Σαν όνειρο βγαλμένο από φαντασία

san-oneiro-vgalmeno-apo-fantasia

Όταν της προτάθηκε να σχεδιάσει κοστούµια για την παγκόσµια πρεµιέρα της όπερας Νοσφεράτου, που θα ανέβει στη σκηνή του θρυλικού θεάτρου Μπολσόι της Μόσχας, η πρώτη αντίδραση της Λουκίας δεν ήταν θετική. «Πανικοβλήθηκα», µου εκµυστηρεύεται στο ατελιέ της, στην καρδιά της Πλατείας Κολωνακίου. «Είπα: Εγώ δεν κάνω τίποτα και να µ’ αφήσετε ήσυχη! Ωραία είµαι εδώ στην Ελλαδίτσα µου». Απέναντί της, όµως, είχε δυο ανθρώπους µε ιδιαίτερη θέση στην καρδιά της: την αείµνηστη Μαρία Μπέικου και τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, που µε τη συγκεκριµένη παράσταση κάνει το ντεµπούτο του στη σκηνοθεσία όπερας. «Νοµίζω ότι την ιδέα να κάνω εγώ τα κοστούµια την έβαλε στο µυαλό του Τερζόπουλου η Μαρία», λέει η φηµισµένη Ελληνίδα σχεδιάστρια. «Ήταν µια θεία µου πολυαγαπηµένη, αντάρτισσα στον Εµφύλιο.

Μετά είχε πάει στη Μόσχα, έγινε στενή φίλη και κουµπάρα του Ταρκόφσκι, και γνώρισε όλους τους µεγάλους, τον Ροστροπόβιτς, τον Σοστακόβιτς…  Ήταν µια περσόνα γκράντε. Εγώ τη γνώρισα αργά, επειδή έµενε στη Ρωσία. Με τον Τερζόπουλο είχαν ζήσει απίστευτα πράγµατα. Εκείνη µου τον σύστησε και τη λατρεύαµε. Και ξαφνικά η Μαρία µας πέθανε κι ακόµα δεν έχουµε συνέλθει. Ο χαµός της µας έδεσε πολύ».

Ο Νοσφεράτου θα έκανε πρεµιέρα στο Μπολσόι την άνοιξη που µας πέρασε, σε σύνθεση του Ρώσου Ντµίτρι Κουρλιάνσκι, λιµπρέτο του Δηµήτρη Γιαλαµά (µορφωτικού ακόλουθου στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας), διεύθυνση ορχήστρας του Θεόδωρου Κουρεντζή (καλλιτεχνικού διευθυντή του Θεάτρου Όπερας και Μπαλέτου της ρωσικής πόλης Περµ) και σκηνικά του εικαστικού Γιάννη Κουνέλλη.

Ωστόσο, η επίσηµη πρώτη θα δοθεί τελικά τον ερχόµενο Φεβρουάριο στην Περµ, στο «καλλιτεχνικό σπίτι» του Τσαϊκόφσκι όπου διαπρέπει σήµερα ο Κουρεντζής, ενώ παραστάσεις στο Μπολσόι θα γίνουν το Μάιο. «Ο Τερζόπουλος είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρεφόµαστε όλοι», λέει η Λουκία. «Στην ουσία είναι µια µοντέρνα όπερα. Ο Νοσφεράτου δίνει στους ανθρώπους µολυσµένο αίµα, θέλοντας να σκοτώσει ό,τι ωραίο υπάρχει γύρω του. Η υπόθεση αντλεί στοιχεία από την οµότιτλη γερµανική ταινία του 1922, αλλά ο σκηνοθέτης την προσεγγίζει σαν αυτό που συµβαίνει στην εποχή µας: Οι µεγάλοι τρώνε τους µικρούς, για να επικρατήσει το κακό. Είναι κάτι βαθύ, που µε κάνει να αναρωτιέµαι κυρίως πώς θα ζήσουν οι νέοι άνθρωποι κάτω από αυτές τις συνθήκες».

"Μετά από δυο χρόνια δουλειάς, µου δείχνει τα κοστούµια των δυο κεντρικών ηρωίδων του έργου, ραµµένα µε προδιαγραφές haute couture: µια σκοτεινή δηµιουργία σαν εικαστική εγκατάσταση για την κακιά αλχηµίστρια που θα υποδυθεί η Ναταλία Πσενιτσνίκοβα («Όταν το είδε ο συνθέτης, είπε ότι θα γράψει µια παρτιτούρα γι’ αυτό – κι εγώ ψήλωσα 10 πόντους!» σχολιάζει η Λουκία), κι ένα φωτεινό, αέρινο φόρεµα για την καλή Περσεφόνη, την οποία θα ενσαρκώσει η Σοφία Χιλλ. Υπάρχουν επίσης τα κοστούµια του Νοσφεράτου, Τάσου Δήµα, της αφηγήτριας, Άλα Ντεµίτοβα, και των τριάντα χορωδών,  που θα βρίσκονται επί σκηνής σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. «Η µισή µου καρδιά είναι στο θέατρο», λέει η Λουκία. «Και µε τα ρούχα που δηµιουργώ προσπαθώ να φέρνω στην καθηµερινότητά µας λίγη από τη µαγεία του θεάτρου.

Το αγαπώ τόσο πολύ, που θέλω όταν δουλεύω γι’ αυτό να το κάνω µε µεγάλο κέφι. Το ένστικτό µου µε πήγε κοντά στον Τερζόπουλο, γιατί µ’ ενδιαφέρουν πολύ τα έργα που ανεβάζει και ο τρόπος σκέψης του. Εκτός από τα καλλιτεχνικά του χαρίσµατα, είναι εξαιρετικός φίλος. Τι άλλο να πεις για έναν άνθρωπο που τον αγαπάς για το µεγάλο του ταλέντο, για τον ακέραιο χαρακτήρα του, για το ότι ξέρει να συγχωρεί και τα µικρά και τα µεγάλα, για το δόσιµό του στους ανθρώπους που αγαπάει; Είναι µια µεγαλοφυΐα και θεωρώ ότι είµαστε τυχεροί που τον έχουµε στην Ελλάδα».

Τον Οκτώβριο, η Λουκία έχει στο πρόγραµµα µια ακόµη πρόκληση: την παρουσίαση της κολεξιόν για τον ερχόµενο χειµώνα στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που πρώτη φορά ανοίγει τις πύλες του στη µόδα, όχι για µια απλή επίδειξη αλλά για µια σκηνοθετηµένη περφόρμανς- εγκατάσταση. "Θέλω να μιλήσω για τη γοητεία των πόλεων", εξηγεί. "Ας πούμε κάτι σαν Urban Poetry. Βάζω πάντα τίτλους στις κολεξιόν, για να μην ξεφεύγω από το concept, ενώ από τότε που ξεκίνησα, πριν 35 χρόνια, μόλις ολοκληρώνω μια συλλογή θέλω πάντα να προχωρήσω σε κάτι καινούριο, να πάω μπροστά". Μολονότι βρίσκεται σε απόλυτα δημιουργική φάση, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν την αφήνει αδιάφορη. "Όταν περνάω την πόρτα του ατελιέ μου, αφήνω πολλά πράγματα απ'έξω", λέει.

"Έχω δημιουργήσει εδώ έναν δικό μου κόσμο, λίγο του ονείρου, λίγο της φαντασίας, αλλά στεναχωριέμαι πάρα πολύ με όσα συμβαίνουν γύρω. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξη. Ειδικά με την υπόθεση μόδα, ακόμα και αν δεν υπήρχε η κρίση, δεν ξέρω τι θα γινόταν στην Ελλάδα. Πρέπει να βγουν στο χώρο νέοι άνθρωποι. Εγώ τώρα εκπαιδεύω μια νέα κοπέλα, τη Θεοδώρα Χριστοπούλου, που έχει μεγάλο ταλέντο. Έχει επηρεαστεί βέβαια από τη δική μου δουλειά, δε γίνεται αλλιώς, αλλά κάνει και δικά της πράγματα. Είναι σημαντικό αυτό αυτό. Ελπίζω να τα καταφέρει, να σπάσει το νήμα, να βγει μπροστά και να την ακολουθήσουν και άλλοι." Πάρης Κορμαρής