Ο σκηνοθέτης που ξεκίνησε από το μηδέν με εφόδιο την πίστη

o-skinothetis-pou-xekinise-apo-to-miden-me-efodio-tin-pisti

Και ξαφνικά, ένα άγνωστο όνομα στο χώρο του ελληνικού κινηματογράφου μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Ολοένα και περισσότεροι μιλούν για τον νεαρό Αλέξη Αλεξίου και την «Ιστορία 52» του (την Πέμπτη στα σινεμά), που κάποιοι ήδη χαρακτήρισαν ως την καλύτερη ταινία της χρονιάς.

Ένας άντρας ξυπνά ένα πρωί και συνειδητοποιεί πως η σύντροφος του δεν είναι πια εκεί. Όμως, δεν θυμάται τι συνέβη. Η κοπέλα εξαφανίστηκε ή μήπως τον εγκατέλειψε; Και τι ευθύνες έχει ο ίδιος; Ασκησε, πράγματι, βία επάνω της, όπως διατείνεται μια φίλη; Και, εν τέλει, είναι νεκρή ή ζωντανή; Βασανιστικά ερωτήματα κι ένα εφιαλτικό κλειστοφοβικό σύμπαν χαρακτηρίζουν την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Αλέξη Αλεξίου. Και κυρίως, μια εντελώς ιδιαίτερη και περίτεχνη κινηματογραφική γραφή.

Ο σκηνοθέτης της την χαρακτηρίζει «ταινία δωματίου», μια και γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εσωτερικό χώρο: ένα κλειστοφοβικό, υποφωτισμένο διαμέρισμα κι ένα γκαράζ. Ένα «ψυχολογικό υπαρξιακό θρίλερ», είδος σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα, που ήδη διαγωνίστηκε στο φεστιβάλ του Ρότερνταμ αποσπώντας εγκωμιαστικές κριτικές.

Ο ήρωας της «Ιστορίας 52» (Γιώργος Κακανάκης), που ζει τη δική του τραγωδία στο διαμέρισμα με τον αριθμό 52, είναι ένας ψυχωτικός άντρας με χρόνιους πονοκεφάλους, ο οποίος βυθίζεται σταδιακά στη μαύρη τρύπα του ίδιου του του μυαλού. Καθώς ξετυλίγεται το νήμα της ιστορίας, ο θεατής αντιλαμβάνεται (διατηρώντας ωστόσο μέχρι τέλους τις αμφιβολίες του) πως ο άντρας ζει ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό του εναλλακτικές εκδοχές της τελευταίας εβδομάδας του με τη σύντροφό του (Σεραφίτα Γρηγοριάδου).

Ποια, όμως, από αυτές είναι η αληθινή; Πρόκειται για σχιζοφρενή, ή μήπως ολ' αυτά αποτελούν ένα ανεξήγητο φυσικό φαινόμενο, μια χρονική δίνη που τραβάει όλο και πιο βαθιά μέσα της τον ήρωα;

Στο μυαλό του


Παρακολουθώντας την ταινία και την εξαιρετική ερμηνεία του Γ. Κακανάκη, ο θεατής παλεύει να βγάλει μια άκρη για το τι πραγματικά συμβαίνει. Γρήγορα όμως παρατά τον γρίφο και αφήνεται στην ομιχλώδη, ονειρική αίσθηση της ταινίας. «Το ζητούμενο», μας είπε ο Αλέξης Αλεξίου, «δεν είναι να συγκολλήσεις τα κομμάτια του παζλ -αυτό άλλωστε μπορεί να γίνει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Αυτό που με ενδιέφερε είναι να προσεγγίσω τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό ενός ανθρώπου που χάνει τον άνθρωπο που αγαπά. Η προσπάθεια του να εκλογικέψει αυτό που συνέβη, ενώ στην πραγματικότητα το μυαλό του δουλεύει εντελώς παράλογα. Το πώς παγιδεύεται κάποιος στο μυαλό του και τελικά χάνει τον έλεγχο, ανίκανος να διαχωρίσει το όνειρο από την πραγματικότητα. Ηθελα να οπτικοποιήσω αυτήν τη διαδικασία».

Η κάμερά του φτάνει με δεξιοτεχνία σε απρόσμενα βάθη με οπτικές και πλάνα που τέμνουν -δύσκολο να πιστέψει κανείς πως πρόκειται μόνο για μια βιρτουόζικη σκηνοθεσία: «Ναι», επιβεβαιώνει, «κι εγώ ξέρω τι σημαίνει να χωρίζεις και να μένεις με την απορία γιατί...».

Η ταινία γυρίστηκε υπό δύσκολες συνθήκες και αφόρητη ζέστη σε ένα διαμέρισμα που μετά βίας χωρούσε το συνεργείο: «Δουλεύαμε 12-14 ώρες και όλη αυτή η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα γρήγορα άρχισε να μας επηρεάζει και να χάνουμε την αίσθηση της πραγματικότητας», λέει χαμογελώντας ο σκηνοθέτης.

Μόλις 32 ετών, με σπουδές φυσικής και κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου, ο Αλέξης Αλεξίου, που σύμφωνα με έναν ξένο κριτικό «θα έκανε τον Φίλιπ Ντικ περήφανο», έχει στο ενεργητικό του τέσσερις ταινίες μικρού μήκους:

«Όλες έχουν ήρωες που ζουν στις εμμονές τους, σε ένα σύμπαν το οποίο υπάρχει κάπου μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας». Ανέκαθεν άλλωστε τον μάγευε το σινεμά του φανταστικού. «Σου δίνει μια ευκαιρία να μιλήσεις για την ανθρώπινη συμπεριφορά -πολύ περισσότερο από το ρεαλιστικό σινεμά. Γιατί το ανθρώπινο μυαλό δεν λειτουργεί λογικά, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο».

Η «Ιστορία 52» δεν έχει εθνικότητα: «Θα μπορούσε να διαδραματίζεται οπουδήποτε». Στην Ελλάδα όμως, υποστηρίζει ο σκηνοθέτης, «οι περισσότερες ταινίες των τελευταίων χρόνων αφορούν άμεσα την ελληνική πραγματικότητα, βγάζοντας μια εθνικορομαντική νοσταλγία. Το πρόβλημα είναι πως ελάχιστες ταινίες αντιπροτείνουν κάτι διαφορετικό, και όταν το κάνουν αντιμετωπίζονται με δυσπιστία. Συνήθως βρίσκουν τον δρόμο τους εκτός Ελλάδας».

Στην Ελλάδα υπάρχει σινεμά δύο ταχυτήτων, πιστεύει: «Από τη μία βλέπει κανείς κάποιες απαίσιες ταινίες με εμπορική απήχηση. Και από την άλλη, γυρίζονται κάποιες τόσο ιδιαίτερες ταινίες που ο μέσος θεατής δεν μπορεί καν να τις παρακολουθήσει. Στις πρώτες πάει ο θεατής καταναλωτής. Στις δεύτερες οι κουλτουριάρηδες που κυνηγούν κάτι το πολύ ιδιαίτερο. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν οι συνθήκες για τη δημιουργία ενός ενδιάμεσου σινεμά, και κατ' επέκταση ενός ενδιάμεσου θεατή...».