Άρθρο της Μαρίας Παπαδοπούλου.
Βρισκόμαστε περίπου δυο εβδομάδες πριν από το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων, κι όλες το περιμένουμε πως και πως. Όλες; Δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Και μια στιγμή… ποιος είπε πως είναι τόσο χαρμόσυνο συμβάν τα Χριστούγεννα; Μπορώ να σας βρω με ευκολία πολλούς και διάφορους λόγους για τους οποίους μπορούν να θεωρηθούν κι αρκούντως ενοχλητικά.
Καταρχάς με το που παίρνεις τον πολυπόθητο 13ο μισθό στα χέρια σου (και πολύ πριν μη σας πω…), ζεστό ζεστό και λαχταριστό κι ονειρεύεσαι «Θα πάρω εκείνη τη φανταστική τσάντα που είδα στην βιτρίνα», «Θα κάνω δώρο στον εαυτό μου μια πλήρη σειρά περιποίησης, στο τάδε ινστιτούτο ομορφιάς», «Θα φύγω ταξιδάκι στο Παρίσι» κι άλλα τέτοια χαριτωμένα, η σκληρή πραγματικότητα σε προσγειώνει απότομα στη γη. Χίλιες μία υποχρεώσεις περιμένουν να τις καλύψεις, άπαντες γνωστοί και φίλοι περιμένουν να τους κάνεις το χριστουγεννιάτικο δωράκι τους (αλήθεια, εκείνοι από πότε έχουν να σου προσφέρουν κάτι;;;), κι ένα σωρό άλλα έξοδα που δεν τα είχες υπολογίσει σκάνε από 'δω κι από 'κει, αφήνοντας σε ελαφρώς απένταρη. Γκρρρρρρρρρρ… πάλι οι προσωπικές σου επιθυμίες έμειναν επιθυμίες!
Κι ενώ δεν έχεις στην τσέπη μία, δέχεσαι σε όποια φάση κι αν βρίσκεσαι (όρθια, στους δρόμους, καθιστή, στο αυτοκίνητο, σε καφετέρια, στη δουλειά, σε μπαρ με φίλους) εισβολή απ' όλους τους φτωχούς και καταφρονημένους αυτής της γης (αλήθεια, εσύ με τα ψίχουλα που βγάζεις, γιατί να μη θεωρείσαι ένας απ’ αυτούς;) που ζητούν τον οβολό σου. Νεαροί σε απεξάρτηση, μαθητές που θέλουν να πάνε πενταήμερη (από τώρα;;;), σύλλογοι τυφλών, κουτσών, ψευδών, Πακιστανοί παρμπριζοκαθαριστές, λαχειοπώλες, κατακαημένες φτωχές μάνες και λοιποί άποροι, ποντάρουν στις ευαισθησίες σου (με πιάνουν οι ευαισθησίες μου…!) που λόγω ημερών θα βγουν ξανά στην επιφάνεια, για να σου αποσπάσουν ότι περισσότερο μπορούν. Κι εσύ θα τους το δώσεις, γιατί αν και γνωρίζεις πολύ καλά πως οι περισσότεροι απ' αυτούς σε δουλεύουν ψιλό γαζί κι έχουν λογαριασμό στην τράπεζα, θέλεις να κάνεις την καλή σου την πράξη τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, για να 'χεις τη συνείδησή σου ήσυχη.
Και ξαφνικά, όλοι, γονείς, συγγενείς, θειάδες, μακρινές ξαδέλφες, μπατζανάκηδες και δεν συμμαζεύεται, θυμούνται πως είμαστε όλοι μία οικογένεια κι αυτές τις άγιες μέρες πρέπει να συναντιόμαστε πιο συχνά. Και δώσ’ του τα οικογενειακά τραπεζώματα κι οι επισκέψεις στα συγγενικά σπίτια, με τις αδιάκριτες ερωτήσεις να πέφτουν σαν βροχή «Εσύ τι κάνεις χρυσό μου; Πως πάει η δουλειά, οι έρωτες;» κι εσύ να 'χεις μια ακαταμάχητη όρεξη να χασμουρηθείς μέχρι να σου ξεκολλήσει το σαγόνι, αλλά να μην μπορείς με μια κίνηση/προσβλητική λέξη να πετάξεις τέτοιους ακριβούς δεσμούς αίματος στα… σκουπίδια.