Εδώ και δύο σχεδόν δεκαετίες ο Αντώνης Αντύπας ηγείται του Απλού Θεάτρου που ίδρυσε το 1982 μαζί με τον Χρήστο Πολίτη. Από το 1990, μόνος στο τιμόνι του θεάτρου πίσω από το Πάντειο, κρατώντας για τον εαυτό του τον διπλό ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή και σκηνοθέτη, συνεχίζει: Προτείνει και ανεβάζει, σε συνεργασία με αξιόλογους ηθοποιούς και άλλους σκηνοθέτες, μια σειρά παραστάσεων κλασικών προδιαγραφών. Με την Ελένη Καραΐνδρου συνοδοιπόρο στη ζωή και στο θέατρο, αφού γράφει τις μουσικές για τις δικές του σκηνοθεσίες, ετοιμάζεται για μια ακόμα πρεμιέρα. Με το έργο «Ανάσα ζωής» του Ντέιβιντ Χέαρ, που φέρνει αντιμέτωπες δύο κορυφαίες ηθοποιούς, τη Ράνια Οικονομίδου και τη Λυδία Φωτοπούλου, στους ρόλους της συζύγου και της ερωμένης.
Επιμένετε σε ένα θέατρο που προτάσσει τις ανθρώπινες σχέσεις;
Με ενδιαφέρει πολύ η περιπέτεια του ανθρώπου μέσα στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, με όλες τις ιδιαιτερότητές του. Πρωτίστως όμως με ενδιαφέρει ο λόγος. Έχω μια τάση στον ελλειπτικό λόγο – αγαπώ την ποίηση και με ενδιαφέρει η πυκνότητα του λόγου. Χρειάζεται λοιπόν μια ταπεινότητα και ένας σεβασμός στο κείμενο, ώστε να συναντήσεις τον συγγραφέα την ώρα της έμπνευσης. Χωρίς αλαζονεία.
Η αλαζονεία δεν είναι έννοια σύμφυτη με το θέατρο;
Εγώ αναφέρομαι κυρίως στην αλαζονεία που φέρνει μαζί της η τάση που κάνει τους ανθρώπους να κινούνται στην επιφάνεια, να κάνουν μεταμοντέρνο θέατρο, να θέτουν τον σκηνοθέτη πάνω από το έργο.
Εσείς δεν είστε μεταμοντέρνος;
Όχι. Οι παραστάσεις μας είναι σύγχρονες αλλά βασίζονται σε κλασικά στοιχεία. Δίνω μεγάλη σημασία στους ηθοποιούς, στο πώς θα γίνουμε όλοι μαζί «συνένοχοι» για να πετύχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα.
Τελικά το θέατρο παίζει έναν κοινωνικό ρόλο;
Θα σου απαντήσω με κάτι που λέει ο ίδιος ο Χέαρ. Ότι μέσα στην καταναλωτική μας κουλτούρα όλοι θέλουν να μας πουν πως οι άνθρωποι δεν έχουν ούτε βάθος ούτε μυστήριο κι ότι όλα τα έχει ισοπεδώσει η καθημερινότητα, η τηλεόραση, οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Ότι όλοι είμαστε το ίδιο. Κι όμως, το θέατρο είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι αποκτούν βάθος και μυστήριο, ίσως και κάτι σκοτεινό. Το θέατρο δίνει ερεθίσματα, σε κάνει να σκεφτείς, να προβληματιστείς.
Πόσο σημαντική είναι η διανομή σε μια παράσταση;
Ένα έργο όπως το συγκεκριμένο χωρίς τη Ράνια Οικονομίδου και τη Λυδία Φωτοπούλου προφανώς και δεν θα το ανέβαζα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τι έχουν παίξει ή τι έχουν προσφέρει. Η συνεργασία μαζί τους είναι σαν να κερδίζεις βραβείο σκηνοθεσίας. Βλέπεις την αυθεντικότητα που εκπέμπουν τα μάτια αλλά και η προσωπικότητά τους. Δεν είναι μόνον το ταλέντο. Όταν ο άνθρωπος είναι αυθεντικός βρίσκεις και τα στοιχεία πάνω στα οποία μπορείς να οικοδομήσεις τους ρόλους.
Αυτό το αυθεντικό στοιχείο που λέτε, υπάρχει γύρω μας, στη ζωή ή στην πολιτική...
Στη ζωή, ναι, στην πολιτική, όχι. Το αντίθετο του αυθεντικού είναι η πολιτική. Ίσως είναι αναγκαστικό αυτό. Ίσως η πολιτική το απαιτεί. Αλλά με τα χρόνια χειροτερεύει και τα πράγματα πηγαίνουν όλο και πιο κάτω.
Φταίμε όμως κι εμείς, ενδίδουμε...
Φυσικά και φταίμε. Η ηθική είναι θέμα επιλογής. Αλλά στην εποχή μας είναι πολύ δύσκολο να ζήσεις ηθικά. Τα πάντα σε προκαλούν για το αντίθετο.
«Το νόμιμο είναι και ηθικό;», αναρωτιόμασταν πριν από λίγους μήνες, όπως έλεγε και ο πρώην υπουργός Πολιτισμού Γιώργος Βουλγαράκης.
Όχι, δεν είναι. Απλώς όλοι μαζί έχουμε συναινέσει σε πολλά πράγματα. Όπως το φακελάκι, για παράδειγμα.
Φακελάκι, σκάνδαλα και άλλα δεινά της εποχής. Πώς τα αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος που ανήκει στο σύστημα, αλλά συγχρόνως το παρατηρεί και από μια απόσταση;
Όσο κι αν θέλεις να πάρεις απόσταση είσαι μέσα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μην αφήσεις την κατάσταση να σε νικήσει. Γι’ αυτό πρέπει ο καθένας μας να διατηρήσει τον εσωτερικό του κόσμο – είναι ο μόνος που μπορεί να φέρει ισορροπία. Εύκολα χάνεται σήμερα η ισορροπία, κι ας προσπαθείς. Χρειάζεται τρομακτική ενάργεια.
Σας βρίσκει σύμφωνο το γεγονός ότι ο ένοχος της εποχής μας θεωρείται η τηλεόραση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης;
Η τηλεόραση κάνει τη δουλειά της. Πρέπει να υπάρχει συνείδηση στον καθένα μας· και είναι θέμα κουλτούρας και παιδείας ώστε να κλείνουμε και την τηλεόραση. Ο καθένας πρέπει να υπερασπίσει τον εαυτό του. Με την κούραση της καθημερινότητας, γυρνώντας το βράδυ στο σπίτι, πατάς το κουμπί και αφήνεσαι. Εκεί είναι που πρέπει να αντιδράσουμε. Κι αυτό είναι επίπονο. Προσωπικά, αποφεύγω να βλέπω.
Από την πλευρά των πολιτικών υπάρχει κάτι που να σας κάνει να αισιοδοξείτε;
Αυθόρμητα θα πω όχι. Πιστεύω ότι είναι εκτός πραγματικότητας.
Νιώθετε πιο κοντά στους νέους που εξεγέρθηκαν;
Ναι, αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Με συγκίνησε. Θα έπρεπε να είχε γίνει χρόνια πριν και πρέπει να ξαναγίνει. Προφανώς ξέφυγαν τα πράγματα, δεν ξέρω αν κάπου καθοδηγήθηκαν – οι ζημιές δεν έπρεπε να συμβούν. Αλλά ως κίνηση από την πλευρά των νέων καλώς έγινε. Και πρέπει να συνεχιστεί. Στην προκειμένη περίπτωση αφορμή στάθηκε ένα τόσο τραγικό γεγονός, όπως ο θάνατος του Αλέξη.
Πώς πρέπει να συνεχιστεί; Ως αντίδραση, ως κατάληψη, ως αποχή από το σχολείο;
Όχι, όχι. Σε δεδομένα όμως γεγονότα, ναι, πρέπει ο κόσμος να βγαίνει έξω. Μήπως κι έτσι κάτι ταρακουνηθεί, κάτι αλλάξει. Μέσα στη συγκυρία της γενικής ύφεσης όλα γίνονται πιο δύσκολα.
Παράλληλα βιώνουμε και μια αμφισβήτηση των πάντων: Από τα σχολεία και τους δασκάλους ως την πολιτική και τους πολιτικούς, τις αξίες. Σταθερές έχουμε σήμερα ως κοινωνία;
Με στενοχωρεί πάρα πολύ αυτή η συζήτηση, γιατί πράγματι δεν υπάρχει τίποτα αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Δεν έχεις πού να ακουμπήσεις. Μόνο στον εαυτό σου και σε μερικούς ανθρώπους στους οποίους πάντα πιστεύεις. Γι’ αυτό και το θέατρο είναι σημαντικό – κάτι κάνουμε όλοι μαζί. Δεν θα αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά προσπαθούμε.
Θα θέλατε να αλλάξετε τον κόσμο;
Όχι. Ομολογώ ότι ποτέ δεν το θέλησα. Θέλω να αποκτήσει ποιότητα η ζωή μας, κι αυτή να είναι προϊόν παιδείας. Είναι ουτοπία να θες να αλλάξεις τον κόσμο.
Κι όμως, το πρόσφατο παράδειγμα του Μπαράκ Ομπάμα έδειξε ότι ο κόσμος περιμένει ακόμα έναν Μεσσία κι ας είμαστε στον 21ο αιώνα.
Ναι, είναι αλήθεια αυτό. Η ανάγκη του κόσμου είναι μεγάλη. Αν και τα πράγματα είναι παγιδευμένα από ένα ολόκληρο σύστημα, εύχομαι ο Ομπάμα με την αγάπη του κόσμου να έχει δύναμη να κάνει κάτι καλό.
Τι πιστεύετε ότι ήταν αυτό που ενέπνευσε τον κόσμο για τον Ομπάμα;
Καταρχήν το χρώμα του. Έπειτα η γοητεία του ως άνθρωπος, ο λόγος του, αλλά κυρίως το χρώμα του. Αυτό που παλιά λειτουργούσε αρνητικά σήμερα είναι το θετικό. Μέσα από τον Ομπάμα ένας ολόκληρος κόσμος, μαζί και οι μετανάστες, συνάντησε την ελπίδα. Ο Ομπάμα μας έδωσε τη δυνατότητα να αγαπήσουμε τους μετανάστες. Γιατί όλοι ξέρουν, όλοι ξέρουμε, τι θα πει μετανάστευση. Ο Ομπάμα είναι αυτοδημιούργητος. Δεν τον έφερε κανένα «τζάκι».
Στην Ελλάδα σας ενοχλούν τα «τζάκια»;
Ναι, πάρα πολύ. Μας έχουν παγιδεύσει. Υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να προχωρήσουν αλλά δεν τους δίνεται η δυνατότητα. Το πολιτικοκοινωνικό σύστημα βοηθά όποιους χρειάζεται. Ο καθένας φθάνει ως ένα σημείο, όμως για να πάει πιο πέρα πρέπει να τον βοηθήσει το σύστημα.
Αλλά και στο θέατρο τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα.
Από τη μια υπάρχει η τηλεόραση και από την άλλη ένας στείρος εκμοντερνισμός. Αυτά τα στοιχεία οδηγούν τους νεότερους ηθοποιούς στην αίσθηση ότι το θέατρο είναι κάτι απλό, γρήγορο και εύκολο. Όπως όλα σήμερα, υπακούνε στην ταχύτητα.
Μήπως η κρίση που βιώνουμε στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως βάλει λίγο φρένο στην ταχύτητα;
Ναι, ίσως η οικονομική ύφεση οδηγήσει σε θετικό αποτέλεσμα. Ίσως κάνει τους ανθρώπους να σκεφθούν, να αναθεωρήσουν. Ίσως καταλάβουν ότι η μέχρι σήμερα πορεία τους δεν ήταν η σωστή.
Ο κόσμος βρίσκει τον δρόμο του; Στο θέατρο, ας πούμε, ξέρει τι να διαλέξει;
Πιστεύω ότι στο θέατρο το κοινό είναι αυτό που επιλέγει. Ούτε οι κριτικοί ούτε τα σχόλια το καθορίζουν – ίσως να το επηρεάζουν λίγο. Αλλά το κοινό δεν είναι ένα είδος. Είναι πολλά. Κάποιοι επιλέγουν εμάς, κάποιοι τους πιο εμπορικούς, κάποιοι κάποιους άλλους. Δεν υπάρχει ένας δρόμος.
Στην τέχνη, στο θέατρο ειδικότερα, λειτουργούν παρέες. Το ίδιο ισχύει και για το καινούργιο Φεστιβάλ Αθηνών, με το οποίο επρόκειτο να συνεργασθείτε, αλλά τελικά χωρίς αποτέλεσμα;
Όπως λέτε κι εσείς, πάντα υπήρχαν και υπάρχουν οι παρέες. Παλιά ήταν η πολιτική παρέα. Σήμερα είναι η ελιτίστικη. Τότε (σ.σ.: την πρώτη χρονιά λειτουργίας του Φεστιβάλ επί Λούκου), οι συνθήκες άλλαξαν και δεν είχα τη δυνατότητα – και δεν το μετάνιωσα.
Εσείς κάνετε αυτόν τον διαχωρισμό για το Φεστιβάλ; Πώς ορίζετε το ελιτίστικο;
Δεν ξέρω ακριβώς. Ίσως, με τους ανθρώπους που είναι σύμβουλοι και κοντά στον Γιώργο Λούκο. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να κάνεις πρόταση και να περιμένεις απάντηση. Αν θέλει κάτι το Φεστιβάλ έρχεται και σου το προτείνει. Έχω φθάσει σε μια φάση της ζωής και της πορείας μου που κάποιος ξέρει τι κάνω στο θέατρο και ξέρει πού να με βρει. Έχω συνηθίσει να διευθύνω τόσα χρόνια. Από την άλλη βλέπω ότι έγινε ένα άνοιγμα και μια ανανέωση στο Φεστιβάλ. Αλλά διαθέτει μια μεγάλη δόση μοντέρνου θεάτρου. Όμως, οι νέοι φθάνουν στο μοντέρνο πριν περάσουν από το κλασικό.
Θα γίνουν, λέτε, εκλογές άμεσα;
Το βρίσκω και πιθανό και απίθανο. Την ίδια στιγμή που πρέπει να γίνουν, την ίδια στιγμή δεν πρέπει και να γίνουν. Ενώ τα πράγματα επιβάλλεται ν’ αλλάξουν, ο φόβος του χειρότερου σε προβληματίζει. Αυτό το δίλημμα σε εκτροχιάζει από τη δική σου πορεία. Σε βάζει διαρκώς να διαλέξεις.
Τι εμποδίζει την άνοδο μιας τρίτης δύναμης στην Ελλάδα; Το κόμμα των οικολόγων, για παράδειγμα.
Όλα αυτά τα χρόνια, τα δύο μεγάλα κόμματα μέσω των ρουσφετιών δημιούργησαν έναν κόσμο που τα συντηρεί. Η δύναμή τους είναι αυτή που καθορίζει τα πράγματα. Κάποιοι δεν θέλουν να ξεβολευτούν, κι αυτό είναι πολύ μίζερο. Με θλίβει. Ευτυχώς με το θέατρο δραπετεύω. Σε κάθε παράσταση μπαίνω σε όλους τους ρόλους των ηθοποιών.
(Η συνέντευξη διεξήχθη, 19.2.2009)