Wayne Shorter: Μεγάλη τζαζ ιστορία

wayne-shorter-megali-tzaz-istoria

Το άτι που καβαλάει ο σαξοφωνίστας Wayne Shorter (Γουέιν Σόρτερ) έχει όνομα «Ανησυχία». Ο θρυλικός σαξοφωνίστας, ο οποίος εμφανίζεται τη Δευτέρα 23 Μαρτίου στο Μέγαρο Μουσικής με το σχήμα του, ένα σούπερ γκρουπ που έφτιαξε το 2001 με τον Ντανίλο Πέρες (πιάνο), Τζον Πατιτούτσι (μπάσο) και Μπράιαν Μπλέιντ (ντραμς), είναι ένας μουσικός που πάντοτε άνοιγε δρόμους οι οποίοι οδηγούσαν σε κατευθύνσεις συχνά διαφορετικές μεταξύ τους. Ανήκει στην ελίτ των μουσικών οραματιστών και πολλοί πιστεύουν ότι η σημαντική του επίδραση στην τζαζ έχει να κάνει με τις συνθέσεις του πολλές από τις οποίες αναδείχθηκαν σε jazz standards. 

Άλλοι τόσοι πιστεύουν ότι οφείλεται στον τρόπο που παίζει. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένας που να αμφισβητεί τη σημασία που έχει η παρουσία του στην παγκόσμια τζαζ σκηνή για τόσο μεγάλο διάστημα, από το 1959 μέχρι σήμερα. Ως συνθέτη τον χαρακτηρίζουν οι ευφάνταστες μικρές μουσικές ιστορίες του, τα σύντομα μελωδικά θέματά του. Ως σαξοφωνίστα τον χαρακτηρίζει ένα σημαντικό εύρος τεχνικών και στυλ που αποτέλεσαν και αποτελούν ακόμη αντικείμενο μελέτης για τους περισσότερους σαξοφωνίστες τής μετά τη δεκαετία του ‘80 γενιάς. 

Επί μισό αιώνα ο Γουέιν Σόρτερ έχτισε έναν θρύλο, χωρίς να ήταν τέτοιες οι προθέσεις του. Τον ζωντανό θρύλο του μουσικού που έχει το σπάνιο προνόμιο να έχει ζήσει ενεργά, και ως μουσικός και παλαιότερα ως αυτήκοος μάρτυρας, όλες σχεδόν τις φάσεις της εξέλιξης της σύγχρονης τζαζ σκηνής. Στο ενεργητικό του ως συνθέτη ξεχωρίζουν τα θέματα που έγραψε για τους Jazz Messengers του ντράμερ Αρτ Μπλάκι μεταξύ 1959-1964, για το ιστορικό κουιντέτο του Μάιλς Ντέιβις επί έξι χρόνια στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, όπως και για το fusion σούπερ γκρουπ των Weather Report τη δεκαετία του 1970. 

Αλλά ακόμη κι αν δεν υπέγραφε ούτε μία σύνθεση, ο Γουέιν Σόρτερ θα ήταν και πάλι πρότυπο για οποιονδήποτε μουσικό της τζαζ. Για τον ήχο του, για τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει τις νότες στα σόλο του, την οικονομία και την εκφραστικότητά του, τόσο στο τενόρο όσο και στο σοπράνο σαξόφωνο. Η μουσική προσωπικότητά του είναι ένα ιδιαίτερο κράμα που συνδυάζει τη συνθετική μαεστρία με αυτοσχεδιασμούς που δομούνται από ηχητικά θραύσματα τα οποία έχει την τάση να εξερευνά και να τα αναλύει σε βάθος. 

Η δεξιοτεχνική του ευχέρεια είναι το ιδανικό εργαλείο με το οποίο ο δημιουργικός του νους συλλαμβάνει και διατυπώνει εκφραστικές ιδέες, οι οποίες παίρνουν σχήμα περνώντας μέσα και από τις βουδιστικές του πεποιθήσεις: «Η ζωή είναι ένα μυστήριο για μένα», λέει ο Γουέιν Σόρτερ, και «δεν μπορώ να πω οριστικά για κάτι ότι “έτσι είναι”. Διαρκώς εξελίσσεται. Αυτή είναι η περιπέτεια. Και η φαντασία είναι μέρος αυτής της περιπέτειας». Γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ το 1933 και η τζαζ αποκαλύφθηκε μπροστά του στα 15 του, με τη μορφή του σαξοφωνίστα Λέστερ Γιανγκ σε μία συναυλία «Jazz at the Philharmonic» του Νόρμαν Γκρανζ. 

Άδραξε το κλαρινέτο, το οποίο πολύ σύντομα αντικατέστησε με το σαξόφωνο και άρχισε να φτιάχνει μικρά bebop σχήματα. Το καλύτερο σχολείο ήταν τα τζαζ κλαμπ του Μανχάταν και γρήγορα έγινε γνωστός ως «The Newark Flash», για την ταχύτητα και την άνεση με την οποία έπαιζε σαξόφωνο. Συνεργάστηκε για λίγο με τον πιανίστα Χόρας Σίλβερ, ύστερα με τη μόνιμη ορχήστρα του θρυλικού κλαμπ «Minton’s Playhouse» στο Χάρλεμ, όπου γίνονταν τα πλέον ιστορικά jam session και άρχισε να τζαμάρει με σαξοφωνίστες όπως ο Τζον Κολτρέιν και ο Σόνι Ρόλινς. 

Κατέληξε στους Jazz Messengers του Αρτ Μπλάκι το 1959, όπου έμεινε μέχρι το 1963 έχοντας διπλό ρόλο, του συνθέτη και του μουσικού διευθυντή τους. Ήδη όμως από το 1959 είχε ηχογραφήσει προσωπικά άλμπουμ, πρώτα για την εταιρεία Vee Jay και ύστερα για την Blue Note. Αποχώρησε από τους Jazz Μessengers για να γίνει μέλος του κουιντέτου που έφτιαχνε το 1964 ο Μάιλς Ντέιβις, ένα από τα σημαντικότερα στην ιστορία της τζαζ, μαζί με τους Χέρμπι Χάνκοκ (πιάνο), Ρον Κάρτερ (μπάσο) και Τόνι Γουίλιαμς (ντραμς). Ανάμεσα στις συνθέσεις που έγραψε για το κουιντέτο συγκαταλέγονται τα jazz standards πλέον «Nefertiti», «E.S.P.», «Sanctuary», «Fall» και «Footprints». 

Έχοντας απορροφήσει όλη τη δημιουργική δραστηριότητα αυτού του θρυλικού σχήματος και τη διάθεση για εξερεύνηση του ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού ήχου που είχε εμπνεύσει ο Μάιλς Ντέιβις, αποχώρησε το 1970 για να σχηματίσει μαζί με τον αυστριακής καταγωγής κιμπορντίστα Τζο Ζόουινουλ, επίσης συνεργάτη του Μάιλς, ένα άλλο ιστορικό συγκρότημα, τους Weather Report, το νούμερο 1 fusion συγκρότημα της δεκαετίας του ‘70, το οποίο διαλύθηκε το 1985. 

Ο Γουέιν Σόρτερ συνέχισε μόνος. Μετά τον τραγικό θάνατο της γυναίκας του σε αεροπορικό δυστύχημα το 1996 επέστρεψε με ένα πολύ προσωπικό άλμπουμ, το «1+1», ένα ντουέτο με τον παλιό του φίλο Χέρμπι Χάνκοκ. Οι δυο τους έκαναν περιοδεία ως ντουέτο από το 1998 έως το 2001, όταν ο Γουέιν Σόρτερ έφτιαξε το επίλεκτο σχήμα με το οποίο εμφανίζεται και στο Μέγαρο Μουσικής. Μουσικοί που ο καθένας έχει διαγράψει τη δική του σημαντική διαδρομή στην τζαζ. 

Ο ήχος και η αλληλεξάρτηση μεταξύ τους καταγράφηκε στο εξαιρετικό άλμπουμ «Footprints Live!» το 2002, το οποίο σηματοδότησε την ολική επαναφορά του στον ακουστικό ήχο, το φιλόδοξο και βραβευμένο με Γκράμι «Alegria» το 2003, αλλά και το σχετικά πρόσφατο «Beyond The Sound Barrier» (2005), για το οποίο έχει πει ο Γουέιν Σόρτερ: «Συνεχίζουμε την αποστολή μας, να δίνουμε τον αγώνα τον καλό. Πολλοί μουσικοί νοιάζονται για το πώς θα περιφρουρήσουν αυτό που χαρακτηρίζω τα μουσικά τους θεμέλια. Εγώ όμως βρίσκομαι σε ένα σημείο που λέω να πάνε στα κομμάτια οι κανόνες. Είμαι 76 ετών, δεν έχω τίποτε να χάσω. Κυνηγάω το άγνωστο».