«Η αστυφιλία και ο πόθος κάθε κατοίκου των μεγάλων πόλεων να φύγει εκτός των τειχών, ενώ κανείς δεν φεύγει, τα μεγάλα περιβαλλοντικά προβλήματα και η απειλή της λειψυδρίας, η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στο πλήθος, οι στίχοι του Μιχάλη Κατσαρού, τα γραφίτι και τα εύστοχα συνθήματα των αντιεξουσιαστών στους τοίχους μπετόν που μας πνίγουν, το παιχνίδι που έμεινε στη μέση, όλα αυτά πώς γίνονται ζωγραφική;». Ο ζωγράφος και χαράκτης Γιάννης Στεφανάκις θέτει το ερώτημα και επιστρατεύει την έμπνευσή του, το πάθος του, την τέχνη του εν τέλει για να απαντήσει. Και την απάντησή του την ανάρτησε από προχθές (διάρκεια έως 14 Ιουνίου) στους τοίχους της αίθουσας τέχνης Έκφραση - Γιάννα Γραμματοπούλου (Βαλαωρίτου 9Α, στο κέντρο της Αθήνας). Αλλά ο καλλιτέχνης δεν ικανοποιείται μόνο από αυτό. Να που ανακύπτουν νέα ερωτήματα:
«Πώς το περιεχόμενο, η ιδέα θα υπηρετήσουν την πλαστική γλώσσα και πώς η αφήγηση, που εκ των πραγμάτων υπάρχει, θα έχει μια τέτοια συνομιλία με τη ζωγραφική, με τη φόρμα, ώστε να μην γίνεται γραφική; Μου αρέσει να αντιμετωπίζω ένα θέμα με πολλές εκδοχές, να εξαντλώ τις τεχνικές προσπαθώντας να μάθω τα μυστικά του κάθε υλικού». Γι’ αυτό επιχειρεί να εξαντλήσει τα ερωτήματά του με ένα πλήθος 253 έργων, τα οποία είναι δουλεμένα με λάδια, ακρυλικά, κολάζ πάνω σε μουσαμά, χαράγματα σε ξύλο, σχέδια με κάρβουνο, στιλό, μελάνι, μολύβι και χαράγματα πάνω σε μαύρο πλακάτο χαρτί, δηλαδή επίσης μια εξαντλητική γκάμα μέσων. Επιπλέον θα προβάλλεται και ταινία βασισμένη στη δουλειά του.
Ο ίδιος συνεχίζει: «Προσπαθώ να πετάω το περιττό και να κοιτάω την ουσία. Να δημιουργώ εικόνες με την αθωότητα ενός παιδιού, αλλά και την περιέργεια που έχει για καθετί το νέο». Τα ερωτήματα βρίσκουν απαντήσεις μέσα από τα λαλίστατα και πολυφωνικά έργα του Γιάννη Στεφανάκι. Ένα όμως επιμένει: Τι είναι αυτή η γραμμή που συνδέει τον άνθρωπο με τα σύννεφα, το φεγγάρι, τον αιθέρα; Μπορεί να είναι ομφάλιος λώρος που μας συνδέει με το όνειρο; Ίσως. Όμως σίγουρα μοιάζει με τον στίβο του σχοινοβάτη. Κι οι σκάλες που εικονίζονται σε πολλά έργα είναι ένας δρόμος προς τα πάνω, αλλά κανένας άνθρωπος δεν φαίνεται να τις προτιμά. Ίσως γιατί είναι πιο σίγουρες.
Τελικά μάλλον ο Σάββας Μιχαήλ έχει δίκιο. Στο κείμενό του στον κατάλογο της έκθεσης (εκδόσεις Καστανιώτη) καταλήγει ότι αυτό το σχοινί είναι μια γραμμή διαφυγής «για να απελευθερωθεί η ζωή, όπου κι αν είναι φυλακισμένη, από ό,τι κι αν την κρατάει δέσμια». Είναι παράξενο να συμβολίζει το σχοινί την ελευθερία και όχι τα δεσμά. Αλλά στο μυαλό του Στεφανάκι τα δεσμά είναι τα τσιμεντένια κτίρια που έχουμε περιχαρακώσει τη ζωή μας. Αυτά είναι που κυριαρχούν στους πίνακές του, αλλά και σε όλη την ατμόσφαιρα των γειτονιών του, καθώς πάντα επιβάλλονται πάνω στα μονίμως χαμηλότερα δένδρα που μοιάζουν απολιθωμένα, χωρίς ίχνος ζωής. Όμως τα κτίρια δεν είναι τόσο ψηλά για να φτάσουν τα σύννεφα και το φεγγάρι που υπερίπτανται του τοπίου της λίθινης εποχής. («Λίθινη εποχή» είναι μια παλαιότερη σειρά λιθογραφιών του καλλιτέχνη που έθετε μετ’ επιτάσεως το θέμα της καταστροφής του περιβάλλοντος πριν από το Κιότο).
Η πιο αισιόδοξη νότα αυτού του τοπίου με τα χρώματα της Αποκάλυψης είναι τα παιδικά παιχνίδια, το τσέρκι, η σβούρα, η μπάλα, ο χαρταετός, η παιδική αθωότητα και ανεπιτήδευτη οπτική που είχαν τα παιδιά στη Γρηγοριά των Χανίων, το χωριό του Γιάννη Στεφανάκι, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, και έχουν οι μικροί κάθε εποχή, και σήμερα, που αυτή τελικά είναι η πιο μακρόπνοη επανάσταση, η διαρκής εκδίκηση της πιτσιρικαρίας στον κόσμο που θα την καταπιεί.
Ο Πάνος Κυπαρίσσης σημειώνει στον κατάλογο: «Τώρα που κατεβαίνει η νύχτα, που χάνουν όλα τη γεύση τους στο βασίλειο της μοναξιάς και του περιτυλίγματος, ο Στεφανάκις αντιστέκεται σ’ αυτή την τραγική μοίρα του εγκλωβισμού, εδώ και καιρό, πλάθοντας αθόρυβα μια εικαστική γλώσσα ίσως ιδιωματική αλλά δική του, ζητώντας τον ζωτικό του χώρο λίγο μες στ’ όνειρο, λίγο στο χώμα, λίγο στο θαύμα». Σε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς πίνακες της έκθεσης μια φιγούρα ακολούθησε τη δίοδο διαφυγής μέχρι τον ουρανό, ξεκρέμασε ένα σύννεφο και επιστρέφει στο ψηλό κτίριο για να κατοικήσει μαζί με ένα κομμάτι του ουρανού. Ήταν οπωσδήποτε ένα απίθανο ταξίδι, από αυτά που θέλγουν τον ζωγράφο: «Θέλω να ταξιδεύω τον θεατή, ο οποίος μέσα από τη διαδικασία της σκέψης να μπορεί να καταλαβαίνει αυτό που βλέπει. Έτσι κι αλλιώς ένα έργο τέχνης αν είναι καλό δεν χρειάζεται δεκανίκια, μιλάει από μόνο του».
Το «Τεχνοπαίγνιον»
Ο Γιάννης Στεφανάκις είναι πολυπράγμων και φιλοπαίγμων. Έτσι αυτό το διάστημα κυκλοφορεί το 5ο τεύχος του συλλεκτικού, λογοτεχνικού και εικαστικού, περιοδικού που εκδίδει ο ίδιος. Το περιοδικό αναγγέλλει την αναστολή της έκδοσής του με ένα δεύτερο αφιέρωμα στη σιωπή. Μεταξύ των άλλων προσεγγίζουν γραπτώς και εικαστικώς τη σιωπή οι Γ. Δάλλας, Μ. Βαμβατήρα, Μ. Βασιλάκου, Θ. Ρεντζής, Μ. Στεφανίδης, Φ. Χρηστάκη, Μ. Χριστοφιλάκης, Ν. Μαστροπαύλος κ.ά. Το τεύχος κυκλοφορεί σε 447 αριθμημένα αντίτυπα, με ένα αριθμημένο και υπογεγραμμένο γνήσιο χαρακτικό της Ρουμπίνας Σαρελάκου και δύο αριθμημένους και υπογεγραμμένους σελιδοδείκτες, όλα τυπωμένα σε όρθιο τυπογραφικό πιεστήριο από τις μήτρες τους. Υπάρχει στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας.