Σαν παρτιτούρα του Μότσαρτ

san-partitoura-tou-mozart

Ο Ντανιέλ Οτέιγ μας είναι γνωστός μέσα από τη μεγάλη οθόνη. Η παρουσία του έχει συνδεθεί με ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου που έχουν συζητηθεί ευρέως και αυτή τη στιγμή το όνομα του στο χρηματιστήριο του ευρωπαϊκού σινεμά φιγουράρει στις πρώτες θέσεις. Να όμως που το αθηναϊκό θεατρόφιλο κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει τον πρωταγωνιστή του φιλμ «Κρυμμένος», της «Μανόν των πηγών» και του «Μια καρδιά τον χειμώνα» ζωντανά στη σκηνή του Παλλάς. Ο Ντανιέλ Οτέιγ υποδύεται τον Αρνόλφο στο «Σχολείο γυναικών» του Μολιέρου, ρόλο μέσα από τον οποίο ισχυρίζεται ότι ανακαλύπτει μια «καινούργια νεότητα». 

Η παράσταση που σκηνοθέτησε πέρυσι ο Ζαν-Πιερ Βενσάν για το ιστορικό Odéon-Théâtre de l’Europe, παρουσιάζεται στην Αθήνα, στις 11 και 12 Φεβρουαρίου, στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Θέατρο πέρα από τα όρια» που διοργανώνει η Αττική Πολιτιστική Εταιρεία σε συνεργασία με την Ελληνική Θεαμάτων. Δεν είναι η πρώτη φορά που «κλείνουν ραντεβού» Οτέιγ, Βενσάν και Μολιέρος. Έχουν προηγηθεί οι «Κατεργαριές του Σκαπίνου» (1990), μια μολιερική κωμωδία διαφορετικής υφής από το «Σχολείο γυναικών». 

Το τελευταίο εγκαινιάζει στο γαλλικό θέατρο την ψυχολογική κωμωδία και μέσα από αυτό ο Μολιέρος αποδεικνύεται έξοχος ανατόμος των κοινωνικών συμβάσεων της εποχής του, ενώ εξαπολύει το πρώτο μεγάλο χτύπημα εναντίον ορισμένων μηχανισμών εξουσίας. Ο Ζαν-Πιερ Βενσάν εμπιστεύεται, εδώ, στον Οτέιγ τον πρώτο ρόλο μιας «χαραυγής θεάτρου και ανθρωπιάς», ίσως στο πιο ανατρεπτικά φιλοσοφικό έργο του Μολιέρου. Η σκηνοθετική οπτική λαμβάνει υπόψη της το σήμερα, δίχως να αγνοεί το περιβάλλον της εποχής που γράφτηκε το έργο. 

Ο γερμανός φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ έλεγε πως «το να δουλεύεις πάνω σε ένα κλασικό έργο είναι σαν να ανάβεις ένα κερί και από τις δύο μεριές». Δίχως ιστορικότητα το έργο είναι ακατανόητο, τουλάχιστον εν μέρει. Δίχως απόηχο στο σήμερα δεν έχει χρησιμότητα. Με αυτή την αρχή προσέγγισε το «Σχολείο γυναικών» του Μολιέρου ο σκηνοθέτης. «Ανεβάζουμε το έργο σήμερα, όχι χθες και ούτε για το χθες. Το παρελθόν πρέπει να υπηρετεί το παρόν και όχι αντίστροφα» τονίζει. 

«Δεν επιλέξαμε το Σχολείο λόγω κάποιας ιδιαίτερης προτίμησης στα χιλιοπαιγμένα κλασικά κείμενα, όσο κι αν αυτά χαίρουν ευρέως θαυμασμού και εκτίμησης. Μπορούμε όμως να κατανοήσουμε πλήρως το παρόν δίχως τη γνώση, και την κρίση, όσων έχουν προηγηθεί; Όλα αυτά τα κορίτσια που υπόκεινται σε διάφορες μορφές βίας και καταπίεσης παντού στον κόσμο, όλα τα αυταρχικά αρσενικά, η προσφυγή στον θρησκευτικό σκοταδισμό για λόγους που δεν σχετίζονται με τίποτε το πνευματικό, όσα αποτελούν τις μικρές καθημερινές μας τραγωδίες, όλα αυτά εμφανίζονται στο “Σχολείο γυναικών”». 

Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι ο Μολιέρος δεν είναι σύγχρονός μας. «Θα ήταν λάθος να εκσυγχρονίζαμε τη φόρμα του κειμένου. Υπάρχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο να ξαναβρούμε μέσα στην ιστορία του έθνους μας, μέσα στην κουλτούρα και την παράδοση που μας μεταδόθηκε τις ρίζες ορισμένων σύγχρονων σφαλμάτων». Το ανέβασμα του «Σχολείου γυναικών» σήμερα είναι για τον ίδιο τον Ζαν-Πιερ Βενσάν ένα «συνεχές ταξίδι, λέξη προς λέξη, πράξη προς πράξη, από και προς τον 17ο αιώνα, ανάμεσα στον Μολιέρο και σε εμάς». 

Για τον Οτέιγ η δύναμη του Μολιέρου βρίσκεται στην οικειότητα που αναπτύσσει κανείς με το έργο του, έργο το οποίο «δεν αποτελεί φιλολογία, είναι σαν μία παρτιτούρα με νότες που άφησε ο Μότσαρτ, μόνο που αντί για νότες είναι λέξεις. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να τις ξαναδιαβάζουμε. Αυτή είναι η δύναμη του Μολιέρου. Γι’ αυτό μπορώ να πω ότι μας ανήκει, μας είναι οικείος αλλά συγχρόνως είναι οικουμενικός, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο». Το «Σχολείο γυναικών» αποτελεί ένα άλμα στο συνολικό έργο του Μολιέρου. Και το άλμα αυτό πραγματοποιείται μέσα από την εξέλιξη του κειμένου: Παρακολουθούμε τη φάρσα να μεταμορφώνεται σε κωμωδία, με τέτοια ακτινοβολία και μέγεθος που εγκολπώνεται μέσα της και το δράμα. Το «Σχολείο συζύγων», γραμμένο μόλις ένα χρόνο πριν, αποτελούσε ακόμα μια φόρμα περιορισμένη, παρά τη δεξιοτεχνία και τη χάρη της. 

Εδώ, σκηνή σκηνή βλέπουμε να αναπτύσσεται μία ποιητική φλέβα χωρίς προηγούμενο, που θα οδηγήσει τον Μολιέρο στη συγγραφή μεγάλων αριστουργημάτων. Είναι μια κωμωδία με κάποια εμφανώς σκοτεινή πλευρά: Το αίσθημα του εγκλωβισμού, η μελαγχολία των γηρατειών, η ανθρώπινη ανοησία αποτελούν μερικά από τα θέματά της. «Στην παράσταση θελήσαμε να αναδείξουμε την πιο υψηλή μορφή φάρσας, αυτό ακριβώς που κατάφερε πρωταρχικά ο Μολιέρος. 

Γιατί ορισμένες φορές η ευφυΐα γίνεται καλύτερα εμφανής μέσα από το γέλιο», σύμφωνα με τον σκηνοθέτη. Ένας άνδρας, ο Αρνόλφος, έχοντας εμμονή με τη γυναικεία μοιχεία, έχει πάρει υπό την προστασία του τη μικρή Αγνή, για να την κάνει μια μέρα την ιδανική γι’ αυτόν γυναίκα. Την κλείνει στο σπίτι, αφήνοντάς την στο σκοτάδι σε σχέση με ό,τι αποτελεί τον έξω κόσμο. Μεγαλώνει μέσα σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «αφέλεια». Μια μέρα το κορίτσι ερωτεύεται έναν νεαρό περαστικό, τον Οράτιο. 

Για να την αποσπάσει από τον νεανικό έρωτα ο Αρνόλφος επικαλείται την ορθή κρίση του κοριτσιού. «Δεν έχει νόημα να μου ζητάς ορθή κρίση. Είμαι ανόητη» λέει η ίδια. Καταφέρνει έτσι, όχι και με τόσο ανόητο τρόπο, να του ξεφεύγει. Πέρα από τους δυο βασικούς πρωταγωνιστές, το έργο παρουσιάζει ακόμη έναν κόσμο που στρέφεται γύρω από τον κυνηγημένο από εφιάλτες Αρνόλφο. Υπάρχει ο Κριζάλντ, «ο φίλος». 

Υπάρχουν η Ζορζέτ και ο Αλέν, οι υπηρέτες που έχουν προσληφθεί για το φτωχό τους πνεύμα και οι οποίοι θα απελευθερωθούν, όπως και η Αγνή, όταν η λογική του Αρνόλφου θα νικηθεί από τις πιο απλές ιδέες, τις πρωτόγονες αντιδράσεις. Υπάρχει ένας συμβολαιογράφος, υπερβολικά σοβαρός, ο οποίος παρασύρεται από τη δίνη των περιστάσεων σε μια φάρσα παραλόγου. Υπάρχει, τέλος, η Αμερική που αποβιβάζεται με τη μορφή του εξόριστου πατέρα που επιστρέφει έχοντας κάνει περιουσία, ένας από μηχανής θεός, χωρίς τον οποίο η ιστορία δεν θα τελείωνε σαν παραμύθι.