Καταξιωμένες προσωπικότητες στη βιομηχανία του θεάματος

kataxiomenes-prosopikotites-sti-viomichania-tou-theamatos

Είναι είδωλα. Λατρεμένες καταξιωμένες προσωπικότητες  στη βιομηχανία του θεάματος, που δίχως υπερβολή κεντρίζουν τα φώτα της δημοσιότητας επάνω τους γιατί πρωτίστως είναι ξεχωριστοί ανθρώποι. Είδωλα που κατάφεραν να εγκλωβίσουν θεατές, ακροατές και αναγνώστες για να τα λατρέψουν και να ταυτιστούν μαζί τους. Μουσικοί, τραγουδιστές, κινηματογραφιστές, ηθοποιοί, συγγραφείς, καλλιτέχνες με διαδρομή και καταξίωση ή πολλά υποσχόμενοι που διεκδικούν την καταξίωση. Είναι γνωστοί και διάσημοι – σύμφωνοι. Αξίζουν όμως πραγματικά τη φήμη και τη διασημότητα που απολαμβάνουν; 

Αξίζουν τη λαχτάρα μας να βρούμε εισιτήριο για τα έργα τους, να αγοράσουμε τα cd τους, να ξενυχτάμε για να τους ακούσουμε; Να ξοδεύουμε τον ελεύθερο χρόνο μας για να τους διαβάσουμε; Αξίζουν, δηλαδή, την εκτίμηση του κοινού τους ή μήπως έχουν υπερεκτιμηθεί; Μήπως, δηλαδή, σε μεγάλο βαθμό η εικόνα τους είναι ολίγον ψεύτικη, κατασκευασμένη; Ή, πάλι, είναι παρωχημένη, αντιστοιχεί σε κάτι που ίσχυε παλιά και όχι σε ό,τι σήμερα πρεσβεύουν και εκπροσωπούν; Το «Ποντίκι Art», παρουσιάζει ορισμένες τέτοιες περιπτώσεις υπερεκτιμημένων καλλιτεχνών, στη στενή έτσι κι αλλιώς εγχώρια καλλιτεχνική αγορά. Τα πρόσωπα που επιλέξαμε δεν είναι ίσως τα μόνα που απολαμβάνουν εκτίμηση μεγαλύτερη απ’ όση αξίζουν από το κοινό τους. 

Επιλέξαμε τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ωστόσο, με γνώμονα τη δημοφιλία τους, την οποία θεωρούμε κραυγαλέα αναντίστοιχη με την πραγματική συνεισφορά τους στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Φυσικά, δεν είναι μια αυθαίρετη επιλογή. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα επελέγησαν μετά λόγου γνώσεως, για αυτό άλλωστε χρειαστήκαμε τεκμηριωμένα επιχειρήματα που να εξηγούν πειστικά τους λόγους για τους οποίους θεωρούμε ότι έχουν υπερεκτιμηθεί. Αν και ο χρόνος είναι ο τελικός κριτής που βάζει τη σφραγίδα του στις πραγματικές καλλιτεχνικές αξίες, η ζωντανή πραγματικότητα θα ήταν φτωχότερη χωρίς συγκρούσεις επιχειρημάτων, προτιμήσεων, αισθητικών, ιδεών και συμπεριφορών. Είναι προφανές ότι στις γραμμές που ακολουθούν δεν διαγράφουμε συλλήβδην τα επιχειρήματα, τα γούστα, τις αισθητικές, τις ιδέες και τις συμπεριφορές των προσώπων που επιλέξαμε να σχολιάσουμε. Αξίζει όμως να δούμε το μέγεθος της πραγματικής προσφοράς τους, αξίζει να δούμε τα πρόσωπά τους αφτιασίδωτα. Πιο αληθινά, δηλαδή, από τη φιλοτεχνημένη στον δημόσιο λόγο και στα ΜΜΕ εικόνα τους.
 

Θόδωρος Αγγελόπουλος


Από την «Αναπαράσταση» μέχρι τη «Σκόνη του χρόνου» δημιουργούσε ταινίες με τελετουργικό ρυθμό και μεγάλης διάρκειας πλάνα. Οι ηθοποιοί του δεν ήταν φορείς συναισθημάτων, αλλά πιο συχνά ιδεότυποι χαρακτήρων που καλούνται να συμβολίσουν την ελπίδα, την ελευθερία, την επανάσταση, τη συμφιλίωση. Υποτίθεται ότι ο κινηματογράφος του συνομιλεί με τις «μεγάλες αφηγήσεις» του ιστορικού χρόνου, ωστόσο και με μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα για την ύπαρξη. Στην πραγματικότητα δεν συνομιλεί με τίποτα, απλώς φλυαρεί για τα πάντα. Βεβαίως, τη φλυαρία, την αμηχανία, τη σύγχυση που κυριαρχεί στις ταινίες του τη σκεπάζει ένα προπέτασμα καπνού: η αισθητική. Είναι ο βασικός αντιπερισπασμός στον οποίο αδυνατούν να μείνουν «ασυγκίνητοι» οι δήθεν στους οποίους και απευθύνεται.

 Μίκης Θεοδωράκης (συμφωνικός και οπερατικός)


Μέγιστος, αλλά στο είδος του. Ένα είδος λαϊκής, χειμαρρώδους μουσικής. Το ότι έγραψε συμφωνικά έργα δεν τον καθιστά συμφωνικό. Απλά είχε αυτό το απωθημένο και το κατέγραψε σε παρτιτούρες. Η κλασική του πλευρά είναι αυτή του συνθέτη που ακολουθεί την πεπατημένη και όχι εκείνου που χαράσσει νέους δρόμους. Αν παίζονται τα συμφωνικά του έργα είναι λόγω του υπόλοιπου έργου του. Για εκείνο θα μείνει στην ιστορία. Για τη συμφωνική του πλευρά δεν τον αγάπησε κανείς, ούτε καν οι «ειδικοί».

Παντελής Βούλγαρης


Η πρώτη ταινία του «Το προξενιό της Άννας» χαιρετίστηκε περίπου σαν η απόλυτη κριτική στο έπος του μικροαστισμού. Στην πορεία απέδειξε ότι είναι αυτό που κριτικάρει: κινηματογραφεί σαν μικροαστός. Οι αφηγήσεις του, άτολμες και πολιτικά ορθές, έγινε προσπάθεια να αποτελέσουν το ελληνικό mainstream. Τα κατάφερε για μια στιγμή με το «αριστερό» μελόδραμα «Πέτρινα χρόνια» (1985), κέρδισε όμως μόνο τις εντυπώσεις, καθώς δεν είχε κατανοήσει ότι το ελληνικό mainstream ήδη καθοριζόταν στην αρένα της τηλεόρασης, ήταν περισσότερο ιλουστρασιόν, εφετζίδικο και ενωτικό. 

Ό,τι έκανε η τηλεόραση τη δεκαετία του 1980, ο Βούλγαρης επιχειρεί να το κάνει στις μέρες μας, κάνοντας τις «Νύφες», ένα πιο φρέσκο μελόδραμα, υποτίθεται για όλους τους Έλληνες. Ανεπαισθήτως, μίλησε για την απάθεια και το πνεύμα υποταγής στα εθνικά στερεότυπα του σύγχρονου, υποτίθεται χειραφετημένου και βέβαιου για τον εαυτό του, ελληνισμού. Αν εμβαθύνει σε αυτά τα χαρακτηριστικά στην καινούργια ταινία του με θέμα τη λεγόμενη «εθνική συμφιλίωση», ίσως μπορέσει να κερδίσει τον χαρακτηρισμό του «εθνικού σκηνοθέτη». Αναρωτιέμαι, όμως, τι θα τον κάνει;

Δήμητρα Παπαδοπούλου


Από την εποχή των «Απαράδεκτων», αρχές της δεκαετίας του 1990 και ύστερα, η Δήμητρα Παπαδοπούλου έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως. Επαναπαυμένη στις δάφνες της, έκανε ένα τηλεοπτικό comeback το 2000-2002 με το «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς», μεταφορά στα καθ’ ημάς ξένης τηλεοπτικής σειράς. Ως εκεί. Αν δεν έγραφε το θεατρικό «Δεν μπορώ να μείνω μόνη μου» ίσως να μέναμε με την εντύπωση ότι πρόκειται για μια καλή και έξυπνη πένα με ανατρεπτική γραφή. Έλα όμως που με το έργο της, επειδή επαναλαμβάνονται η μία κοινοτοπία μετά την άλλη με τέτοιο τρόπο ώστε το συγγραφικό αδιέξοδο να κάνει κρα, αποκαλύφθηκε ότι η βασίλισσα είναι γυμνή. Ή, έστω, ότι οι συγκυρίες ήταν αυτές που της είχαν φορέσει το στέμμα.

Μάριος Φραγκούλης


Η Ελλάδα δεν είχε ποτέ λαϊκούς τενόρους για να ξέρει πώς είναι. Έτσι, όταν ένας τραγουδιστής με κλασικές σπουδές άρχισε να παριστάνει το τρίο Παβαρότι - Ντομίνγκο - Καρέρας σε συσκευασία του ενός, νόμιζε ότι απέκτησε τη μαγική συνταγή. Στην πραγματικότητα ο Μάριος Φραγκούλης είναι ένας τραγουδιστής με κλασική τοποθέτηση, ο οποίος τραγουδάει τα πάντα με τον ίδιο κοινότοπο στόμφο, από άριες μέχρι Γιάννη Μαρκόπουλο.

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης


Θεωρείται από πολλούς ο κορυφαίος ηθοποιός της γενιάς του, αλλά πότε το απέδειξε στην πράξη; Τα σκηνικά του χαρίσματα τα αναδεικνύει όλο και πιο σπάνια, αρκούμενος στη μανιέρα που κατέκτησε πριν αράξει. Άλλωστε, όλο και πιο συχνά απασχολεί πλέον την καλλιτεχνική πραγματικότητα ως τηλεπαρουσιαστής παρά ως ηθοποιός. Πόση τέχνη όμως χρειάζεται για να παρουσιάσεις ένα τηλεπαιχνίδι ή τη διαφήμιση ενός φαστφουντάδικου;

 Νίκος Παναγιωτόπουλος


Κομψός και αέρινος, παιδί της γαλλικής κουλτούρας, ολίγον συμβολικός και πολύ βιρτουόζος. Στα πρότυπά του κορυφαίος ήταν ο Γκοντάρ, του οποίου την κομψότητα των πλάνων και κάτι από το επιτηδευμένο των αφηγήσεών του επιχείρησε να μεταφέρει και ο ίδιος στις πρώτες ταινίες του. Κερδισμένος βγήκε. Ό,τι στο σινεμά μεταφραζόταν σε σύγχυση ενός μποέμ, στη διαφήμιση, όπου διέπρεψε, θεωρήθηκε φινέτσα και στυλ. Πετυχημένος διαφημιστής πλέον, έχει υποσχεθεί ότι θα κάνει μια ταινία τον χρόνο. 

Σε αυτές τις ταινίες προσπαθεί να χωρέσει τον απόηχο από την μποέμ, νεανική του κομψότητα, συνδυάζοντάς τον με τη λατρεία για τις γυναίκες και μια στομφώδη καλλιέπεια που δεν φτάνει να κρύψει την κοινοτοπία στις εμπνεύσεις, στα μηνύματα και στις λύσεις που επιλέγει. Ειρωνεία αποτελεί ότι κατήγαγε τη μεγάλη επιτυχία του, την ταινία «Αυτή η νύχτα μένει», επειδή παρέδωσε τη «γαλλική καταγωγή» του κινηματογράφου του σε δυο προσωπικότητες που δεν μπόρεσε να τιθασεύσει, στον πρωταγωνιστή Νίκο Κουρή και στον μουσικό Σταμάτη Κραουνάκη. Ηθικόν επιμύθιον: Αν δεν ταπεινωθείς, σε αυτή τη δουλειά δεν έχει επιτυχία, ακόμα κι αν είσαι ο Γκοντάρ ο ίδιος – κι όχι ένα χλωμό είδωλό του.

Κωνσταντίνος Ρήγος


Κατάφερε να πιάσει τον σφυγμό. Λίγο από θέατρο, λίγο από μουσική, κάτι από τραγούδι, μια στοιχειώδη ατμόσφαιρα και, επιστέγασμα, χορό. Μη φανταστείτε χορευτικά που κόβουν την ανάσα. Ανάλαφρα, πάνω σε πιασάρικες μελωδίες, εύκολες, αναγνωρίσιμες. Κατά καιρούς έχει παρουσιάσει και πιο προκλητικά θεάματα, επειδή τα είχε ανάγκη η… τέχνη – και δεν ήταν η πρόκληση για την πρόκληση. Η συνταγή του Ρήγου αποδίδει όπου κι αν παίξει μπάλα, είτε στο Θέατρο Κοτοπούλη είτε στην Πέγκυ Ζήνα. Και λαϊκός και κουλτουριάρης. Έτσι νομίζει. Παπαϊωάννου πάντως δεν είναι. Κι ας έχει καταφέρει να τον πλασάρουν σαν μια εναλλακτική του εκδοχή.

Πασχάλης Τερζής


Φτάνουν να τον συγκρίνουν με τον Στέλιο Καζαντζίδη ή τον Στράτο Διονυσίου, φτάνουν να τον θεωρούν αντίπαλο δέος στον Δημήτρη Μητροπάνο. Η αλήθεια σε σχέση με τον Πασχάλη Τερζή είναι πολύ πιο απλή. Πρόκειται για τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, με προφίλ καλόβολου οικογενειάρχη, που λέει τα λαϊκά με φωνή που θέλει να μοιάζει σε εκείνη του Καζαντζίδη. Ελλείψει σπουδαίων λαϊκών φωνών σήμερα γεμίζει τα κέντρα που τραγουδάει. Κάποτε πουλούσε και δίσκους. Και μια μέρα (μια νύχτα, μάλλον) θα τελειώσουν όλα αυτά και θα προσγειωθεί στο αληθινό του μέτρο.

Θοδωρής Αθερίδης


Ηθοποιός; Σκηνοθέτης; Συγγραφέας; Εάν μας ρωτάτε ειλικρινά, σας απαντάμε: «Άγαμος θύτης» και μόνον «Άγαμος θύτης». Μέχρι εκεί. Αυτό ήταν και το καλλιτεχνικό peak του. Ως ηθοποιός η υποκριτική του τέχνη εξαντλείται στο «κοιτάμε με νόημα (παύση) με αυτό το χαλαρό, αμήχανο δήθεν, υποσχόμενο κατά βάθος, υφάκι». Ως σκηνοθέτης κάνει μια ωραία χωροταξία – κυρίως στα έργα του. Ως συγγραφέας εξαντλείται σε μια ιδέα που λίγο μπάζει από δω, λίγο την τραβάει από κει, για να βγει το εργάκι. Όσο για τα θέματά του; Ομφαλοσκόπηση. Στο τελευταίο μάλιστα ασχολείται με μέλος του σώματός του που βρίσκεται πιο χαμηλά κι από τον αφαλό του!

Ευγενία Μανωλίδου


Θεωρείται εξαιρετικά επιτυχημένη, είναι η «αποκάλυψη» της εφετινής χρονιάς σε επίπεδο παρουσίασης τηλεοπτικής εκπομπής. Η αλήθεια είναι πως η Μανωλίδου στέκεται άκαμπτη, διεκπεραιωτική, χωρίς κανένα αληθινό ταλέντο σχετικό με αυτό που κάνει. Η επιτυχία του παιχνιδιού βρίσκεται στο κόνσεπτ, που είναι η πρόκληση. Που σημαίνει ότι και τον Κατέλη από τα «Παρατράγουδα» της Πάνια να έβαζαν να παρουσιάσει ένα τέτοιο τηλεπαιχνίδι, επιτυχία θα είχε.

Ρέα Γαλανάκη


Καθιέρωσε μεταπολιτευτικά το ιστορικό μυθιστόρημα με τον «Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά». Περπάτησε σταθερά σ’ αυτόν τον δρόμο, με δικό της ύφος και προσέγγιση. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη στο ιστορικό πλαίσιο που η ίδια επέβαλε στη γραφή της και στο πάθος της για την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Κρήτη. Με το τελευταίο της βιβλίο πάντως, «Αμίλητα, βαθιά νερά - Η απαγωγή της Τασούλας», πολλοί επιμένουν ότι απομακρύνθηκε από το λόγιο ιστορικό μυθιστόρημα, στοχεύοντας σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, το οποίο δελέασε με μια ιστορία που έγινε θρύλος για την Κρήτη τη δεκαετία του ’50.