Όλα μένουν πίσω σαν καπνός που φεύγει

ola-menoun-piso-san-kapnos-pou-fevgei

Για τον μεγάλο Έλληνα δημιουργό Μιχάλη Κακογιάννη έχουν μιλήσει αμέτρητες προσωπικότητες όπως Μίκης Θεοδωράκης, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Γιώργος Αρβανίτης, Γουόλτερ Λάσαλι και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Για πρώτη φορά μπροστά σε έναν φακό και ο ίδιος ο Κακογιάννης αφηγείται τη συναρπαστική ζωή του.

Λίγο πριν από την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ της Λυδίας Καρρά τον συναντήσαμε στο σπίτι του, στην Αθήνα. Ένα ατύχημα που είχε με τα πόδια του τον έχει κλείσει από το καλοκαίρι μέσα. «Ίσως έπρεπε να συμβεί κι αυτό, για να ανασάνω λίγο» μας λέει. Ετσι παρακολουθεί από μακριά την ολοκλήρωση του εντυπωσιακού κτιρίου της Πειραιώς 206, όπου θα στεγαστεί το Ιδρυμα Κακογιάννη, και ονειρεύεται να σκηνοθετήσει σύντομα εκεί μια παράσταση. Ενώ, παράλληλα, ετοιμάζει την έκδοση ενός ογκώδους λευκώματος με φωτογραφίες από τις πιο σημαντικές ταινίες του, που θα κυκλοφορήσει περίπου την ίδια εποχή με τα εγκαίνια του ιδρύματος.

Σπουδάσατε στο Λονδίνο, παίξατε εκεί στο θέατρο. Ως Κύπριος είχατε δεσμούς με την Αγγλία. Γιατί διαλέξατε την Ελλάδα να κάνετε κινηματογράφο, ενώ μπορούσατε να μείνετε στην Αγγλία ή σε κάποια άλλη χώρα;

Εγώ ήμουν Ελλην νοσταλγός, που γύρισε πίσω και πήρε πολλά ερεθίσματα από το περιβάλλον και τη ζωή της Ελλάδας - με τα καλά της και τα κακά της. Ο κινηματογράφος χρειάζεται πάντα ένα περιβάλλον. Το περιβάλλον της δικής μου φαντασίας ήταν ελληνικό. Οι πόρτες, όμως, στην Ελλάδα δεν ήταν ανοιχτές. Μάλλον κλειστές ήταν. Δεν σου άνοιγε κανείς επειδή έλεγες "είμαι νέος, έχω ταλέντο και θέλω να κάνω μια ταινία". Ποιος θα επένδυε να τη γυρίσεις; Και μου άνοιξαν την πόρτα η Λαμπέτη και ο Χορν.

Ωστόσο είχατε μια βαθιά διείσδυση στην ελληνική κοινωνία. Οι ταινίες σας γνώρισαν μεγάλη επιτυχία.

Ναι, είχαν επιτυχία, αλλά όχι ανάλογη της επιτυχίας της Βουγιουκλάκη και των κωμωδιών. Ηταν, όμως, επιτυχία ποιοτική και πήγαν και έξω.

Σας γοήτευε πάντα ο κινηματογράφος;

Βέβαια! Και είχα έρθει στην Ελλάδα εξοπλισμένος με σενάρια τα οποία δεν γύρισα ποτέ. Διότι το πρώτο που έκανα ταινία, "Το κυριακάτικο ξύπνημα", ήταν παραγγελία από τους φίλους μου, τη Λαμπέτη και τον Χορν. Μου έγραψαν μάλιστα στην Κύπρο να έρθω να κάνουμε την ταινία, γιατί είχα πάει πίσω απογοητευμένος που δεν είχα βρει ανταπόκριση στην Αθήνα. Με κοίταγαν σαν κάποιο σνομπ που ήρθε από το εξωτερικό και θέλει να κάνει ταινίες με νόημα.

Εδώ που τα λέμε, είστε λίγο σνομπ.

Όχι, καθόλου, είμαι εκλεκτικός. Αυτό είναι άλλο».

Σας στεναχώρησε η ζωή σας στον κινηματογράφο; Υπήρχαν στιγμές που πικραθήκατε;

Βεβαίως. Στην αρχή ιδίως μου γινόταν πόλεμος και μάλιστα με μέσα απαράδεκτα. Κατά την ώρα της προβολής φώναζαν, χτυπούσαν τα καθίσματα και άλλα πολλά.

Κι εσείς τι κάνατε;

Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Το ηθικό μου αναπτερωνόταν μόνο όταν πήγαινα στις Κάνες, εκεί που γινόταν μια αξιολόγηση σοβαρή. Μετά το "Τελευταίο ψέμα", μάλιστα, διορίστηκα στην επιτροπή κρίσεως του Φεστιβάλ Κανών μαζί με άλλους οκτώ ανθρώπους του κινηματογράφου.

Δεν την καταλαβαίνω πια την Ελλάδα


Σήμερα θα ξανακάνατε μια ταινία για την ελληνική κοινωνία;

Μπα, ούτε την καταλαβαίνω πια. Δεν ανακατεύομαι στα κοινά. Ολα αυτά που γίνονται, και λόγω του περιορισμού μου στο σπίτι, μου φαίνονται λίγο εκτός των ορίων της δικής μου λογικής. Αλλά τα παρακολουθώ.

Και πώς τα κρίνετε;

Χαώδη. Ενα χάος με αναλαμπές, βέβαια. Γιατί κάθε τόσο ακούς και δηλώσεις από νέους ανθρώπους, που δείχνουν ότι έχουν όνειρα. Επίσης ένα ελπιδοφόρο σημείο είναι η άνθηση του θεάτρου στην Ελλάδα. Νομίζω μάλιστα ότι αυτή τη στιγμή είναι πιο ζωντανό το θέατρο εδώ απ' ό,τι είναι στο Παρίσι και το Λονδίνο.

Αν σήμερα γυρίζατε τη «Στέλλα», ποια θα έπαιζε το ρόλο;

«Η Μελίνα ήταν μοναδική, αλλά σήμερα αν έψαχνα θα έβρισκα. Θα έβρισκα πολλές. Η τηλεόραση είναι γεμάτη ταλέντα εντυπωσιακά».

Έχω παρατηρήσει ότι οι ηθοποιοί που παίζουν κοντά σας μεταμορφώνονται, σαν να έχετε ένα μαγικό ραβδί.

Είναι ένα χαρακτηριστικό μου να βγάζω από τους ηθοποιούς τον πιο ενδιαφέροντα εαυτό τους. Αμα δημιουργεί κανείς τις καταστάσεις που θα ερεθίσουν τον ηθοποιό να ζωντανέψει και να αποδώσει, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Αυτό το δρόμο μού τον άνοιξε η συνεργασία μου τα πρώτα χρόνια με τη Λαμπέτη. Βέβαια υπήρχε από την αρχή μια απόλυτη σύμπνοια. Εγώ έγραφα σενάρια γι' αυτήν κι αυτή ήξερε να ανταποκρίνεται πλήρως.

Γράφατε πάντα τα σενάρια των ταινιών σας.

Ποτέ δεν έχω κάνει ταινία σε σενάριο άλλου.

Έτσι εισπράττατε ολοκληρωτικά την επιτυχία και την αποτυχία. Γιατί είχατε κι αποτυχίες.

Είχα και αποτυχίες, αλλά ήταν πάντα κάποιας ποιότητας. Είμαι κι ένας άνθρωπος, που μερικά πράγματα που με διασκεδάζουν, τα κάνω με κάποια ελαφρότητα. Π.χ. το "Πάνω, κάτω και πλαγίως" ήταν η ανάλαφρη ματιά μου πάνω στην Αθήνα του 1990.

Το κασέ μου δεν ήταν σαν του Βισκόντι


Γίνατε πλούσιος από τις ταινίες;

Εξαρτάται πώς το εννοεί κανείς. Δεν ζω στη χλιδή, έχω μια άνεση, κυρίως λόγω του "Ζορμπά". Ηταν της Φοξ παραγωγή, δεν ήταν δική μου, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αυτό που ξέρουμε. Αλλά δεν έχω μείνει μόνο στις ταινίες. Εχω δουλέψει πολύ. Εχω ανεβάσει θεατρικές παραστάσεις στο Παρίσι, τη Νέα Υόρκη. Εχω ανεβάσει όπερα και παντού υπάρχουν ταρίφες, έχεις το κασέ σου. Το κασέ το δικό μου, βέβαια, δεν νομίζω πως ήταν σαν του Βισκόντι.

Κρίμα.

Καλό ήταν και το δικό μου. Όταν μου ζήτησε η Μετροπόλιταν στη Νέα Υόρκη να ανεβάσω παράσταση, με ρώτησαν πόσα θέλω και είπα: Θέλω το μεγαλύτερο κασέ που δίνεται σε σκηνοθέτη. Και μου το έδωσαν.

Είχατε επιτυχία στο θέατρο στη Νέα Υόρκη.

Είχα και αποτυχία. Την έχω υποστεί και αυτήν. Οχι δίκαια, γιατί δικαιώθηκα από τις αντιδράσεις που υπήρξαν μετά. Ηταν το 1965, με το έργο ενός νέου τότε, αλλά πολύ διάσημου σήμερα συγγραφέα, του Τέρενς Μακ Νάλι, το "And Things that Go Bump in the Night", πολύ πρωτοποριακό. Η αντίδραση στην πρεμιέρα ήταν κάτι φοβερό. Μέσα στην αίθουσα φωνές "μπράβο" και μαζί "αίσχος". Ανέβηκε και κάποιος στη σκηνή και άρχισε να χτυπάει τους ηθοποιούς. Εγινε σάλος. Το έργο κανονικά έπρεπε να κατεβεί αλλά την επομένη άρχισαν να διαδηλώνουν έξω από το θέατρο υπέρ του έργου και της παράστασης. Ετσι έμεινε για δύο μήνες και παιζόταν με γεμάτες αίθουσες. Εχουν συμβεί αρκετά τέτοια στη ζωή μου.

Πολλά ταλέντα στο ελληνικό θέατρο


Πως είναι το θέατρο στην Ελλάδα;

Φέτος δεν μπόρεσα να δω, αλλά εκείνο που διαπιστώνει κανείς είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλά ταλέντα. Υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι οι οποίοι έχουν κάνει καριέρα αδικαιολόγητα, κατά τη γνώμη μου, αλλά αυτό είναι άλλο. Δηλαδή αυτή τη στιγμή υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν σε έργα που εγώ δεν θα πατούσα ούτε από μακριά. Υπάρχουν, όμως, και πολλοί ταλαντούχοι.

Όλα αυτά τα χρόνια ποια συμπεράσματα βγάλατε; Τι είναι η ζωή; Η αγωνία για την αναγνώριση, την προβολή και τη δόξα;

Γνώρισα στη δύση της ζωής τους πολλούς διάσημους ανθρώπους. Παραγωγούς του Χόλιγουντ, ηθοποιούς, συγγραφείς, που είχαν κάνει καταπληκτικά πράγματα. Και τις μεγάλες καλλονές, στη δύση της ζωής τους τις γνώρισα. Την Κάθριν Χέμπορν, την Ντίντριχ, που είχε μαραθεί εντελώς, είχε ζαρώσει. Τραγικό κατάντημα. Εβλεπες μπροστά σου την εξωτερική κατάπτωση, τη φθορά της σάρκας. Στο τέλος όλα είναι σαν καπνός που φεύγει πίσω. Βάζω και τον εαυτό μου μέσα.

Πιστεύω πως στον εγκέφαλό μας μένει η καλή εικόνα του εαυτού μας.

Ναι, αλλά κάθε τόσο μας θυμίζει τον εαυτό μας ο καθρέφτης. Αχ Θεέ μου, είναι ανάγκη να μιλήσουμε για αυτά τα φοβερά;