Τζάμπα μάγκας. Στην έξοδο από την πλατεία προς τον κεντρικό δρόμο είναι παρκαρισμένο ένα ταξί γιατί, όπως γνωρίζουν οι παροικούντες στην περιοχή, λειτουργεί σαν πιάτσα ταξί. Ο ευτραφής κύριος όμως με το γκρι αυτοκίνητο, που έρχεται από άλλη περιοχή, δεν το γνωρίζει κι έτσι κολλάει πίσω από το ταξί που του κλείνει το δρόμο κι αρχίζει να κορνάρει έξαλλος.
Ένας ξεδοντιασμένος ταξιτζής βγαίνει από το ταξί, βγαίνει και ο ευτραφής κύριος από το γκρι αυτοκίνητο και αρχίζουν μεταξύ τους τα μπινελίκια και τα ζοριλίκια και μαζεύεται γύρω τους κόσμος από τη γειτονιά.
«Τώρα θα σου δείξω» λέει απειλητικά ο ξεδοντιασμένος ταξιτζής, «Τώρα θα σου δείξω εγώ» λέει και ο ευτραφής κύριος και μπαίνει ο ταξιτζής πάλι στο ταξί του και ειδοποιεί από τη μοτορόλα τους συναδέλφους του να σπεύσουν σε βοήθεια, ενώ την ίδια ώρα ο ευτραφής κύριος έξω από το γκρι αυτοκίνητό του τηλεφωνεί από το κινητό του στην τροχαία να έρθει να αναλάβει την υπόθεση.
Πρώτοι φτάνουν οι ταξιτζήδες βεβαίως και όχι ένας αλλά τρεις και μάλιστα περικυκλώνουν από διαφορετικούς δρόμους με τα οχήματά τους τον τόπο του συμβάντος. Ο ευτραφής κύριος τα χάνει και συμμαζεύεται, αν και συνεχίζει να επιμένει πως αυτός έχει δίκιο και ο ταξιτζής άδικο που του κλείνει το δρόμο και ήθελε να τον στείλει από μια παρακαμπτήριο οδό για να βγει στον κεντρικό. Το ίδιο τροπάρι του λένε τώρα και οι άλλοι ταξιτζήδες «αρωγοί», του εξηγούν πως εδώ είναι δικιά τους πιάτσα αλλά αυτός με πείσμα λέει και ξαναλέει «καλά, ας έρθει η τροχαία και θα δούμε».
Μόλις φτάνει το περιπολικό της τροχαίας και κατεβαίνουν από αυτό ένας άντρας και μια γυναίκα τροχονόμοι, ο ευτραφής κύριος ξεθαρρεύει και αρχίζει να σηκώνει πάλι τη φωνή του και -τρόπος του λέγειν- το ανάστημα του, να λέει για τον «απαράδεκτο ταξιτζή που δεν ήθελε να κουνηθεί», αλλά και τους άλλους «που ήρθαν εδώ με φόρα» και «γιατί ήρθαν δηλαδή;» Κι έτσι βρήκαν τον μπελά τους οι τροχονόμοι και τη γλίτωσαν οι συνάδελφοι του ξεδοντιασμένου ταξιτζή που έφυγαν σε λίγο και πήγαν στις δουλειές τους. Σιγά τα αίματα, θα μου πεις.
Να ένας ανόητος. Κάπου εκεί στη στροφή του κεντρικού δρόμου όπου έρχεται κάθετα το μονό, κόκκινο αστικό λεωφορείο έχει διπλοπαρκάρει το πράσινο Ι. Χ. αυτοκίνητό του - με τα αλάρμ να αναβοσβήνουν βεβαίως- κάποιος μαλάκας κι έχει κλείσει τις ροές της κυκλοφορίας προς κάθε κατεύθυνση σε αυτήν τη διασταύρωση.
Ο οδηγός του κόκκινου λεωφορείου κορνάρει, πίσω του και αριστερά του και δεξιά του κορνάρουν κι άλλοι, κόσμος έχει βγει από τα καταστήματα να δει τι συμβαίνει, στον κεντρικό δόμο πίσω από το κόκκινο λεωφορείο έχει σταματήσει και το διπλό γαλάζιο λεωφορείο και όσοι το περιμένουν στη στάση έχουν βγει στη μέση του δρόμου, μόνο ο οδηγός του διπλοπαρκαρισμένου αυτοκινήτου, που έχει κάνει όλη τη ζημιά, δεν φαίνεται πουθενά. Και τα κορναρίσματα συνεχίζονται και οι ουρές αναμονής των τροχοφόρων οχημάτων μεγαλώνουν.
Ώσπου, σε κάποια στιγμή εμφανίζεται από ένα κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών (κινητά τηλέφωνα, μπαταρίες και τέτοια) φουριόζος ένας νεαρός με μακριά μαλλιά, που τρέχει και μπαίνει στο πράσινο αυτοκίνητο κι αμέσως μεταδίδεται γύρω παντού ένα κύμα γιουχαϊτών ανάκατο με τον ψίθυρο «να ο μαλάκας». Ο νεαρός βάζει μπρος το πράσινο αυτοκίνητό του και ξεκινάει προσεκτικά μην πατήσει κανέναν, αλλά λίγο πιο κάτω, καθώς φτάνει μπροστά στη στάση του λεωφορείου με τον κόσμο που περιμένει, βγαίνει μπροστά μια κοντή κυρία, γύρω στα πενήντα, ντυμένη στα σκούρα, και του κλείνει το δρόμο. «Πού πας τώρα, ε; πού πας;» του φωνάζει απειλητικά. «Και η καθυστέρηση η δικιά μας εξαιτίας σου τόση ώρα… τι θα γίνει;» του ξαναφωνάζει και ο νεαρός χαμηλώνει με ντροπή το κεφάλι και περιμένει.
Έπειτα η κυρία παραμερίζει και τον αφήνει να περάσει, αλλά καθώς περνάει μπροστά της του χτυπάει με το χέρι το τζάμι και του πετάει για αποχαιρετισμό κι ένα ξεγυρισμένο «άι σιχτίρ μαλάκα». Τσαμπουκαλού η κοντή πενηντάρα κυρία κι ας μην της φαινόταν! Θα μου πεις: ο καθένας μπορεί να το παίξει τσαμπουκάς αν έχει γύρω ένα πλήθος με το μέρος του κι ο άλλος έχει τη φωλιά του χεσμένη.
Εντάξει, έστω κι έτσι.