Σαν αρχαίος χορός μέσα από θεατρική χροιά

san-archaios-choros-mesa-apo-theatriki-chroia

Με την παραστάση αρχαίας τραγωδίας Άλκηστη, το Εθνικό Θέατρo τιµά την παράδοσή του στο αρχαίο δράµα στη σκηνή της Επιδαύρου, οδηγώντας το σε νέες δηµιουργικές διαδροµές.

Παρασκευή µεσηµέρι, Αρχές Ιουλίου, σε ένα cafe απέναντι από το Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας του Εθνικού Θεάτρου στο Γκάζι, όπου δίνουν συχνά ραντεβού οι ηθοποιοί µετά τις παραστάσεις. Σκόνη, ζέστη, ελάχιστοι άνθρωποι, αυτοκίνητα που κορνάρουν εγκαταλείποντας την πόλη για κάποια παραλία. Για τον Χρήστο Λούλη, τη Μαρία Σκουλά και τη Μαρία Πρωτόπαππα αυτό το καλοκαίρι είναι διαφορετικό. Αν και έχουν δοκιµαστεί στην Επίδαυρο, ο καθένας χωριστά,  πριν από αρκετά χρόνια, η φετινή απόπειρα κάνει το εγχείρηµα σχεδόν µοναδικό. Έρχονται στην ώρα τους, µε τα χαρτιά και τις σηµειώσεις τους (τους περιµένει µέχρι αργά το βράδυ µια ακόµα από τις πολύωρες πρόβες που έχουν ξεκινήσει εδώ και τρεις µήνες) και µε µια φλόγα να υπερασπιστούν την αξία του έργου.

Αν και οι τρεις ηθοποιοί ανήκουν σε µια ελπιδοφόρα γενιά του θεάτρου µας, µε επιλογές που έχουν επανειληµµένα αποδείξει την ορθότητά τους, αποφεύγουν να µιλήσουν για τον εαυτό τους. Αισθάνονται τόσο γοητευµένοι να συµµετέχουν σε µια τέτοια παραγωγή, που τα υπόλοιπα είναι περιττά. Στην πραγµατικότητα, ακόµα δεν µπορούν να απαντήσουν γιατί ο Θωµάς Μοσχόπουλος επέλεξε την τραγικωµωδία Άλκηστη –ένα αλλόκοτο έργο όπως το αποκαλούν οι ειδικοί– για την πρώτη του συνεργασία µε το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο.

Όλοι υποστηρίζουν ότι διαθέτουν µια επιλεκτική σχέση πνευµατικής συγγένειας µαζί του, αφού έχουν συµµετάσχει κατά καιρούς σε παραγωγές τοτ Θεάτρου Αµόρε το οποίο ο Μοσχόπουλος διηύθυνε µέχρι πριν κλείσει οριστικά, τον περασµένο Μάιο. «Πρόκειται για µια µελέτη στο αρχαίο δράµα, και ειδικότερα στον Ευριπίδη, που είχαµε ξεκινήσει πέρσι µε τις Βάκχες, επίσης σε σκηνοθεσία Μοσχόπουλου», εξηγεί ο Χρήστος Λούλης. «Σαν να ανοίξαµε µια τρύπα στη γη, που προχωρά πιο βαθιά απ’ όσο νοµίζαµε».

Ο ίδιος έχει αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, του βασιλιά Άδµητου, ο οποίος καλείται να απαντήσει σε ένα από τα πιο ισχυρά ηθικά διλήµµατα ανάµεσα τη ζωή και το θάνατο, το σκοτάδι και το φως, το ρόλο των θεών και τη µοίρα, ή την «κυρίαρχη φύση του ανθρώπου».

Η Άλκηστη είναι το αρχαιότερο έργο του Ευριπίδη, και το µόνο που σώθηκε από την τετραλογία Κρήσσες. Αν και τυπικά θεωρείται σατυρικό δράµα, ο αινιγµατικός χαρακτήρας του το κατατάσσει στην τραγικωµωδία, µε σαφή την επιρροή των σοφιστών. Η εποχή, άλλωστε, που παρουσιάστηκε ήταν καθοριστική για το περιεχόµενό του: το 438 π.Χ., την πιο κρίσιµη περίοδο της αθηναϊκής δηµοκρατίας, λίγο µετά τα εγκαίνια του Παρθενώνα και πριν το ξέσπασµα του Πελοποννησιακού Πολέµου.

Στο έργο, ο Άδµητος έχει κερδίσει την εύνοια των θεών και ο Απόλλωνας αποφασίζει να του χαρίσει την αθανασία, µε την προϋπόθεση να πάρει τη θέση του κάποιο αγαπηµένο του πρόσωπο. Η µόνη που προσέρχεται οικειοθελώς είναι η γυναίκα του, η Άλκηστη, η οποία θεωρεί «ότι πρόκειται για µια φυσιολογική εξέλιξη αφού δεν µπορεί να ζήσει χωριστά από εκείνον», εξηγεί η Μαρία Σκουλά που κρατάει τον οµώνυµο ρόλο.

Το έργο αρχίζει και τελειώνει τη µέρα που η ηρωίδα οδηγείται στον κάτω κόσµο, για να επιστρέψει ξανά στη ζωή µέσα από µια σειρά ανατροπές και την τελική µονοµαχία του από µηχανής ηµίθεου Ηρακλή µε το θάνατο. «Οµολογώ ότι µε προβληµάτισε η ιδέα: Ένας άνθρωπος που θυσιάζει τη ζωή του για κάποιον άλλο δεν είναι ακριβώς το αναµενόµενο. Αν όµως φοβάσαι, τελικά, το θάνατο, φοβάσαι την ίδια τη ζωή» υποστηρίζει ο Χρήστος Λούλης, που δεν προσπαθεί –απαραίτητα–να καταλάβει τον Άδµητο, απλά να δεχτεί και να αποδώσει την αµφισηµία του.

«Το έργο δεν είναι αυτό ακριβώς που εννοούµε αρχαία τραγωδία», παρεµβαίνει η Μαρία Πρωτόπαππα η οποία ερµηνεύει το ρόλο της Θεράπαινας, συνδετικού κρίκου ανάµεσα στο χορό και το βασιλικό ζεύγος. «Αλλά και πάλι το κοινό είναι αυτό που καθορίζει το χαρακτήρα του. Αυτό που µας ενδιαφέρει είναι να το παρακολουθήσει µε ανοιχτό πνεύµα. Να καταλάβει την ιδιαίτερη ηθική της αρχαίας Αθήνας. Για πρώτη φορά σε µια ηρωική εποχή, ο Ευριπίδης δηµιουργεί το ρόλο του αντιήρωα στο πρόσωπο µιας γυναίκας που ξεφεύγει από τα κλειστά όρια του σπιτιού της».

Η Μαρία Σκουλά προσπαθεί µήνες να διεισδύσει στο µυαλό της Άλκηστης, και πιστεύει ότι πρόκειται απλά για την ανάγκη µιας γυναίκας να εκφράσει την αγάπη της χωρίς να περιµένει αντάλλαγµα. Γι αυτό και δεν προσπαθεί να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγµατικά είναι η κίνησή της: µια πράξη ελεύθερης βούλησης. «Μπορεί να είναι δύσκολο να το κατανοήσουµε, αλλά αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά θα διαπιστώσει ότι δε διαφέρει πολύ από τις µάχες µας µπροστά στη ζωή και το θάνατο», λέει µε πάθος για να αναδείξει την αλήθεια της ηρωίδας της.

Γι’ αυτό, άλλωστε, διατηρήθηκε στην παράσταση το ύφος µιας αυστηρής στιβαρότητας, χωρίς εµµονές σε αρχαϊσµούς. Τα σκηνικά και τα κοστούµια της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου δηµιουργούν το ανάλογο κλίµα, και η µουσική του Κορνήλιου Σελαµσή δίνει τον τόνο για τη δραµατική κορύφωση. Η όλη παραγωγή, που υποστηρίζεται και από άλλους γνωστούς ηθοποιούς (Αργύρης Ξάφης, Κώστας Μπερικόπουλος, Ιωάννα Παππά, Άννα Καλαϊτζίδου) αποδεικνύει ότι ο Θωµάς Μοσχόπουλος δεν άφησε τίποτα στην τύχη – ως συνήθως. Το έργο εξάλλου γύριζε χρόνια στο µυαλό του, περιµένοντας τη σωστή στιγµή για να το ανεβάσει.

Και οι τρεις ηθοποιοί επιµένουν ότι παρά την αξία της Επιδαύρου –«δεν είναι το ίδιο να παίζεις σε ένα ανοιχτό θέατρο µε τη δεδοµένη ιστορία» επισηµαίνει η Μαρία Πρωτόπαππα– δεν είναι ο χώρος που καθορίζει το µέτρο της ερµηνείας τους. «Αν αφήσεις να σε παρασύρει η ένταση του θεάτρου, δεν µπορείς να αποδώσεις αυτό που περιµένεις από τον εαυτό σου», συµφωνούν. Και οι ίδιοι περιµένουν πολλά, παρά το ότι προσπαθούν να διατηρούν µια απόσταση που τους επιτρέπει να είναι όσο γίνεται αντικειµενικοί. Εργάζονται τους τελευταίους µήνες µε επιµονή, αποφεύγοντας τις υπερβολές και µεταθέτοντας τα επαγγελµατικά τους σχέδια για το τέλος των παραστάσεων:

Η Μαρία Σκουλά ετοιµάζεται για τον Θείο Βάνια του Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, στο Εθνικό Θέατρο, η Μαρία Πρωτόπαππα θα συνεχίσει τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. της Λένας Κιτσοπούλου, και αργότερα µια σύνθεση δυο έργων του Σαίξπηρ, Ερρίκος Εδουάρδος Ριχάρδος, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα και Γιώργου Γάλλου, επίσης για το Εθνικό, ενώ ο Χρήστος Λούλης θα πρωταγωνιστεί στην πολυσυζητηµένη επιτυχία της προηγούµενης σεζόν, τις Οκτώ Γυναίκες του Ροµπέρ Τοµά, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, και στη συνέχεια στη Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Μοσχόπουλου. «Κάθε γενιά», υποστηρίζει ο Χρήστος Λούλης, «έχει το δικό της βάρος στην Επίδαυρο. Ο χρόνος θα δείξει αν πρόκειται για νέα σχολή που άλλαξε τον τρόπο που βλέπουµε την αρχαία τραγωδία».