Από την Ελλάδα; Δεν έχω παίξει ποτέ στη χώρα σας». Ο Sérgio Mendes ακούστηκε να αιφνιδιάζεται στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Τι και αν πριν από μερικά χρόνια τιμήθηκε με το βραβείο Γκράμι, κάτι που τον έκανε διάσημο ακόμα και σε όσους δεν τον ήξεραν ήδη από τη δεκαετία του 1960, όταν κέρδιζε τον πλανήτη με το τραγούδι που για πολλούς στον κόσμο είναι συνώνυμο της βραζιλιάνικης μουσικής: Το «Mas Que Nada», σύνθεση του Ζόρζε Μπεν, έγινε παγκόσμιο σουξέ όχι από τον συνθέτη του, αλλά ενορχηστρωμένο και εκτελεσμένο από την μπάντα που οδηγούσε τότε ο συνομιλητής μας. Τους Brazil 66.
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως οι επανεκτελέσεις είναι το φόρτε του Σέρζιο Μέντες. Ο ίδιος, βεβαίως, έχει τη δική του εκδοχή: «Από τους όρους "επανεκτελέσεις" ή "διασκευές"», λέει, «προτιμώ το "αφιέρωμα". Κάθε φορά που ηχογραφώ ένα κομμάτι, κάνω κι ένα αφιέρωμα στον συνθέτη του. Επισκέπτομαι τη σύνθεσή του και την φέρνω στην επικαιρότητα μ' έναν διαφορετικό τρόπο. Ετσι το συστήνω σε μια νέα γενιά ακροατών που δεν είχε την ευκαιρία να το ακούσει ξανά».
Δεν έχουν περάσει, άλλωστε, δύο χρόνια από την εποχή που ο Sérgio Mendes έφερε ξανά στην επικαιρότητα το κλασικό «Mas Que Nada», εκτελεσμένο από τους ράπερ Μπλακ Αϊντ Πις. Ο Γουίλ Αϊ Αμ, μάλιστα, από το συγκρότημα αυτό, συμμετέχει και στον νέο δίσκο του Sérgio Mendes «Encanto» που μόλις κυκλοφόρησε, αποδίδοντας το κλασικό «The look of love» του Μπαρτ Μπάκαρακ, ένα κομμάτι που ο Sérgio Mendes ήδη το είχε «διασκευάσει» σε στιλ μπόσα νόβα από το 1967.
Για τον δίσκο αυτό επέστρεψα στη Βραζιλία», λέει ο βραζιλιάνος συνθέτης, που γεννήθηκε πριν από 67 χρόνια στο Ρίο ντε Τζανέιρο και η παγκόσμια επιτυχία του τον έχει κάνει «πολίτη του κόσμου» αλλά και κάτοικο της Καλιφόρνιας. «Πρώτα πήγα στο Ρίο, φυσικά, και μετά στην Μπαΐα καθώς θέλησα να δείξω την ποικιλία της βραζιλιάνικης μουσικής και των ρυθμών της. Ετσι ο νέος μου δίσκος έγινε μια συλλογή σπουδαίων βραζιλιάνικων τραγουδιών από βραζιλιάνους και διεθνείς καλλιτέχνες. Από τον Γουίλ Αϊ Αμ, τη Φέργκι, τη Νάταλι Κόουλ, τον Χουάνες ή τον Τζοβανότι. Είναι μια γιορτή της βραζιλιάνικης μουσικής.
Πέρα από το προφανές εμπορικό, ποιο είναι το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον που βρίσκετε με τις προσεγγίσεις σας αυτές;
Η πρόκληση να κάνω πάντα κάτι καινούριο. Να παρουσιάζω, δηλαδή, πάντοτε τη μουσική μ' έναν διαφορετικό τρόπο. Και όταν συνεργάζομαι με ανθρώπους από διαφορετικές κουλτούρες, νομίζω πως το καταφέρνω. Οι μελωδίες είναι ίδιες, αλλά η προσέγγιση είναι διαφορετική. Σήμερα, περισσότερο, ίσως, από ποτέ, όλο και περισσότεροι άνθρωποι από διαφορετικές αφετηρίες συναντιούνται για να προκύψει κάτι νέο.
Όμως, έτσι κι αλλιώς, η βραζιλιάνικη μουσική που έχει γίνει δημοφιλής στον υπόλοιπο κόσμο, από τη σάμπα, την μπόσα νόβα ώς το τροπικαλίσμο, μια συνάντηση πολιτισμών δεν είναι; Από τις μείξεις της τζαζ, του ροκ με τις διαφορετικές τοπικές βραζιλιάνικες κουλτούρες δεν προέκυψαν;
Σωστά. Μόνο που τότε εγώ δεν είχα στους δίσκους μου τόσο σπουδαίους και διαφορετικούς μεταξύ τους προσκεκλημένους. Ο Χουάνες, για παράδειγμα, που είναι από την Κολομβία, φέρνει στη βραζιλιάνικη μουσική το άρωμα της δικής του πατρίδας κι αυτό είναι το σπουδαίο σήμερα. Το τραγούδι, ακόμα, που έκανα για τον δίσκο με τον Καρλίνιος Μπράουν, κουβαλάει τους ρυθμούς της Μπαΐα και τους συνδέει με τη μπατουκάντα του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Πολλοί βραζιλιάνοι μουσικοί αναφέρονται με ιδιαίτερο σεβασμό στη μουσική της Μπαΐα. Τι το ιδιαίτερο σημαίνει για σας;
Η μουσική της Μπαΐα έχει έντονες τις αφρικανικές μυρωδιές. Εκεί, βλέπεις, ξεκίνησαν όλα με τους πρώτους Αφρικανούς που έφτασαν εκεί. Η Αφρική έφερε το ρυθμό στη Βραζιλία, όπως άλλωστε στην Κούβα και σε μεγάλο βαθμό στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής. Η σάμπα ήρθε από την Αφρική, γι' αυτό αν και γεννήθηκα στο Ρίο είμαι περισσότερο συνδεδεμένος με τη μουσική του Βορρά. Εχει πολύ πιο ενδιαφέροντες ρυθμούς από τον βραζιλιάνικο νότο. Τις επιρροές αυτές τις αναγνωρίζεις στη μουσική μου. Εχει να κάνει περισσότερο με τη μουσική που ακούς στο καρναβάλι.
Καρναβάλι, σάμπα, ωραίες γυναίκες, ποδόσφαιρο, παραλίες... Τι άλλο είναι η Βραζιλία;
Πάνω απ' όλα ο κόσμος της και η μουσική της. Ενας πλανήτης ολόκληρος μέσα στις τόσες ιδιαιτερότητές του. Είμαι ευτυχής που μεγάλωσα με τη βραζιλιάνικη μουσική και έτσι είναι πολύ φυσικό για μένα να παίζω από μικρός, να εξακολουθώ να εργάζομαι πάνω σ' αυτή τη μουσική και να την προβάλλω στον υπόλοιπο κόσμο.
Από το 1961 έως σήμερα, ο Sérgio Mendes έχει ηχογραφήσει 40 δίσκους, μουσική όμως άρχισε να παίζει ακόμα πιο νέος, στα τέλη της δεκαετίας του '50 όταν τον πλανήτη κατακτούσε ένας καινούριος ήχος, για τον οποίο βασικός υπεύθυνος ήταν ο σπουδαίος βραζιλιάνος συνθέτης Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ. Μαζί με τον Ζομπίμ αλλά και με αμερικανούς τζαζίστες που επισκέπτονταν τη χώρα του, ο Sérgio Mendes έκανε τις πρώτες του περιοδείες ως πιανίστας στη Βραζιλία της εποχής.
Ο Ζομπίμ ήταν ιδιοφυΐα», μου λέει σήμερα. «Ενας πολύ ζεστός, φιλικός, πανέξυπνος άνθρωπος και λαμπρός μουσικός και συνθέτης. Και πολύ ρομαντικός.
Χαρακτηρίζει αυτός ο ρομαντισμός τη βραζιλιάνικη ιδιοσυγκρασία;
Σίγουρα. Αλλά, νομίζω πως και οι Ελληνες κάπως έτσι είστε.
Μάλλον. Δεν έχετε παρά να το διαπιστώσετε από κοντά.
Το ελπίζω. Ισως έρθω, αυτό κιόλας το καλοκαίρι που θα βρίσκομαι στην Ευρώπη για συναυλίες.
Περιοδεύετε συχνά;
Συνεχώς. Μου αρέσει πάρα πολύ η Ασία. Κάθε χρόνο πηγαίνω στην Ιαπωνία, όπου το κοινό είναι φανταστικό. Στη Νότια Αφρική ακόμα. Ερχομαι όμως και στην Ευρώπη, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το καλοκαίρι θα παίξω στο τζαζ φεστιβάλ της Βόρειας Θάλασσας, το North Sea, μετά στο Μιλάνο... Μου αρέσουν τα λάιβ. Προσφέρουν μαγικές στιγμές, μοναδικές, καθώς δεν υπάρχει, όπως στο στούντιο, δεύτερη ευκαιρία.