Βιβλία που ενώνουν ή εν τέλει μας χωρίζουν

vivlia-pou-enonoun-i-en-telei-mas-chorizoun

«Ο πατέρας μου πήγε σε βουλγάρικο σχολείο και έμαθε βουλγαρικά. Όταν όμως μιλούσε βουλγαρικά, εγώ δεν μπορούσα να τον καταλάβω. Είμαστε ντρούγκα νάτσιγια, άλλο έθνος. Εγώ δεν είμαι ούτε Ελληνας, ούτε Βούλγαρος, ούτε Σέρβος. Τι στο διάολο είμαι λοιπόν; Πρέπει να είμαι Μακεδόνας. Τι άλλο μπορεί να είμαι; Οταν ήρθα στον Καναδά από τη Φλώρινα, είχα όλα όσα ήθελα -δουλειά, οικογένεια, τα πάντα. Ομως δεν μπορούσα να βρώ τον εαυτό μου. Ενιωθα σαν μπάσταρδος, σαν ορφανός. Οταν έμαθα για τον Μεγάλο Αλέξανδρο και τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, όταν έμαθα για τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, αισθάνθηκα περήφανος. Ακριβώς όπως αισθάνεται περήφανος ο Ελληνας για την Ελλάδα ή ο Γάλλος για τη Γαλλία. Μπορώ να πάω στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, να πάρω μια βαθιά ανάσα και να φωνάξω ό,τι θέλω στα μακεδονικά. Αυτό είμαι...».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν σ' έναν πολιτικά ενεργοποιημένο Μακεδόνα του Τορόντο, γεννημένο στη Βόρειο Ελλάδα και δημοσιεύονται, ανάμεσα σε άλλες ανάλογες μαρτυρίες και από τη δική μας πλευρά, στη μελέτη του αμερικανού κοινωνικού ανθρωπολόγου Λόρινγκ Ντάνφορθ «Η μακεδονική διαμάχη - Ο εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Σ' αυτό το συναρπαστικό βιβλίο που μπορεί ν' ανοίξει τα μάτια όσων παρακολουθούν αμήχανοι τις τηλεοπτικές αντεγκλήσεις γύρω από την ονομασία της γειτονικής χώρας, ο Ντάνφορθ αντιπαραβάλλει τις εθνικιστικές ιστορίες και θέσεις της Ελλάδας και της FYROM για το ζήτημα που τις ταλανίζει τόσα χρόνια, χωρίς απ' τη μεριά του να υιοθετεί καμιά. Μέλημά του είναι να καταδείξει «τις λεπτές αποχρώσεις του γκρίζου» ανάμεσά τους, εξερευνώντας την περίπλοκη ιστορική διαδικασία μέσα από την οποία κατασκευάστηκε η μακεδονική εθνική ταυτότητα στο εκρηκτικά ανταγωνιστικό πεδίο των εθνικισμών των Βαλκανίων.

Πότε ξεκίνησε η ιστορία κατασκευής αυτής της ταυτότητας; Επί Τίτο ή από τον 19ο αιώνα;

Με τι επιχειρήματα οικειοποιούνται οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ το άστρο της Βεργίνας, ένα από τα ισχυρότερα σύμβολα της ελληνικότητας της Μακεδονίας; Ποια κατάσταση επικρατούσε στα Βαλκάνια όταν διαλύθηκε η οθωμανική αυτοκρατορία; Ποια στάση κράτησε η Ελλάδα απέναντι στη σλαβομακεδονική μειονότητα; Και πώς ενδυναμώθηκαν οι αλυτρωτικές βλέψεις των γειτόνων μας από την εποχή των μαζικών συλλαλητηρίων μέχρι σήμερα που η ελληνική εξωτερική πολιτική αποδέχεται πια μια σύνθετη ονομασία;

Δεν είναι βέβαια μόνο η μελέτη του Ντάνφορθ που επιχειρεί να δώσει απαντήσεις. Ο γρίφος του «σκοπιανού» ζητήματος που έγινε και πάλι «μακεδονικό», ξεδιπλώνεται σε τίτλους που αγκαλιάζουν ένα ευρύτατο φάσμα απόψεων. Σ' ένα καλά ενημερωμένο βιβλιοπωλείο βρίσκει κανείς από το βιβλίο του Σαράντου Καργάκου «Από το μακεδονικό ζήτημα στην εμπλοκή των Σκοπίων» (εκδ. Gutenberg) μέχρι εκείνο του Δημήτρη Λιθοξόου «Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην Ελλάδα» (εκδόσεις Μπατάβια), όπου το στέλεχος του μειονοτικού κόμματος «Ουράνιο τόξο» φέρνει τα πάνω κάτω στη θεώρηση της επίσημης ιστοριογραφίας. Κι όπως θα βρει την εκδοχή του στρατηγού Γρυλλάκη για τη «Μακεδονία χθες, σήμερα και αύριο» (εκδ. Λιβάνη) έτσι θα έχει πρόσβαση και στις «Μακεδονικές υποθέσεις» του Κίρστε Μίσιρκοφ (εκδ. Πετσίβα), του θεωρούμενου ως ιδρυτή της σύγχρονης «μακεδονικής» λόγιας γλώσσας που από το 1903 ζητούσε ν' αναγνωριστούν οι Σλάβοι της Μακεδονίας ως ξεχωριστή εθνότητα.

Πιάνοντας όμως το νήμα από την αρχαιότητα, αναπόφευκτα θα σταθούμε στα έργα ενός από τους διαπρεπέστερους βρετανούς ελληνιστές, του αείμνηστου ιστορικού Νίκολας Χάμοντ, την τρίτομη «Ιστορία της Μακεδονίας» (εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία) και το «Μακεδονικό κράτος -Γέννηση, θεσμοί και ιστορία» (εκδ. Παπαζήση).

Βαθύς γνώστης του γεωγραφικού χώρου της νότιας Βαλκανικής και των αρχαιολογικών θησαυρών του (σ' αυτόν χρωστάμε την ταύτιση της Βεργίνας με τις Αιγές, που ενίσχυσε την πεποίθηση του καθηγητή Ανδρόνικου για την ανεύρεση του τάφου του Φιλίππου), ο Χάμοντ παρακολουθεί στο «Μακεδονικό Κράτος» πώς οι νομάδες ποιμένες που είχαν εγκατασταθεί γύρω από τον Ολυμπο και την Πιερία συγκρότησαν και ανέπτυξαν το δικό τους κράτος μεταξύ 650 και 167 π.Χ., πώς ενσωμάτωσαν στον τοπικό και αρχαϊκό πολιτισμό τους εκείνον των υπόλοιπων Ελλήνων, και πώς καθοδηγούμενοι από μια ελληνικής καταγωγής ελίτ, απεγκλώβισαν τον ελληνισμό από τα στενά πλαίσια της πόλης-κράτους και τον κατέστησαν έναν από τους μεγαλύτερους πολιτισμούς της ανθρωπότητας.

Ένα διαφωτιστικό πανόραμα

Το 1992, ο Νίκολας Χάμοντ είχε δηλώσει πως η αναγνώριση της Δημοκρατίας των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία θα συνιστούσε «βιασμό της ιστορικής αλήθειας». Εκείνη την εποχή, ωστόσο, όπως θυμίζει ευθύς εξ αρχής ο Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του «Τα Βαλκάνια» (εκδ. Πατάκη), «ο κόσμος μιλούσε για τα Βαλκάνια σαν να υπήρχαν ανέκαθεν». Κι όμως διακόσια χρόνια νωρίτερα δεν είχαν ακόμα γεννηθεί. Οι Οθωμανοί εξουσίαζαν τη «Ρούμελη», τα αλλοτινά εδάφη των «Ρωμαίων» ή «χριστιανών», και για τους Δυτικούς που ήταν εξοικειωμένοι με κλασικούς γεωγραφικούς όρους όπως Μακεδονία ή Ηπειρος, ο όρος «Βαλκάνια» δεν σήμαινε τίποτε. Ο διακεκριμένος βρετανός ιστορικός δίνει ένα σύντομο αλλά διαφωτιστικό πανόραμα της πολύπαθης αυτής περιοχής ανά τους αιώνες, αναλύοντας πώς οι -βασισμένες στη θρησκεία κι όχι στην εθνοτική ταυτότητα- αυτοκρατορίες διαμόρφωσαν ήθη και πεποιθήσεις που δεν ήταν εύκολο να εξαφανιστούν εντελώς με τον ερχομό του σύγχρονου κόσμου.

Αν τα «Βαλκάνια» διαβάστηκαν όσο λίγα ιστορικά βιβλία στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια (έντεκα φορές ανατυπώθηκε από το 2002), η διατριβή της Αναστασίας Καρακασίδου «Μακεδονικές ιστορίες και πάθη 1870-1990» (εκδ. Οδυσσέας) πέρασε από χίλια κύματα μέχρι να εκδοθεί στα ελληνικά, καθώς προκάλεσε την οργή ακροδεξιών κύκλων. Κόρη ενός τουρκόφωνου χριστιανού πρόσφυγα από την Καππαδοκία και μιας ελληνόφωνης Θεσσαλονικιάς, η σημερινή αναπληρώτρια καθηγήτρια ανθρωπολογίας στο Wellesly College γαλουχήθηκε με την αντίληψη πως η ελληνική Μακεδονία κατοικούνταν από δύο ομάδες, τους «ντόπιους» και τους «πρόσφυγες» από τη Μικρά Ασία. Πώς αυτοί οι άνθρωποι, που συχνά έμοιαζαν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, είχαν καταλήξει να θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη μιας ενιαίας συλλογικής ομάδας; Επιστρατεύοντας μια σειρά από αρχειακά τεκμήρια και προφορικές μαρτυρίες, η Καρακασίδου παρουσιάζει την πορεία προς τη συγκρότηση εθνικής ταυτότητας των κατοίκων μιας μικρής κοινότητας της περιοχής του Λαγκαδά.

Εκτός από τους «ντόπιους», όμως, υπάρχουν και τα «ντόπικα», ένα θέμα-ταμπού που φώτισε διεξοδικά ο δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος στην «Απαγορευμένη γλώσσα» (εκδ. Βιβλιόραμα). Μελέτη στηριγμένη σε γνωστά αλλά και πολλά άγνωστα μέχρι πρότινος ντοκουμέντα, το βιβλίο του αναδεικνύει τη συστηματική καταστολή από τον ελληνικό κρατικό μηχανισμό του «τρισκατάρατου ξενικού ιδιώματος», μιας διαλέκτου που ώς το 1912 ήταν η μητρική γλώσσα για έναν στους τρεις κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας. Η στάση της χώρας μας απέναντι στη σλαβομακεδονική μειονότητα εξετάζεται με κριτική ματιά και στη μελέτη της Λένας Διβάνη «Ελλάδα και μειονότητες» (εκδ. Καστανιώτη).

Όσο για την πολιτική που ασκήσαμε ή έπρεπε να ασκήσουμε μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, υπάρχει η μαρτυρία του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου «Το ημερολόγιο ενός πολιτικού - Η εμπλοκή των Σκοπίων» (εκδ. Εστία): μια καταγραφή των πεπραγμένων του ως υπουργού Εξωτερικών την περίοδο 1992-1993, με ανάγλυφη την μελαγχολική διαπίστωση ότι η Ελλάδα, ανήμπορη να προσαρμοστεί στα καινούρια δεδομένα της περιοχής, έχασε τότε μια μεγάλη ευκαιρία.