Εκμοντερνίζοντας το μοντέρνο με απρόσμενη προσέγγιση

ekmonternizontas-to-monterno-me-aprosmeni-prosengisi

Δίχως καμία αμφιβολία, ο Γκλεν Λάουρι δεν ήταν ο διασημότερος ιστορικός τέχνης όταν το 1995 ανέλαβε τα ηνία του σημαντικότερου μουσείου στον κόσμο. Σήμερα, ο 66χρονος διευθυντής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ) είναι ένας από τους ισχυρότερους άντρες στο Μανχάταν.

Σε λίγες μέρες θα βρεθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα για να μιλήσει στο κοινό με θέμα «Αναδεικνύοντας το Μοντέρνο: Μια ανατρεπτική θεωρία για το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης» (Δευτέρα 17 Μαρτίου, Μέγαρο Μουσικής, 7 μ.μ.). Τον φέρνει στη χώρα μας το Ιδρυμα Fullbright (με την ευκαιρία του εορτασμού των 60 χρόνων του) στο πλαίσιο του προγράμματος «Great Ideas», που χορηγεί το Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος».

Ανατρεπτική υπήρξε και η 13χρονη θητεία του στο ΜοΜΑ. Απόφοιτος του κολεγίου Williams, με διδακτορικό στο Χάρβαρντ, ιστορικός τέχνης με ειδίκευση στην ισλαμική τέχνη, πριν μετακομίσει στο ΜοΜΑ ήταν διευθυντής του Art Gallery στο Οντάριο του Καναδά. Η πρώτη έκπληξη του κόσμου της τέχνης ήταν τι θέλει ένας επιμελητής ισλαμικής τέχνης σε ένα μουσείο, στο οποίο κανένα από τα (περισσότερα από 150.000) έργα του δεν είναι ισλαμικό!

Το ΜοΜΑ ιδρύθηκε το 1929 από τρεις προοδευτικές και πανίσχυρες προστάτιδες των τεχνών: τη δεσποινίδα Λίλι Μπλις, την κυρία Κορνήλιους Σάλιβαν και την κυρία Τζον Ντ. Ροκφέλερ. Οι τρεις τους διέβλεψαν την ανάγκη δημιουργίας ενός μουσείου, που, κόντρα στη συντηρητική ματιά των παραδοσιακών ιδρυμάτων, θα αφιερωθεί αποκλειστικά στη μοντέρνα τέχνη. Αποστολή του ήταν να βοηθήσει το κοινό να καταλάβει και να απολαύσει την τέχνη του καιρού του.

Το ΜοΜΑ διαθέτει σήμερα την καλύτερη συλλογή αριστουργημάτων της μοντέρνας τέχνης στον κόσμο: Γκογκέν, Σεζάν, Μονέ, Ματίς, Βαν Γκογκ, Πικάσο (οι «Δεσποινίδες της Αβινιόν» εκεί βρίσκονται), Νταλί, Ντε Κίρικο, Πόλοκ, Μπέικον, Γουόρχολ και πολλών άλλων. Εχει 22.000 ταινίες και 4 εκατομμύρια κινηματογραφικά καρέ. Η βιβλιοθήκη και τα αρχεία του περιλαμβάνουν πάνω από 300.000 βιβλία, καταλόγους και περιοδικά καθώς και μονογραφίες περισσοτέρων από 70.000 καλλιτεχνών. Τα αρχεία του περιέχουν πρωτογενές υλικό της ιστορίας της μοντέρνας τέχνης.

Στις αρχές της δεκαετίας του '90 τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου (Trustees) ανακάλυψαν ότι ο μόχθος της διοίκησης, και πολύ περισσότερο της εξεύρεσης πόρων, καθότι ιδιωτικό, έπεφτε βαρύς στον 60χρονο τότε διευθυντή του Ρίτσαρντ Ολντενμπεργκ. Όταν μεγάλα ονόματα όπως οι Νίκολας Σερότα (σήμερα στην Tate), Τζέιμς Γουντς (Art Intitute of Chicago) κ.ά. αρνήθηκαν, αποφάσισαν να χαμηλώσουν τα μάτια τους σ' εκείνους που πραγματικά ήθελαν τη δουλειά. Ο Γκλεν Λάουρι ήταν ένας απ' αυτούς.

Μία από τις πιο ευτυχισμένες ημέρες της επαγγελματικής καταξίωσής του έμελλε να γίνει η 20ή Νοεμβρίου του 2004, ημέρα που το ΜΟΜΑ ξανάνοιξε τις πύλες του στο κοινό, μετά την ανακαίνιση που σχεδίασε ο Ιάπωνας αρχιτέκτονας Γιόσιο Τανιγκούτσι. Το έργο είχε αποφασιστεί χρόνια πριν, και ο Λάουρι ήξερε ότι έπρεπε να το φέρει εις πέρας.

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου (με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Ροκφέλερ) δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ευχαριστημένα από τη συμβολή του. Ο Λάουρι άνοιξε πόρτες που κανείς δεν πίστευε ότι θα άνοιγαν και θα έδιναν χρήματα για την ακριβότερη επέκταση στην ιστορία των μουσείων (858 εκατομμύρια δολάρια).

Ο επανασχεδιασμός του κτιρίου - σήμα κατατεθέν της Νέας Υόρκης δεν διπλασίασε μόνο το μουσείο αλλά και το εισιτήριο. Από τα 12 δολάρια σκαρφάλωσε στα 20, καθιστώντας το ΜοΜΑ ένα από τα ακριβότερα μουσεία.

Την κριτική τη δέχτηκε ο Λάουρι. Αλλά και τις δάφνες για την επισκεψιμότητα. Ενα εκατομμύριο περισσότερους επισκέπτες κατά μέσο όρο ετησίως είδε το ΜοΜΑ μετά την επέκτασή του.

Δεν ήταν όμως μόνο αυτή που τον εδραίωσε. Ήταν και το μοντέλο διοίκησης. Πριν από τον Λάουρι το ΜοΜΑ διοικούνταν από τους επικεφαλής επιμελητές των τμημάτων, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του περισσότερο χώρο και καλά καλά δεν μιλούσαν μεταξύ τους.

Ο Λάουρι έφερε στελέχη από την αγορά, ανάμεσα στους οποίους και τον επικεφαλής των πωλήσεων του Bloomingdale, γεγονός που έκανε πολλούς να δυσαρεστηθούν. Οι επιμελητές όμως δεν αντέδρασαν. Ο Λάουρι, εισάγοντας τις εβδομαδιαίες συσκέψεις μαζί τους, κατάφερε να ενοποιήσει ξανά το μουσείο ή τουλάχιστον να το καθίσει στο ίδιο τραπέζι. Κατηγορήθηκε όμως ότι έτσι «έκοψε» την εξουσία των επιμελητών, επιβάλλοντας μια συντηρητική στροφή, που αγνοούσε επιδεικτικά την τέχνη της εποχής του.

Τότε ο Λάουρι ανακοίνωσε τη συγχώνευση του ΜοΜΑ με το περίφημο και ανατρεπτικό PS1, το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης στο Λονγκ Αϊλαντ της Αλάνα Χάις. Εκεί το μουσείο μπόρεσε να δείξει σύγχρονη τέχνη και το κυριότερο να πειραματιστεί, έτσι όπως ποτέ δεν θα μπορούσε στις ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες του κτιρίου στον 53ο δρόμο του Μανχάταν.

Μετά όμως αποφάσισε να νοικιάσει μέρος της μόνιμης συλλογής του στον Ιάπωνα μεγαλοεργολάβο Μόρι στο Τόκιο που θα στεγαστεί στο «ψηλότερο κτίριο της Ιαπωνίας». Οι υποστηρικτές του μιλάνε για «πολιτιστική ανταλλαγή», ενώ οι επικριτές του τον κατηγορούν ότι έκανε το ΜοΜΑ ενοικιαστή ενός όρθιου mall...