Η αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής

i-arxitektoniki-tis-skorpias-zois


«Πιστεύεις;». Δεχόμαστε εκ προοιμίου ότι η απάντηση στην ερώτηση είναι θετική και ότι αυτό που διαφέρει είναι το αντικείμενο της πίστης. Η έννοια της πίστης «υπάρχει σαν λειτουργία και δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί αυτή τη λέξη» υποστηρίζει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο οποίος με την τελευταία του παραγωγή «Βίοι (ζωές) Αγίων» εισάγει αυτού του είδους τον προβληματισμό. Παλιομοδίτικος εξοπλισμός καφενείου, άδεια μπουκάλια σπαρμένα εδώ κι εκεί, μια λεκάνη, στον τοίχο σημειώματα και φωτογραφίες αποτελούν το σκηνικό της παράστασης, μαζί με ένα τραπέζι με καρέκλες που κυριαρχεί στον χώρο. Γύρω από αυτό το τραπέζι συναντιούνται άνθρωποι που δεν είναι άγιοι. Δεν μας νοιάζει ποιοι είναι. Ούτε γιατί ήρθαν. Ούτε πού πάνε. Δεν έχουν ονόματα. Όλα τα πρόσωπα είναι φωνές ή αναμνήσεις. Ζωές, παραδείγματα άλλων ανθρώπων, αναπνέουν και πεθαίνουν στον χρόνο της παράστασης, ένα χρόνο που κυλάει αργά. Υπάρχουν «άγιοι» σήμερα; 

Και ποιοι είναι αυτοί; Φορούν φωτοστέφανο καθώς διασχίζουν την Πανεπιστημίου ή μήπως ζουν δίπλα μας, σιωπηλά, σε ένα περιθώριο της συμβατικής ζωής και δοκιμάζονται με την εσωτερική πάλη που κάνουν με τον κόσμο; «Ανέκαθεν υπήρχαν άγιοι, ίσως και πριν από τον Χριστό. Πριν τη χριστιανική ορολογία. Απλώς είναι πιο δυσδιάκριτοι. Πιο σιωπηλοί». Δύσκολα μιλάει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός για τις δουλειές του. Γι’ αυτήν ακόμη δυσκολότερα, από φόβο μήπως «υπάρξει παραβίαση της εννοιολογίας της». Ωστόσο τονίζει πως δεν σκοπεύει να κάνει ένα αφιέρωμα στους Αγίους: «Δεν το έχουν ανάγκη αυτοί. Εμείς έχουμε ανάγκη κάποια πράγματα. Εγώ τουλάχιστον. 

Έχω ανάγκη μιας διαρκούς σχέσης ή υπενθύμισης της πνευματικότητας των πραγμάτων, ακόμα και στην καθημερινότητα. Η πνευματικότητα δεν υπάρχει σε ειδικά κλουβιά ή σε ειδικούς χώρους που πληρώνεις εισιτήριο και μπαίνεις. Η πνευματικότητα ενυπάρχει παντού. Είναι θέμα βλέμματος, ευαισθησίας και κάποιων αρχών. Αυτή είναι η αγωνία που κρύβεται πίσω από την παράσταση». Σε αυτή την αγωνία συναντά δύο μεγάλα κείμενα. Αφενός, τον Συναξαριστή, που είναι η συλλογή των βίων όλων των γνωστών Αγίων, δηλαδή των ανθρώπων που με κάποιο τρόπο αγωνίστηκαν για τα πιστεύω τους και πάλευαν γι’ αυτά. 

Οι περισσότεροι είναι μάρτυρες. Και στην ιστορία της ανθρωπότητας έχουμε πολλούς μάρτυρες – δεν είναι προνόμιο μιας Εκκλησίας. Επίσης διασταυρώνεται με τον λόγο και τη σκέψη του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, ενός πνευματικού ανθρώπου με μια ιδιαίτερη τροχιά στην ελληνική σκέψη και τα γράμματα. «Με συγκινεί η πνευματικότητά του. Από ένα σημείωμα νοικοκυράς για το μπακάλικο μπορεί να αποκαλύψει ένα ρυθμό των πραγμάτων που ακόμη και το μπακάλικο σ’ το κάνει λίγο πιο ενδιαφέρον». Αυτό έχει σημασία στην τέχνη, υπογραμμίζει. 

«Γιατί η μονάδα μέτρησης της ζωής είναι η καθημερινότητα. Οπότε δεν γίνεται να αλλάξεις την ποιότητα της ζωής σου αν δεν μπορείς να έχεις καλύτερη σχέση με την ποιότητα της καθημερινότητας. Μένουν απλά, μόνο μεταφυσικά, κάποιες ονειρεμένες διακοπές που δεν είναι ικανές να συγκεντρώσουν όλα αυτά που έχει ανάγκη ο άνθρωπος καθημερινά. Αλλά κι όταν πας σ’ αυτές τις διακοπές, π.χ. στις Μπαχάμες, και πάλι δεν πετυχαίνεις το ζητούμενο. Το θέμα είναι πώς θα φέρουμε τις “Μπαχάμες” πιο κοντά». Με βάση τους δύο αυτούς άξονες συντίθεται η «αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής», όπως χαρακτηρίζει τον πυρήνα της παράστασης. «Δεν είναι κάποιο στυλ η επιλογή λογοτεχνικών κειμένων. Το οτιδήποτε με απασχολεί. 

Η πηγή μπορεί να είναι πολλά πράγματα. Δεν είμαι στενά προσδεδεμένος στο άρμα της θεατρικής λογοτεχνίας, των θεατρικών έργων. Όχι. Αλλά στο τέλος πάντα υπάρχει ο λόγος. Υποστηρίζω τον λόγο. Μου αρέσει να υπάρχει ένα κείμενο που να έχει σημασία. Ένα αυτόνομο έργο που να διαβάζεται. Απλώς το μηχάνημα παραγωγής του κειμένου, της τελικής σύνθεσης, είναι η θεατρική διαδικασία». Θεωρεί ότι η παράσταση, όπως και κάθε παράσταση, είναι μια παραβολή. «Ακόμα και μία μυθιστορηματική βιογραφία επί σκηνής παραβολή είναι. 

Δεν είναι ντοκιμαντέρ. Φυσικά χρησιμοποιεί πραγματικά και λογοτεχνικά υλικά». Εν προκειμένω, μέσα από τα πρόσωπα που βρίσκονται επί σκηνής, μέσα από κάποιες σχέσεις τους «αναδύεται κάτι το οποίο θα μπορούσε να το καταχωρίσει, να το περιγράψει κανείς σε θεώρημα αγιοσύνης. Υπάρχουν πρόσωπα τα οποία έχουν κάποιες στιγμές ένα συγκινητικό φέγγος. Κι αυτό δανείζουν σε όποιες δράσεις ή λόγους χρησιμοποιούν». Προχωρώντας ανακάλυψε ότι στην παράσταση υπάρχει μια σκέψη που «έχει στη βάση της μια ελληνικότητα, μια ελληνική ιθαγένεια». 

Και αυτό του άρεσε. «Δεν είμαι υπέρμαχος των ελληνοπρεπών πραγμάτων. Ξαφνικά όμως υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που ακόμη και σε περιόδους έκπτωσης της ελληνικής κοινωνίας βρίσκονται εκεί. Θεωρώ ότι είναι σωστό να υπενθυμίζονται με ένα τρόπο, γιατί σε όλους μας αρέσουν και μας συγκινούν βαθιά, όπως η φιλοσοφική γενναιοδωρία στα πράγματα. Χωρίς τη γενναιοδωρία δεν μπορεί να υπάρχει πίστη. Οποιαδήποτε μορφή πίστης. Αυτή η υφέρπουσα γενναιοδωρία διατρέχει όλη την παράσταση».

«Βίοι (ζωές) Αγίων». Ιδέα, σύλληψη, σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός. Δραματουργική επεξεργασία: Μιχαήλ Μαρμαρινός, Μυρτώ Περβολαράκη, σε συνεργασία με τον ποιητή Νίκο Παναγιωτόπουλο. Μουσική σύνθεση: Δημήτρης Καμαρωτός. Σκηνογραφία: Κένι ΜακΛέλαν. Κοστούμια: Ντόρα Λελούδα. Παίζουν: Θεοδώρα Τζήμου, Μελίνα Αποστολίδου, Σμαρώ Γαϊτανίδου, Γιώργος Κριθάρας, Αλεξάνδρα Παυλίδου, Θοδωρής Πολυζώνης και η κόρη του Μ. Μαρμαρινού, Αλκυόνη. Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες. Προγραμματισμένη πρεμιέρα 22 Φεβρουαρίου.