Περί ασύλου και άλλων παθήσεων

peri-asulou-kai-allon-pathiseon

Μια χαρά πάμε, σας λέω! Αφού λύσαμε με τρόπο θαυμαστό το ζήτημα του στάιλινγκ των μπαχαλάκηδων, και εφεξής όποιος σπάει τη βιτρίνα του Vuitton φορώντας κουκούλα (ανεξαρτήτως μάρκας) την έχει από χέρι βαμμένη, δεν απέμεινε παρά ο επαναπροσδιορισμός / ανασκολοπισμός του πανεπιστημιακού ασύλου για να επανέλθει η τάξη κAι η ασφάλεια στα αστικά κέντρα της επικράτειας. Σύμφωνα με όσα ζυμώνονται σε κυβερνητικούς κύκλους, τη αρωγή κάτι δηλώσεων Παγκάλου και διάφορων έγκριτων αρθρογράφων, σύντομα.

Kαι πρώτα ο Θεός στους χώρους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το μόνο, λέει, που θα διακινείται ελεύθερα θα είναι οι (μεγάλες) ιδέες και η (ομολογουμένως, μικρότερη) επιστημονική έρευνα. Όποιος πάει να τους... διακουνηθεί αλλιώς μέσα σε πανεπιστημιακό έδαφος, θα κάνει ντου η αστυνομία –εκείνη, η σκιαγμένη και κομπλεξική– και θα τον συλλαμβάνει πάραυτα. Άσε που θα του κατάσχει και την κουκούλα – ή, τέλος πάντων, τα πειρατικά σιντί που διακινεί... 

Σοβαρά, όμως, αυτό το ζήτημα της άρσης, ή, τέλος πάντων, της αναθεώρησης του ασύλου είναι ένα ζήτημα τόσο αραχνιασμένο και θεωρητικό που μου προκαλεί νύστα. Βγαίνουν οι παλαιο, και νεοαριστεροί και κινδυνολογούν πως μια ενδεχόμενη άρση του πανεπιστημιακού ασύλου θα θέσει τελικά σε κίνδυνο το εργατικό κίνημα και τις διεκδικήσεις του. Φοβάμαι, σύντροφοι, ότι το μόνο που θέτει σε κίνδυνο το εργατικό κίνημα, ομού και τις διεκδικήσεις του, είναι το ίδιο του το βόλεμα. 

Κι ο ατομικιστικός παραγοντισμός του. Βγαίνουν κάτι άλλοι και γκρινιάζουν που ο διαβόητος νόμος-πλαίσιο άνοιξε ήδη παραθυράκια κατάργησης στον μέχρι τούδε ισχύοντα 1268/1982. Ούτε κι εκεί, ξαναφοβάμαι, είναι το πρόβλημα. Γενικά στην Παλαιοκώσταινα το πρόβλημα δεν είναι η διατύπωση ή η αυστηρότητα των ψηφισμένων νόμων. Το πρόβλημά μας, αδέλφια, δεν είναι το «dura lex», είναι το «sed lex». Εκείνο το ρημάδι το «αλλά» που έκανε τους Λατίνους εμπνευστές του να υπακούουν στον νόμο, μακάρι τι και θέλοντας και μη. 

Εμείς εδώ, θέλοντας να κουλαντρίσουμε το γεγονός ότι ο πανεπιστημιακός χώρος έχει καταντήσει να φιλοξενεί νομαδικές γιάφκες και μικροοπλοστάσια, μπαχαλάκηδες και χουλιγκάνους, ναρκω-ντίλερ και μικροπωλητές, και γενικά κάθε καρυδιάς καρύδι που έχει αποφοιτήσει από το μεγάλο πανεπιστήμιο της ζωής, θέλοντας, δηλαδή, αίφνης να περιφρουρήσουμε έναν εκπαιδευτικό χώρο από όλους αυτούς τους παρείσακτους, ασχολούμαστε με το αν θα επιτρέπεται να επεμβαίνουν οι αστυνομικές δυνάμεις στον προρρηθέντα γαμοχώρο. 

Και δεν κοιτάμε λίγο μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο. Που, ακολουθώντας κατά πόδας την Ελλάδα της τελευταίας 20ετίας, ήρθε και ξεχείλωσε φριχτά και μπάζει ασυδοσία και αδιαφορία από παντού – και ποιος χέστηκε κιόλας; Και προφανώς ο Αλαβάνος έβαλε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων με το μπιλιετάκι που απέστειλε σε Καραμανλή και Παπανδρέου (τους νεότερους, έτσι;) εισηγούμενος την ανασυγκρότηση της ΕΦΕΕ και των φοιτητικών συλλόγων. Μπας και μπορέσει, δηλαδή, η ανώτατη εκπαίδευση να ξανανοιαστεί λιγάκι η ίδια για το τσαρδί της και την πάρτη της. 

Αντί να βουλιάζει στον ωχαδελφισμό, τον κομματικοποιημένο τραμπουκισμό και την ανυποληψία των στείρων διεκδικήσεων. Αλλά τι λέω, τώρα; Πάω πίσω (μμμ, αρκετά πίσω, περνάνε και τα χρόνια) και θυμάμαι τα δικά μου φοιτητικά χρόνια στο Εθνικό και Καποδιστριακό. Όντας γραφικά μη κομματικοποιημένη και ολίγον μονήρης από κατασκευής, τα χρόνια των σπουδών μου πέρασαν από πάνω μου σαν τη βροχή που κυλάει πάνω στο αδιάβροχο. Καμιά αίσθηση κοινότητας και ανήκειν, τίποτα επί της ουσίας δημιουργικό. 

Εκείνα τα χρόνια, ούτε καν χωροταξική ενότητα δεν υπήρχε, τρέχαμε για μάθημα από τη Νομική στα Προπύλαια κι από την Αραχώβης στην Ιπποκράτους, μέχρι που βαρέθηκα κι έκοψα τις παρακολουθήσεις και μελετούσα μονάχη επαφιόμενη στην έμφυτη φιλομάθειά μου. Δεν ξέρω καθόλου πώς έχουν τα πράματα πια σήμερα στο, και καλά, campus στου Ζωγράφου. 

Υποψιάζομαι, όμως, ότι θα επικρατεί, όπως πάντα, ο νόμος των πιο σαματατζήδων, ότι κανείς δεν θα αγαπάει και δεν θα νοιάζεται τα κτίρια και τους «κήπους», ότι η φιλομάθεια θα ψιλοχλευάζεται και μόνο κάτι μικροπυρήνες δημιουργικότητας και νηφαλιότητας θα επιβεβαιώνουν, σαν κάθε εξαίρεση, τον λυπηρό κανόνα. Αυτό θέλουμε να περιφρουρήσουμε από τους μπαχαλάκηδες; Το ήδη μπαχαλεμένο σκορποχώρι; Που ούτε οι ίδιοι οι πρυτάνεις του δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σε τίποτα κλεισμένοι επί μέρες στο ορεσίβιο σπα στα πέριξ του Καρπενησίου; Άι σιχτίρ, μωρέ! Όταν δεν νοιάζεσαι εσύ ο ίδιος για το σπιτικό σου, θα έρθει ο ΜΑΤατζής να σου το προστατέψει; 

Θυμάμαι, πάει πολύς, πολύς καιρός, όταν είχα δει το «Φράουλες και αίμα», την εμβληματική εκείνη ταινία του επαναστατικού 1970, υπήρξε μια παράπλευρη ανθυπολεπτομέρεια που, μανιακή καθώς είμαι με την τάξη, μου είχε εντυπωθεί: Εκεί προς το τέλος της ταινίας, που ο Σάιμον έχει πια γίνει γκουρού της φοιτητικής εξέγερσης στο Σαν Φρανσίσκο του 1968, στην κορύφωση των κινητοποιήσεων όπου γίνεται το σύστριγγλο, το μόνο που έκαναν οι φοιτητές ήταν να αναρτούν τα οργίλα τους πανό στις προσόψεις του κτιρίου. Κανένα σπάσιμο, κανένα σύνθημα στους τοίχους, ούτε ένας βανδαλισμός. Να ’τανε μόνο η σκηνοθετική ωραιοποίηση του Χάγκμαν; Μμμμ, κάτι μου λέει πως όχι. Κάτι μου λέει πως αν δεν παινέψεις και δεν περιφρουρήσεις εσύ ο ίδιος το σπίτι σου, πέφτει και σε πλακώνει...