«Νέγρος ως την άκρη του πανάρχαιου ουρανού», ο μεγάλος ποιητής της Μαρτινίκας, Aimé Césaire, πέθανε πριν πολλά χρόνια στο Φορ-ντε-Φρανς στα 94 του χρόνια. Ήταν ο διανοητής που συνέλαβε και διατύπωσε την ιδέα της «νεγροσύνης» (negritude), της συνείδησης δηλαδή του να είσαι νέγρος, ο συγγραφέας της κλασικής πια πολιτικής «Πραγματείας περί Αποικιοκρατίας» (1950) και ο ποιητής που εξέφρασε μέσα από το έργο του τον πλούτο της παράδοσης των γαλλικών Αντιλλών και της αφρικανικής του ρίζας.
Ο Aimé Césaire νοσηλευόταν εδώ και μια εβδομάδα στο νοσοκομείο του Φορ-ντε-Φρανς στη Μαρτινίκα με σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα.
Γεννημένος στις 26 Ιουνίου του 1913 στο Μπας-Πουάντ, ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές και πανεπιστημιακές του σπουδές στη Γαλλία. Σπουδαστής ακόμα στην περίφημη Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ, δημιούργησε το 1935 μαζί με τον Σενεγαλέζο Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ την εφημερίδα «Μαύρος Φοιτητής», προάγγελο του κινήματος της «νεγροσύνης». Οπως έχει διηγηθεί σε συνέντευξή του στη «Μοντ» (2006), η εφημερίδα γεννήθηκε από θυμό. «Μια μέρα, διασχίζοντας ένα δρόμο του Παρισιού, κοντά στην place d' Italie, ένας Γάλλος που πέρναγε με το αυτοκίνητό του μού φώναξε: "Ε, μικρέ νέγρε". Και 'γω του είπα: "Ο μικρός νέγρος σε χέζει!" Την επόμενη μέρα πρότεινα στον Σενγκόρ να βγάλουμε την εφημερίδα».
Το 1936 ο Aimé Césaire άρχισε να συνθέτει το επικό του ποίημα «Cahier daun retour au pays natal», έργο κομβικό στην εργογραφία του, αλλά και στη λογοτεχνική παράδοση της πατρίδας του. Το 1939 επέστρεψε στη Μαρτινίκα με τη σύζυγό του, Σούζαν Ρούσι, και διορίστηκε ως καθηγητής στο λύκειο του Φορ-ντε-Φρανς. Μαζί με τη Ρούσι ίδρυσαν το λογοτεχνικό περιοδικό «Τροπικοί» κι ανέπτυξαν μεγάλη πνευματική δραστηριότητα, συσπειρώνοντας τους λογοτέχνες της πατρίδας τους. Την ίδια εποχή συνδέθηκε φιλικά με τον Αντρέ Μπρετόν, που υπέγραψε την εισαγωγή στην επανέκδοση του «Cahier d' un retour» το 1947, χαρακτηρίζοντας το ποίημα ως «το μεγαλύτερο λυρικό μνημείο της εποχής μας».
Το 1945, με την υποστήριξη του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Aimé Césaire κέρδισε τις δημοτικές εκλογές στο Φορ-ντε-Φρανς -όπου θήτευσε ως δήμαρχος μέχρι το 2001 σχεδόν αδιάλειπτα, με εξαίρεση μια μικρή απουσία τη χρονιά 1983-84. Παράλληλα, εκπροσωπούσε τη Μαρτινίκα στη γαλλική Εθνοσυνέλευση όπου υπήρξε κι ο βασικός συντάκτης νόμου του 1946 για τη μετατροπή της Μαρτινίκας, της Γουαδελούπης, της Γουιάνας και της Ρεουνιόν από υπερπόντια γαλλικά εδάφη σε νομούς (πράγμα που ενίσχυσε τις σχέσεις τους με το γαλλικό μητροπολιτικό κράτος, εγείροντας την μήνιν όσων ήταν υπέρ της ανεξαρτητοποίησης αυτών των εδαφών).
Κι όμως, το 1953, στην πρώτη έκδοση της «Πραγματείας» του, που θεωρείται πια ένα πολιτικό κείμενο αναφοράς, ο Aimé Césaire καταδίκαζε τη ρατσιστική ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Ηταν άλλωστε γνωστός για τις σκληρές μάχες που έδινε υπέρ των δικαιωμάτων των πολιτών της γαλλικής Καραϊβικής.
Το 1956, μετά την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουγγαρία, ο Aimé Césaire έφυγε από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δύο χρόνια αργότερα ίδρυσε το Κόμμα Προοδευτικών της Μαρτινίκας. Παρέμεινε μια δρώσα πολιτική προσωπικότητα μέχρι τέλους, χωρίς αυτή του η ιδιότητα να αναστέλλει το ποιητικό αλλά και θεατρικό του έργο. Σaαυτό το τελευταίο υπάγεται π.χ. η «αιρετική» διασκευή του της σεξπιρικής «Τρικυμίας».
Χθες η Σεγκολέν Ρουαγιάλ ζήτησε να μπει στο Πάνθεον και ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί τον αποχαιρέτησε με θερμά λόγια ως τον «μεγάλο ποιητή κι ανθρωπιστή -σύμβολο ελπίδας για όλους τους καταπιεσμένους». Το 2006 όμως ο Césaire είχε αρνηθεί να τον συναντήσει, επειδή το κόμμα του είχε ψηφίσει υπέρ νόμου που θα επέβαλλε (αν δεν τον καταργούσε τελικά ο Σιράκ) στους Γάλλους καθηγητές να μαθαίνουν στα παιδιά για τον «θετικό ρόλο της γαλλικής παρουσίας στο εξωτερικό και ειδικά στη Βόρειο Αφρική».