Οι Encardia με τα ελληνόφωνα τραγούδια της Κάτω Ιταλίας, το κουαρτέτο «Οίστρον» σε κινηματογραφικές συνθέσεις του Νίκου Πλατύραχου, οι μελωδίες της Ανατολής από τους δεξιοτέχνες Πάνο Δημητρακόπουλο, Νίκο Μέρμηγκα και Κώστα Μερετάκη. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με τη μουσική του Νίκου Ξυδάκη για την παράσταση της «Βενετσιάνας» (1991), με διασκευές τραγουδιών από το «Γρήγορα η ώρα πέρασε» του ίδιου και με τα γνωστότερα λαϊκά τραγούδια του από τη φωνή της Νάνας Μπινοπούλου.
Μοιάζουν ετερόκλητοι όλοι αυτοί οι μουσικοί που συγκεντρώνονται κάθε Δευτέρα στη σκηνή του Gazarte; Κι όμως δεν είναι καθόλου. Το πρόγραμμα είναι ένα μουσικό ταξίδι. Και ως πλοηγός ο Νίκος Ξυδάκης μάς εξηγεί....
Πως εμπνευστήκατε αυτόν τον καθαρόαιμο μουσικό διάλογο;
Από μια βραδιά σε φιλικό σπίτι, που βρεθήκαμε μαζί όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι μουσικοί και έπαιζε ο καθένας τα δικά του. Κι όμως είχε περισσότερη συνοχή από ένα τυχαίο μουσικό γεγονός. Εμοιαζε σαν να ξεδιπλώνεται μια μικρή μουσική ιστορία. Φτιάξαμε το πρόγραμμα σε ελαφρά παραλλαγή: εκπροσωπεί την επιμονή μας στα πράγματα που αγαπάμε. Ο στόχος μας δεν είναι ούτε να υπερδιασκεδάσουμε κάποιον ούτε να τον αρρωστήσουμε ούτε και να αναστατώσουμε την... ιστορία. Ελπίζουμε, όμως, αυτό για το οποίο πρώτοι εμείς λειτουργήσαμε ως απαιτητικοί ακροατές να αρέσει και σε άλλους.
Η Ανατολή, η Δύση, η Ελλάδα, η Κάτω Ιταλία. Σαν ταξίδι μοιάζει...
Είναι ταξίδι στη μουσική ενός ευρύτερου κόσμου, που αισθάνομαι ότι περιέχω κι εγώ. Αλλά επιδιώκουμε να έχουμε τον απόηχο πολλών αναφορών με δημιουργικό τρόπο. Δεν αναμασάμε τραγούδια, ούτε φτιάξαμε ένα πρόγραμμα που έχει μόνο γνώριμα στοιχεία ώστε να κολακεύει τον κόσμο. Ψάξαμε έναν τρόπο λίγο πιο δημιουργικό για να θυμίσουμε κάποια πράγματα αλλά και για να δώσουμε ένα ποσοστό ενός λίγο πιο άγνωστου τοπίου. Πρωταγωνιστούν μερικοί εξαιρετικοί μουσικοί και δίνουμε βάρος στη μουσική. Γι' αυτό και δεν έχουμε διάσημους τραγουδιστές.
Επειδή η αναπόφευκτη προβολή των τραγουδιστών αδικεί μερικές φορές τους εξαιρετικούς δημιουργούς ή μουσικούς που διαθέτουμε;
Ο τραγουδιστής πρέπει να κάνει πολλούς συμβιβασμούς και να έχει υπ' όψιν του ότι υπάρχει ένα κοινό που ζητεί πολύ συγκεκριμένα πράγματα και απαιτεί δεσμεύσεις. Ο δημιουργός απaτην άλλη πλευρά πρέπει να έχει τη δύναμη να ανατρέπει αυτή τη σχέση με το κοινό ακόμα και με κίνδυνο αποτυχίας. Δεν σημαίνει ότι αυτό πρέπει να είναι και κανόνας. Το τραγούδι έχει και την πλευρά της ζεστασιάς, της οικειότητας, της εύκολης αναγνωρισιμότητας. Αλλά για έναν δημιουργικό καλλιτέχνη είναι μεγάλη παγίδα να επιδιώκει να είναι ο απόλυτος άρχων της σκηνής.
Είπατε για το κοινό που απαιτεί δεσμεύσεις. Υπάρχει και μια μερίδα που απαιτεί μόνον αυτές.
Αυτό συμβαίνει διότι τα περισσότερα προγράμματα δίνουν πια την εντύπωση ότι απλώς καταναλώνονται. Γι' αυτό κι όλοι οι καλλιτέχνες έχουμε την ευχέρεια να παίζουμε αενάως τα ίδια πράγματα, μακιγιάροντάς τα λίγο με ένα τέχνασμα, όπως π.χ. αλλάζοντας τη σειρά των τραγουδιών. Ετσι δημιουργείται μια όλο και μικρότερη δημιουργική απαίτηση. Το προσδοκώμενο καταντά να είναι η πρόκληση μιας κατάστασης αποθέωσης από το πρώτο λεπτό. Πολλές φορές είναι σαν να αυτοϋποτιμούμε κι εμείς μια καλή εκτέλεση και να επιδιώκουμε έναν όλο και πιο επιθετικό ήχο. Είναι σαν κάποιος να επιθυμεί τον βιαστή του.
Κάποτε ο Χατζιδάκις πέταγε έξω όσους δεν είχαν διάθεση ακροατή...
Τώρα το πιθανότερο είναι να πετάξει εμάς έξω το δυσφημισμένο έντεχνο. Ο όρος έχει ούτως ή άλλως κακοπαθήσει. Για μένα δίνει μια υπόσχεση ενηλικίωσης ή ωριμότητας. Τώρα πια όμως αυτή την υπόσχεση τη μεταφράζουμε κι αλλιώς: αν μιλήσουμε για ωριμότητα, ενδέχεται να εννοούμε και ακαμψία. Ως ακροατής έχω μια αίσθηση απώλειας της μουσικής. Εχει πάψει να είναι εκείνη που αποκαλύπτει το μυστήριο των συναισθημάτων. Και με τα τραγούδια φανερώνουμε μια διάθεση να είμαστε σύγχρονοι και επίκαιροι με μια αγωνία που εξορίζει τελικά την ουσία.
Εσείς δεν εμφανίζεστε συχνά σε live. Γιατί;
Δεν έχω όρεξη αν πρόκειται να αναμασήσω τον εαυτό μου. Θεωρώ ένδειξη εκφυλισμού να φτάνουμε στο ακραίο σημείο αντί να μας ενδιαφέρει η μουσική, απλώς να μας συγκεντρώνει για να την καταναλώσουμε.
Πρόσφατα πήγα σε μια συναυλία Ελλήνων και δεν καταλάβαινα καθόλου τι τραγουδούσαν. "Μα εδώ που ήρθες αυτά έπρεπε να τα ξέρεις", μου είπε ένα νέο παιδί. Για εκείνον δεν είχε σημασία αν στη σκηνή κανιβαλιζόταν το ίδιο το τραγούδι. Προτιμώ λοιπόν να μπορώ να εμφανίζομαι όχι κάνοντας κάτι απόλυτα καινούργιο αλλά έχοντας πραγματική όρεξη να λέω τα τραγούδια, να τα πιστεύω και να μην τα κάνω ρουτίνα και σύμβαση. Κι αυτό πρέπει να ισχύει και για το κοινό.
Βλέπω πολλούς νέους να τους αρέσει να βάζουν σε δοκιμασία αυτό που έχουν ήδη κατακτήσει με κάτι καινούργιο. Σε άλλες τέχνες όπως στο θέατρο ή στα εικαστικά αυτό συμβαίνει κατεξοχήν. Στο τραγούδι γιατί πρέπει διαρκώς να καταναλώνουμε σουξέ;.