Το 1968 της ελληνικής ποίησης, το πνεύμα της υπονόμευσης

to-1968-tis-ellinikis-poiisis-to-pnevma-tis-yponomefsis

Αγγίζει, άραγε, με κάποιον τρόπο, το πνεύμα της εξέγερσης του Μάη του 1968, πνεύμα υπονόμευσης όλων των αστικών αξιών (πολιτικών, κοινωνικών, παιδευτικών και καλλιτεχνικών), την ελληνική λογοτεχνία της εποχής, ενεργοποιώντας κάποιες κρίσιμες ζυμώσεις ή φέρνοντας στην επιφάνεια ορισμένα νέα, ριζοσπαστικά στοιχεία της;

Για την πεζογραφία, που βρίσκεται ακόμη στα χέρια των προδικτατορικών γενεών, οι οποίες και έχουν αποφασίσει, τουλάχιστον μέχρι ένα ορισμένο χρονικό σημείο, να αντισταθούν διά της σιωπής στο καθεστώς της 21ης Απριλίου, δεν μπορεί να τεθεί θέμα: ακόμη κι όταν οι πεζογράφοι βγαίνουν στο παιχνίδι της δημοσιότητας, ο κόσμος τους παραμένει ο κόσμος της μεταπολεμικής και της μετεμφυλιακής πραγματικότητας -μιας πραγματικότητας η οποία έχει μείνει, όπως κι αν την εξετάσουμε, μακριά από τις νεότερες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της Δυτικής Ευρώπης.

Στην ποίηση, παρ' όλα αυτά, τα πράγματα δείχνουν κάπως διαφορετικά. Μια νέα γενιά κάνει ήδη τα πρώτα της βήματα στο προσκήνιο και τα μέλη της μοιάζουν αρκετά εξοργισμένα όχι τόσο με τη δικτατορία όσο με το σύνολο της κοινωνίας η οποία την έχει παραγάγει: μια κοινωνία στο εσωτερικό της οποίας τα ίδια νιώθουν εντελώς ξένα, απομονωμένα και ματαιωμένα, καθώς συνειδητοποιούν ότι οι περισσότεροι κώδικες επικοινωνίας έχουν επικίνδυνα υποσκελιστεί ή και ανεπανόρθωτα φθαρεί.

Κατά της καταναλωτικής ευμάρειας


Γεννημένοι μεταξύ 1943 και 1955, ενήλικοι (ή και στην πρώτη τους ωριμότητα) κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, η οποία συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τα γεγονότα του Μάη του 1968, όπως και με την ιδεολογική τους διάχυση ανά την Ευρώπη και τον κόσμο, οι νέοι ποιητές απομακρύνονται, από την πρώτη στιγμή, από τα βιώματα των προκατόχων τους (των ποιητικών γενεών που ανατράφηκαν με τις εμπειρίες ή με τις παιδικές και τις εφηβικές μνήμες του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφυλίου), για να στραφούν προς μια γενικευμένη κοινωνική δυσφορία. Δυσφορία που εκφράζεται και με μιαν αρκούντως καταιγιστική, αλλά και καταγγελτική ή συνθηματολογική, γλώσσα.

Από αυτή την άποψη, οι ποιητές της γενιάς του 1970 έρχονται οπωσδήποτε σε επαφή τόσο με τις ανατρεπτικές διαθέσεις του γαλλικού Μάη του 1968 όσο και με τις παράλληλες, πολυσύνθετες κινητοποιήσεις της Νέας Αριστεράς στα αμερικανικά πανεπιστήμια.

Ας μη βιαστούμε, πάντως, να ανιχνεύσουμε άμεσες, στενά πολιτικές επιρροές και στάσεις στις αντιδράσεις των νέων ποιητών στην Ελλάδα των συνταγματαρχών. Η δυσθυμία και η δυσφορία τους τείνουν να συγχρονιστούν με το ευρύτερο μάλλον φάσμα αμφισβήτησης που αναδεικνύει ο Μάης του 1968: με την εναντίωση, για παράδειγμα, στη γέννηση και στην ανάπτυξη του φετιχισμού της καταναλωτικής ευμάρειας ή με τον χλευασμό, από την άλλη μεριά, των συμβόλων της εξουσίας στο πεδίο των αφανών θεσμών της καθημερινής ζωής. Οπως, πολύ χαρακτηριστικά, το λέει ο Λευτέρης Πούλιος: «Δρόμοι - στιλπνά χταπόδια τούτης της χώρας μου, / που πάνω σας δίχως μορφή και δίχως βάρος / πορεύεται το μέλλον.

Κούρσες, πούλμαν, δεξαμενόπλοια, / κάποιο ποδήλατο και κανένα σπουργίτι / που κυλά από τις αόρατες ρόδες του πάνω στην άσφαλτο. / Από κάτω υπόγειοι δρόμοι». Ή όπως, εντελώς ανοιχτά, το δηλώνει, με ένα απεριόριστο αίσθημα αηδίας και απέχθειας, η Παυλίνα Παμπούδη: «Ετσι, όταν νυχτώσει / εκείνη η διεσταλμένη κόρη με τα αίματα / βγάζει περίπατο στο πάρκο τα μικρά της τέρατα / με κοασμούς και βελάσματα».

Μια τέτοια λογική διευκολύνει ιδιαιτέρως την καθιέρωση ενός όρου ο οποίος ταυτίζει και ονομαστικά τους νέους ποιητές με το γενικότερο κλίμα του Μάη του 1968. Ενας από τους πιο δραστήριους και προβεβλημένους λογοτεχνικούς κριτικούς της περιόδου, ο Βάσος Βαρίκας, σπεύδει, εν έτει 1970 και 1971, να τους εντάξει στη «γενιά της αμφισβήτησης», όρο που θα επαναφέρει το 1979 ένας νεότερος κριτικός, ο Αλέξης Ζήρας, ανοίγοντας μια συζήτηση η οποία θα προκαλέσει αργότερα μεγάλο αντίλογο. Με την τωρινή μας γνώση, ο χαρακτηρισμός «γενιά της άρνησης», που πρότεινε το 1989, από μια ιστορική πλέον σκοπιά, ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ποιητής και κριτικός της γενιάς, δείχνει εγγύτερα στα πράγματα, αποφεύγοντας να αποδώσει στους ποιητικούς νεοσσούς της δεκαετίας του 1970 μιαν ιδεολογική συνεκτικότητα και ένα πολιτικό βεληνεκές τα οποία ούτως ή άλλως δεν τους ανήκουν.

Αντιεξουσιαστική νοοτροπία


Επαναλαμβάνοντας ότι ο Μάης του 1968 αποτυπώνεται στη συνείδηση των νέων ελλήνων ποιητών περισσότερο ως ατμόσφαιρα μιας εν γένει αντιεξουσιαστικής και αντισυμβατικής νοοτροπίας («Ζωγραφίστε πάνω στο σώμα μου τη μέθεξη της τζαζ / του ροκ εντ ρολ, του χασίς και των βαρβιτουρικών» γράφει με νόημα ο Γιώργος Χρονάς), είναι καιρός να συνδέσουμε αυτή τη νοοτροπία με τον ποιητικό τους λόγο: με το στιλ και τους τρόπους των εκφραστικών τους μέσων. Με αδιαμεσολάβητο, σχεδόν προφορικό στίχο, με έναν υπερπληθωρισμό ποιητικών εικόνων και αντιθέσεων, καθώς και με μιαν από σκοπού ξέχειλη και αποσπασματική πεζολογία, από την οποία δεν απουσιάζει συχνά κι ένα στοιχείο παραληρηματικής αφήγησης, οι νέοι ποιητές συναντιούνται και στο καθαρώς καλλιτεχνικό επίπεδο -τώρα, ίσως, και εμφανέστερα- με τις διεργασίες που αποδεσμεύει ο Μάης του 1968 στην Ευρώπη και στην Αμερική.

Οι παραπομπές εν προκειμένω, έστω κι αν είναι έμμεσες, είναι ενδεικτικές: από τις ανορθόδοξες κατακτήσεις των underground καλλιτεχνών στην άλλη όχθη του Ατλαντικού μέχρι τους πειραματισμούς του πολυμορφικού Gruppo 63 στην Ιταλία, αλλά και ώς τις αποδομητικές ορέξεις του Νέου Μυθιστορήματος στη Γαλλία.

Η άρνηση είναι, και πάλι, ολοφάνερη. Οι ποιητές διατυμπανίζουν, έξαλλοι ενδεχομένως από κρυφή χαρά, τον όλεθρο για τον όλεθρο, όπως και την καταστροφή για την καταστροφή, οδηγώντας τις λέξεις τους στον πλήρη κατακερματισμό, σε μια πανηγυρική (με την ένταση ανεβασμένη στο φουλ) εξάρθρωση. Οπως δεόντως το φωνάζει ο Βασίλης Στεριάδης: «Τέσσερα πλην τέσσερα συν τέσσερα / διά τέσσερα επί τέσσερα / θα μου πείτε πως αυτό δεν είναι καν ένα ποίημα».

Κάτι παραπάνω από μία διανοητική μόδα


Όποια, μολοντούτο, κι αν είναι τα εσωτερικά ή τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Μάη του 1968 στους εκκολαπτόμενους ποιητές της ελληνικής δεκαετίας του 1970, η αύρα του δεν θα κρατήσει περισσότερο απ' όσο κρατάει μια διανοητική μόδα με αξιώσεις. Με τη συνδρομή όσων έρχονται να προστεθούν αργότερα στον αρχικό τους πυρήνα, οι νεότεροι ποιητές θα εγκαταλείψουν γρήγορα το οργίλο τους σύμπαν για να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στην ένδον (ψυχική, υπαρξιακή, αλλά και αισθητική) περιπλάνηση. Σε ορισμένες, βέβαια, εντελώς ξέχωρες περιπτώσεις, κάτι από τη λογική της άρνησης θα παραμείνει ποιητικά απολύτως ζωντανό και ακέραιο προκειμένου να εικονογραφήσει ένα βαριά αλλοτριωμένο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο, το οποίο θα προκαλέσει στους ποιητικούς ήρωες κι ένα βαθύ συνειδησιακό άγχος.

«Ζεσταίνω τα αυγά της πολιτείας, βλέπουν οι κάτοικοι μερικούς εφιάλτες. Αυτά είναι όλα που κάνω - τα άλλα είναι ψέματα» θα διακηρύξει πολλά χρόνια μετά το τέλος του Μάη του 1968 (όπως και οποιουδήποτε άλλου επαναστατικού ή επαναστατημένου Μάη) ο Γιάννης Κοντός, που διαισθάνεται είτε ότι δεν μπορεί είτε ότι δεν θέλει να κλείσει την πόρτα σε όσα εξακολουθούν να συμβαίνουν τριγύρω του, επιμένοντας να ταράζουν τον νου και την ψυχή του, ενώ ο Γιάννης Πατίλης θα τον προλάβει λίγο νωρίτερα, σε σαφώς πιο εξωστρεφείς και συγκεκριμένους τόνους, με μιαν υπερβατική σάρωση του διεθνούς διπολισμού: «Χαίρε διαλεκτική ενότητα καρμπυρατέρ και Αγίας Ρωσίας / συντριπτική ταυτότητα σοσιαλισμού / με εξηλεκτρισμό συν εκβιομηχάνιση / συν αστυνομική αντίληψη της ιστορίας».

Οι διαδρομές αλλάζουν


Θα ακολουθήσουν οι πιο διαφορετικές και αντίθετες μεταξύ τους διαδρομές: η εξορία της μεγαλούπολης και η ανακουφιστική διέξοδος της γενέθλιας γης (Μιχάλης Γκανάς, Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιώργος Χρονάς), η αναμέτρηση με ποικίλες όψεις της ιστορίας ή της εκφραστικής μιας σειράς ποιητικών ειδών και ρευμάτων (Ευγένιος Αρανίτσης, Νάσος Βαγενάς, Δημήτρης Καλοκύρης Διονύσης Καψάλης, Χριστόφορος Λιοντάκης), η ποιητική του ψυχοσωματικού ακρωτηριασμού (Κώστας Γ. Παπαγεωργίου), ο τρόμος του εν ζωή θανάτου (Γιάννης Βαρβέρης), η λατρεία της απουσίας και του κενού (Γιώργος Βέης, Αναστάσης Βιστωνίτης, Αλέξανδρος Ισαρης, Αλέξης Τραϊανός), η σύμπλεξη του αρχαϊκού με τη μυθολογία της φύσης ή με το γυναικείο φύλο και την καθημερινότητα (Μαρία Λαϊνά, Τζένη Μαστοράκη, Αθηνά Παπαδάκη, Αντεια Φραντζή, Δήμητρα Χριστοδούλου), η πάλη με το άδηλο και τις ανεκδήλωτες σημασίες της γλώσσας (Βερονίκη Δαλακούρα, Μαρία Κυρτζάκη, Μιχαήλ Μήτρας, Παυλίνα Παμπούδη, Νατάσα Χατζιδάκι, Βασίλης Στεριάδης), η φιλοσοφική ενατένιση σε συνδυασμό με μιαν εικονοποιία αρχετύπων (Μανώλης Πρατικάκης, Αντώνης Φωστιέρης, Γιάννης Υφαντής), ο αισθησιακός ή ο πνευματικός ερωτισμός (Γιώργος Κ. Καραβασίλης, Θανάσης Νιάρχος), αλλά και ο έρωτας του αισθητικού ή του αισθητισμού (Κώστας Μαυρουδής).

Οι νεότεροι ποιητές, που διανύουν στις ημέρες μας την ωριμότητά τους, θα ξεκινήσουν με την εκπνοή της δεκαετίας του 1970, παρακινημένοι οπωσδήποτε από την απελευθερωτική λογική της, αλλά χωρίς κανένα από τα βαρίδια των παλαιότερων εξαρτήσεών τους, να πολλαπλασιάζουν ερεθιστικά τις οπτικές τους και να επεξεργάζονται ποικιλοτρόπως την τεχνική τους, χαράσσοντας και φτιάχνοντας με την πάροδο των ετών μια μεγάλη καμπύλη αυτοδύναμων ή ανεξάρτητων μεταξύ τους μονάδων.

Το κοινό πνεύμα διατηρήθηκε όσο και η φούρια του Μάη του 1968; Ή μήπως η φούρια του Μάη του 1968 είδε να πέφτουν τα φτερά της όταν αποσύρθηκε το κοινό πνεύμα; Οπως κι αν απαντήσουμε, το συμπέρασμα δεν αλλάζει: ο παρισινός Μάης ήταν για την ελληνική λογοτεχνία μια σύντομη, ίσως, αλλά όχι και αδιάφορη ή τυχαία παρένθεση αφού έθρεψε, έστω και εξ αποστάσεως, έστω και μόνο ως νεανική αγωγή και παρότρυνση, τις ρίζες και τις πρώτες προοπτικές μιας ολόκληρης γενιάς.