάκια του ΥΠΠΟ με εντολή του Μιχάλη Λιάπη στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία των περιοχών που επλήγησαν. Στο ίδιο το κτίριο δεν καταγράφηκε κάποια βλάβη, αλλά 50 κεραμεικά, δύο λίθινες επιγραφές και κάποιες προθήκες είτε έσπασαν είτε παρουσίασαν ρωγμές. Μέχρις ότου δε επανατοποθετηθούν τα εκθέματα με μόνιμο και ασφαλή τρόπο, το μουσείο αποφασίστηκε να παραμείνει κλειστό...

Εκείνο της Ολυμπίας, ευτυχώς, δεν παρουσίασε πρόβλημα. Κι η αντισεισμική βάση με εφέδρανα του Ερμή του Πραξιτέλη -μια βάση που δυστυχώς δεν διαθέτουν άλλα μοναδικά έργα τέχνης, όπως για παράδειγμα ο Ηνίοχος των Δελφών- λειτούργησε κανονικά. Καλά ήταν και τα νέα για το Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Οσο για τα βυζαντινά μνημεία, μια εκκλησία στη Φραγκαβίλα κι ένας ακόμη ναός στην Αμαλιάδα παρουσίασαν μικρορωγμές.

Οι αντοχές των μνημείων στην Ελλάδα δοκιμάζονται καθημερινά, κι η σεισμική τους συμπεριφορά εξαρτάται από την ένταση του σεισμού, τη συχνότητα, τη διάρκειά του, την απόσταση του μνημείου από το πιθανό επίκεντρο και τον τύπο του εδάφους. Οι επιστήμονες έχουν διαπιστώσει πως τα αρχαία μνημεία, τα μνημεία από μάρμαρο, συνιστούν κατασκευές πολύ ανθεκτικές στις σεισμικές δονήσεις εφόσον δεν έχουν υποστεί άλλες σημαντικές φθορές που θα μείωναν την ευστάθειά τους.

Γι' αυτό άλλωστε και πολλά από αυτά παραμένουν όρθια για 2.500 σχεδόν χρόνια. Οπως λέει ο Κώστας Ζάμπας, «σε αντίθεση με τις ιδιωτικές κατοικίες που ήταν φτωχικές, τα πολυτελή έργα της αρχαιότητας με θρησκευτική ή άλλη δημόσια χρήση, όπως οι στοές και οι ναοί, είχαν πολύ υψηλή ποιότητα κατασκευής κι αντίστοιχης ποιότητας ήταν και τα υλικά από τα οποία φτιάχνονταν. Αυτό είναι και το κλειδί για την αντισεισμική συμπεριφορά τους».

Οι ογκώδεις λίθοι που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των μεγάλων οικοδομημάτων της κλασικής εποχής ήταν τέλεια λαξευμένοι και δομούνταν χωρίς χρήση κονιάματος, μόνο με την τέλεια εφαρμογή τους. Οι αρχαίοι μηχανικοί γνώριζαν τα διάφορα προβλήματα, όπως τις δυνάμεις που ασκούνται από το βάρος μιας στέγης ή τις πιθανές υποχωρήσεις του θεμελίου. Για τα θεμέλια, φερ' ειπείν, κατέφευγαν σε ελαστικά υλικά, όπως μαλακό βράχο ή επάλληλες στρώσεις από δέρματα ζώων, που απορροφούσαν πολύ περισσότερο τις σεισμικές δονήσεις απ' ό,τι αν χρησιμοποιούσαν σκληρά υλικά. Ακόμα κι οι ραβδώσεις στους κίονες έπαιζαν προστατευτικό ρόλο, δημιουργώντας ευστάθεια κατά την ταλάντωση.

Για τα νεοκλασικά μνημεία


Τις μεγαλύτερες καταστροφές στ' αρχαία μνημεία δεν τις έχουν επιφέρει οι σεισμοί αλλά ο άνθρωπος, επιμένει ο Κ. Ζάμπας: οι πολεμικές συρράξεις, οι πυρπολισμοί... Οσο για τα περιθώρια επεμβάσεων που αυτά μπορούν να δεχτούν, είναι περιορισμένες.

«Δεδομένου ότι μιλάμε για τεκμήρια ιστορίας με ιδιαίτερα γνωρίσματα που πρέπει να είναι σεβαστά, δεν μπορούμε να επέμβουμε όπως θα κάναμε σ' ένα σύγχρονο κτίριο από μπετόν» εξηγεί. «Δεσμευόμαστε από την απαίτηση διατήρησης της αυθεντικότητάς τους. Γι' αυτό έχει τεράστια σημασία η πρόληψη και η έγκαιρη συντήρηση των μνημείων. Κάτι που απαιτεί προετοιμασία μελετών, προγραμματισμένες επεμβάσεις πριν από το σεισμό, και φυσικά τ' απαιτούμενα κονδύλια».

Όπως στα αρχαία μνημεία, έτσι και στα βυζαντινά, εφαρμόζονται τεχνικές αποκατάστασης των ζημιών που προσομοιάζουν με την αυθεντική κατασκευή τους. Στα νεότερα, όμως, κτίρια, όπως είναι τα νεοκλασικά, όταν αποκτούν νέα χρήση και γίνονται μουσεία ή πολιτιστικά κέντρα, το αίτημα της αντισεισμικής προστασίας τους είναι αυξημένο και οι επεμβάσεις πάνω τους δραστικότερες απ' ό,τι σ' έναν αρχαιολογικό χώρο. Κι εκεί, όπως μας πληροφορούν από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεότερων Μνημείων του ΥΠΠΟ, οι επιστήμονες καταφεύγουν σε πιο σύγχρονες μεθόδους, όπως τσιμεντο-ενέσεις στη συμπαγή μάζα της λιθοδομής, ακόμα και σιδηροκατασκευές.

«Ότι γίνονται προσπάθειες, γίνονται», λέει ο Κ .Ζάμπας. «Ενα μέρος του Γ' ΚΠΣ σε τέτοια έργα διοχετεύτηκε άλλωστε. Είναι όμως τόσο μεγάλος ο μνημειακός πλούτος της χώρας μας που χρειάζονται κι άλλοι πόροι, όπως και περισσότερη οργάνωση». Τα κονδύλια που διοχετεύει η Ελλάδα για την προστασία των μνημείων της, συγκριτικά με άλλες χώρες, είναι περιορισμένα.

Κι εν τω μεταξύ, οι ζημίες συσσωρεύονται. Από τα δεκάδες μνημεία που επλήγησαν από το σεισμό της Πάρνηθας το 1999, μόνο η Μονή Δαφνίου μπήκε σ' ένα πρόγραμμα αποκατάστασης, όπως επεσήμανε η Ν. Κοντράρου-Ρασσιά στο «Επτά» (βλ. 15/01/2006). Οι αρχαιολόγοι δύσκολα να ξεχάσουν τη θλιβερή εικόνα που παρουσίαζαν τότε τα εκαντοντάδες σπασμένα αγγεία στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα ραγισμένα από τον Εγκέλαδο εκθέματα του μουσείου της Ηλιδας ήρθαν να υπογραμμίσουν και πάλι τις αδυναμίες μας.