Δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε πρόσφατη ανταπόκριση του Barons για την Ελλάδα στην οποία γινόταν μνεία σε αναφορές εγχώριας ιστοσελίδας εξειδικευμένης στα τραπεζικά θέματα σύμφωνα με την οποία οι Ελληνικές τράπεζες κινδυνεύουν. Μου προκαλεί δε έκπληξη το γεγονός ότι ενορχηστρωμένη επίθεση κατά του τραπεζικού συστήματος αναπαραγάγει ανταποκρίσεις από χώρες όπως την Αλβανία και η Ρωσία σύμφωνα με τις οποίες οι πολίτες των χωρών αυτών που διαμένουν εδώ θα έπρεπε να αποσύρουν τις καταθέσεις τους εξαιτίας των κινδύνων που δημιουργεί η κρίση στο τραπεζικό σύστημα. Οι ταχύτατες δε υποβαθμίσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης έρχονται στην συνέχεια να αυξήσουν τις πιέσεις. Εύλογα γεννάται το ερώτημα πως είναι δυνατόν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα τα πραγματικά προβλήματα των τραπεζών εγχωρίως - που στην ουσία δεν είναι μεγαλύτερα εκείνων των άλλων χωρών της Ευρωζώνης- να παρουσιάζονται τόσο διογκωμένα ώστε να παραπέμπουν σε κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος.
Ασφαλώς σημαντική βαρύτητα δίνεται στο γεγονός ότι εξαιτίας της υποβάθμισης του χρέους της χώρας τα Ελληνικά ομόλογα δεν μπορούν να διασφαλίσουν απρόσκοπτη ροή δανεισμού από την διατραπεζική αγορά. Ασφαλώς η διόγκωση των επισφαλειών δημιουργεί προβλήματα δεικτών φερεγγυότητας. Ο συνδυασμός δε των παραπάνω με την ταυτόχρονη αντίδραση πανικού μεγάλης μερίδας καταθετών που «διοχέτευσαν» τις καταθέσεις τους προς άλλες «ασφαλέστερες» κατευθύνσεις σίγουρα έχει δημιουργήσει μία κατάσταση προβληματισμού στις διοικήσεις των τραπεζών. Η ύπαρξη των προβλημάτων αυτών όμως, δεν είναι δυνατόν να μας οδηγήσει στο να παραβλέψουμε το γεγονός ότι έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διατηρούνται σε επίπεδο ψηλότερο του μέσου όρου των τραπεζών της Ε.Ε.. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί βέβαια το γεγονός ότι παρά τις γενικότερες αντοχές του τραπεζικού συστήματος δεν αποκλείεται κάποιες τράπεζες να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και πιθανώς δυνατότητας ουσιαστικής ανάπτυξης. Άλλωστε, ονόματα τραπεζών που πιθανώς να λειτουργούν σήμερα κάτω από αυτής της μορφής το προβληματικό περιβάλλον ακούγονται όχι μόνον από εγχώριες πηγές, αλλά και από αναλυτές του εξωτερικού. Όμως, αυτή η ενδεχόμενα μεμονωμένη αδυναμία δεν οδηγεί σε εξαύλωση του τραπεζικού συστήματος όπως κάποιοι σπεύδουν να προεξοφλούν.
Παρά τις συνεχιζόμενες διεργασίες, η επιτυχής ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης είναι θέμα χρόνου. Χρεοκοπία της χώρας αποκλείεται και θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί προ καιρού. Κατά συνέπεια οφείλω να επισημάνω πως ο κεκαλυμμένος πανικός των καταθετών που απέσυραν και αποσύρουν τις καταθέσεις τους για να τις φυλάξουν σπίτι τους ή στο εξωτερικό θα έπρεπε να είχε αποτραπεί με συγκεκριμένες ενέργειες του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Όμως, η αδυναμία συντονισμένων ενεργειών τόσο του κ. Προβόπουλου, όσο και διοικήσεων των άλλων τραπεζώ,ν δημιούργησαν και εν μέρει εξακολουθούν να συντηρούν το αδικαιολόγητο κλίμα αβεβαιότητας γύρω από το τραπεζικό σύστημα. Μία αβεβαιότητα που συντηρείται με φήμες. Μία αβεβαιότητα που σίγουρα δημιουργεί προβληματισμό για τα αποτελέσματα των τραπεζών του πρώτου τριμήνου, όμως απέχει πολύ από την εικόνα που επιχειρείται να δημιουργηθεί περί συνολικής κατάρρευσης.
Στην γενικότερη προσέγγιση που επιχειρείται, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η ενεργοποίηση του πακέτου στήριξης θα δώσει σίγουρα πνοή ρευστότητας στο σύστημα γενικότερα. Όμω,ς η σταδιακά επιχειρούμενη «εσωτερική υποτίμηση» θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στα αποτελέσματα των τραπεζών, δρομολογώντας ταυτόχρονα διαδικασίες ανακατατάξεων μέσω συγχωνεύσεων με στόχο την διατήρηση ισχυρών σχημάτων ικανών να ξεπεράσουν την κρίση. Ως προς την χρηματιστηριακή πορεία δε των τραπεζών, εκτιμώ πως εάν σε βάθος χρόνου γίνεται λόγος για πτώση επιπέδου τιμών της τάξεως του 20-30%, τότε μετά από μία βραχυπρόθεσμη θετική αξιολόγηση της ενεργοποίησης του πακέτου στήριξης, θα επέλθει προσαρμογή χρηματιστηριακών τιμών στα επίπεδα της επιδιωκόμενης «εσωτερικής υποτίμησης».