Η Αθήνα σε αναζήτηση απαντήσεων

i-athina-se-anazitisi-apantiseon

Δύο στάσεις στην πόλη για τον πολιτισμό του άστεως, τον πολιτισμό της καθημερινότητας, τον πολιτισμό των δρόμων. Ακαδημαϊκή αποκέντρωση; Το επανέφερε ο υπουργός Παιδείας. «Θα έπρεπε το Πολυτεχνείο να το έχουμε μετατρέψει σε ένα Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, για να θυμόμαστε όλοι το τανκ που εκείνο το βράδυ επιχείρησε βιαίως να καταλύσει την πανεπιστημιακή ελευθερία του στοχασμού και του λόγου». 

Ο Άρης Σπηλιωτόπουλος δεν αναφερόταν μόνο στο συγκρότημα του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Μιλώντας στη ΝΕΤ, πρότεινε τη μεταφορά όσων πανεπιστημιακών σχολών παραμένουν στο κέντρο της Αθήνας στην Πανεπιστημιούπολη και στην Πολυτεχνειούπολη, στου Ζωγράφου. Με την πρόταση Σπηλιωτόπουλου εμφανίζεται να συμφωνεί και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Κ. Σκανδαλίδης, ο οποίος έχει ζητήσει τη μετατροπή του ιστορικού κτιρίου του Πολυτεχνείου σε έναν «πνεύμονα ανάσας, πολιτισμού και ελεύθερης έκφρασης των νέων στην Αθήνα». Το θέμα απλά δεν θα υπήρχε αν όλοι κάναμε τη δουλειά μας. 

Οι πανεπιστημιακοί τη δουλειά τους, οι φοιτητές τη δική τους, η αστυνομία τη δική της, εμείς, η κοινωνία, τη δική μας. Έχει δίκιο η δημοτική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ όταν υπερασπίζεται την πολυλειτουργικότητα του κέντρου της πόλης. Διαβάζω λοιπόν στην ανακοίνωση της «Ανοιχτής Πόλης» ότι το κέντρο της Αθήνας «οφείλει να είναι ανοιχτό όχι μόνο στους πελάτες των εμπορικών καταστημάτων και στους τουρίστες, αλλά σε όλους τους κατοίκους της Αθήνας, στους φοιτητές, στους εργαζόμενους, στους νέους και τις νέες. 

Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας του κέντρου, δέχονται και δίνουν ερεθίσματα, αποτελούν ανοιχτούς δημόσιους χώρους. Ας αναρωτηθούν, λοιπόν, όσοι προτείνουν τέτοιου είδους «λύσεις» για ποιο λόγο η Σορβόννη βρίσκεται, ακόμη, στο κέντρο της γαλλικής πρωτεύουσας, όπως και αντίστοιχα ιδρύματα στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις». 

Μερικές ενστάσεις μόνο. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα και όπως θα δούμε λίγο παρακάτω, το κέντρο της Αθήνας δεν είναι ανοιχτό για κανέναν. Πόσο μάλλον για τους πελάτες των εμπορικών καταστημάτων. Οι τουρίστες, ειδικά φέτος, δείχνουν άφαντοι. Όσο για τη σύγκριση με τη Σορβόννη μου φαίνεται τουλάχιστον ατυχής. Δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες από τότε που οι ειδικές δυνάμεις της γαλλικής αστυνομίας εκκένωσαν το κτίριό της, το οποίο είχε καταληφθεί τα ξημερώματα της Παρασκευής από περίπου διακόσιους διαδηλωτές. 

Η εισβολή των Δημοκρατικών Σωμάτων Ασφαλείας (CRS) από την είσοδο της οδού Σορβόννης έγινε με αστραπιαία ταχύτητα, ενώ οι καταληψίες στο αμφιθέατρο Τιργκό δεν προέβαλαν την παραμικρή αντίσταση. Οι διαδηλωτές συμμετείχαν στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας της Πέμπτης κατά των μεταρρυθμιστικών σχεδίων της υπουργού Ανώτατης Παιδείας Βαλερί Πεκρές, τα οποία προβλέπουν σημαντική συρρίκνωση του διδακτικού προσωπικού στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Γαλλίας. Σκεφθείτε τι θα είχε συμβεί στην Αθήνα αν τα ΜΑΤ εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο απομακρύνοντας καταληψίες. 

Κανείς δεν οραματίζεται το κέντρο της Αθήνας σαν ένα απέραντο θερμοκήπιο κλινικής ευταξίας. Οι πόλεις ήταν ανέκαθεν ζωντανά πεδία συγκρούσεων. Στην Αθήνα όμως ζούμε σε μια εποχή που ακόμα και οι πιο αυτονόητες έννοιες επανακαθορίζονται. Φοβάμαι πως επειδή δεν αντιδράσαμε τη στιγμή που έπρεπε, καλούμαστε σήμερα να πληρώσουμε ένα δυσανάλογο κόστος. Επειδή δεν εφαρμόζουμε το ακαδημαϊκό άσυλο σύμφωνα με το γράμμα του νόμου (επέμβαση αστυνομίας όταν υπάρχουν ενδείξεις εκτέλεσης έκνομων πράξεων), τώρα τίθεται θέμα πανεπιστημιακού ασύλου. 

Επειδή δεν υπερασπιστήκαμε τα ανώτατα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα στο κέντρο της πόλης και τα αφήσαμε στο έλεος των κουκουλοφόρων, τώρα είμαστε υποχρεωμένοι να συζητήσουμε στα σοβαρά την πρόταση Σπηλιωτόπουλου. Επειδή δεν κάναμε τη δουλειά μας όταν έπρεπε, τώρα πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι θα την κάνει κάποιος άλλος, με τον οποίο πολύ πιθανόν να διαφωνούμε.

Τέλος παιχνιδιού;


Στην αυγή του 21ου αιώνα, εκεί λίγο μετά το Μιλένιουμ, ξυπνήσαμε ξαφνικά σε μια Αθήνα που είχε πάλι κέντρο. Ολόκληρες ημιθανείς γειτονιές ξαναζωντάνευαν, νέοι, μετανάστες, εργένηδες και όχι μόνο έδιναν ζωή σε ξεχασμένους δρόμους και πλατείες. Τα βράδια το μεγάλο πάρτι ήταν στα παλιά στέκια που εμείς τα παιδιά των προαστίων αγνοούσαμε επιδεικτικά. Και στο τέλος ακολούθησαν και οι επιχειρήσεις. 

Μεγάλα έργα υποδομής, όπως η κατασκευή των δύο νέων γραμμών του μετρό, οι εκτεταμένες πεζοδρομήσεις με αιχμή την Ερμού και η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων ανέστησαν εμπορικά το κέντρο της Αθήνας. Ακόμα και το τουριστικό προϊόν της πόλης αναβαθμίστηκε, οι πληρότητες των ξενοδοχείων πήραν την ανηφόρα αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν μια πορεία διαρκώς προς τα εμπρός. 

Όλοι πιστέψαμε ότι τα χειρότερα είχαν περάσει. Πόσο λάθος κάναμε! Δεν θυμάμαι πότε άρχισε η πτώση. Σίγουρα ήταν πολύ πριν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, όταν όλος ο κόσμος παρακολουθούσε έντρομος μια πόλη, περιβόητη για την ασφάλεια και την καλοπέραση, παραδομένη στη βία. Θα μπορούσε να ήταν μια κακή παρένθεση. Αλλά δεν ήταν. Η βία συνεχίζεται, η τρομοκρατία αναπαράγεται σε πολλά μικρά και μεγάλα αντίτυπα. 

Ο αθηναϊκός τουρισμός βρίσκεται σε απόγνωση. Ποιος να έρθει σε μια πόλη που προκαλεί φόβο; Φυσικά, ο τουρισμός είναι ο τελευταίος κρίκος μιας δυσοίωνης αλυσίδας που μας πάει πολύ πιο πίσω: Στην αποτυχία μας να αξιοποιήσουμε γρήγορα την ολυμπιακή μας κληρονομιά, να δείξουμε την ίδια πειθαρχία με τις καλές ημέρες των Αγώνων. Η διεθνής οικονομική κρίση είναι το κερασάκι στην τούρτα. Και τώρα τι γίνεται; Η απαξίωση του εμπορικού κέντρου είναι το χειρότερο σενάριο. 

Όπως ξέρουμε, «όλα είναι οικονομία, βλάκα» και αν το κέντρο δεν επιβιώσει με οικονομικούς όρους τα πράγματα μπορεί να γίνουν πραγματικά δύσκολα. Δυστυχώς δεν βοηθάει η συγκυρία. Επίσης, η Αθήνα χρειάζεται επειγόντως δημόσια έργα που θα την αναβαπτίσουν στο συλλογικό ασυνείδητο. Ούτε εδώ το τοπίο μοιάζει πολύ ενθαρρυντικό. Να πάμε να δέσουμε μια πέτρα από το λαιμό μας; Όχι, φυσικά. Για αρχή να σταθούμε δίπλα στην πόλη με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας. Και στο τσακίρ κέφι ας θυμηθούμε την Αφροδίτη Μάνου: «Είναι γάτα εφτάψυχη η Αθήνα...».