Frost/Nixon: Η Αναμέτρηση, και άλλες ενδιαφέρουσες ταινίες

frost-nixon-i-anametrisi-kai-alles-endiaferouses-tainies

Το «Frost/Nixon» του Ρον Χάουαρντ που αποδεικνύει ότι μερικές φορές ένα στιβαρό σενάριο και δυο εντυπωσιακές ερμηνείες αρκούν για μια απολύτως γοητευτική ταινία. Στον αντίποδα αυτής της λογικής, η καινούργια ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου είναι με διαφορά η μεγαλύτερη απογοήτευση στη μέχρι τώρα πορεία του σημαντικού έλληνα σκηνοθέτη. 

Frost/Nixon: H αναμέτρηση


Το δεύτερο όνομα στον τίτλο της ταινίας του Ρον Χάουαρντ χρειάζεται ελάχιστες, αν χρειάζεται, συστάσεις. Ο Ρίτσαρντ Νίξον είναι ο 37ος αμερικανός πρόεδρος, ένας από τους ανθρώπους που έγραψαν μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες στην ιστορία των ΗΠΑ, ένας πολιτικός που αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ. Το ποιος είναι ο Ρόμπερτ Φροστ είναι σαφές ότι χρειάζεται περισσότερες εξηγήσεις. Δημοσιογράφος της βρετανικής τηλεόρασης, «πρωτοπόρος» μιας λάιφσταϊλ δημοσιογραφίας, παρουσιαστής τηλεπαιχνιδιών και συνεντεύξεων με ελαφρούς σταρ της εποχής, ήταν ένας άνθρωπος του οποίου η καριέρα έμοιαζε να μην έχει κανένα κοινό σημείο με τον κόσμο της πολιτικής και δη με θέματα τόσο σοβαρά όσο το παρασκήνιο ενός σκανδάλου που οδήγησε τον πρόεδρο της Αμερικής σε παραίτηση. 

Οι δυο άντρες όμως θα συναντηθούν όταν ο Φροστ αποφασισμένος να σώσει την τηλεοπτική του καριέρα, που δείχνει να βρίσκεται σε πτωτική πορεία, θα δοκιμάσει και θα κατορθώσει να κλείσει μια σειρά από συνεντεύξεις με τον Νίξον, ο οποίος για πρώτη φορά, τρία χρόνια μετά το τέλος της πολιτικής του καριέρας, δέχεται να μιλήσει εφ’ όλης της ύλης. Βασισμένος πάνω σε αυτό το αληθινό γεγονός ο Πίτερ Μόργκαν, σεναριογράφος ταινιών όπως η «Βασίλισσα» και «Ο τελευταίος βασιλιάς της Σκοτίας», θα στήσει αρχικά ένα θεατρικό έργο το οποίο θα παιχτεί με μεγάλη επιτυχία και στη συνέχεια θα το μετατρέψει στο σενάριο αυτής εδώ της ταινίας, η οποία, περισσότερο κι από την ιστορική αλήθεια, τα γεγονότα, τις λεπτομέρειες μιας θητείας κι ενός σκανδάλου, ενδιαφέρεται κυρίως για την «αναμέτρηση» αυτών των δύο ανδρών και τα κίνητρα που έφεραν τον έναν απέναντι στον άλλο. 

Ο Φροστ χρειαζόταν ένα scoop, μια δημοσιογραφική επιτυχία που θα αναζωογονούσε την καριέρα του, περισσότερο κι από αυτό όμως είχε ανάγκη να καθιερωθεί ως δημοσιογράφος κι όχι σαν τηλεοπτικός κονφερασιέ. Ο Νίξον, από την άλλη, ήθελε να απαλύνει την αλγεινή εντύπωση που είχε αφήσει ως πρόεδρος στον αμερικανικό λαό, ενδιαφερόταν να κάνει κάτι για την υστεροφημία του και θεωρούσε πως οι συνεντεύξεις με έναν όχι ακριβώς πεπειραμένο πολιτικό δημοσιογράφο θα ήταν ο καλύτερος τρόπο. 

Η σκηνοθεσία του Χάουαρντ και το εξαιρετικό σενάριο του Μόργκαν χρησιμοποιούν το πρώτο μισό του φιλμ για να εξιστορήσουν το παρασκήνιο, του πώς αυτές οι συνεντεύξεις έγιναν πραγματικότητα και να καταγράψουν λεπτομερώς τόσο τις συνομιλίες, τον κόπο και την προσπάθεια του Φροστ να πείσει τους χρηματοδότες να τον εμπιστευθούν όσο και τις αμφιβολίες του Νίξον και των συνεργατών του για το αν μια τέτοια έκθεση είναι καλή ή όχι για τον πρώην πρόεδρο. Στο δεύτερο μισό του φιλμ το ενδιαφέρον κορυφώνεται, όταν οι συνεντεύξεις ξεκινούν και οι δυο άνδρες βρίσκονται καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον. 

Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις θα γίνουν το τερέν μιας αληθινής μάχης εντυπώσεων και θελήσεων, ένα παιχνίδι εξουσίας, μυαλού και τηλεοπτικής γοητείας, το οποίο και οι δυο αντίπαλοι μοιάζουν αποφασισμένοι να κερδίσουν. Με την αδρεναλίνη να κυλά μπροστά από τις κάμερες, αλλά τα αληθινά παιχνίδια να παίζονται πίσω από αυτές ή όταν τα γυρίσματα σταματούν, ο Χάουαρντ καταγράφει όχι μόνο όσα κρύβονται πίσω από την τηλεοπτική εικόνα, αλλά κυρίως πίσω από την εικόνα των δυο ανδρών, σε ένα κινηματογραφικό ψυχογράφημα που κεντρίζει το ενδιαφέρον το ίδιο αν όχι περισσότερο από τα ίδια τα γεγονότα. Δίχως να σκηνοθετεί περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να αφηγηθεί την ιστορία, αφήνει χώρο στους δυο πρωταγωνιστές του για να παίξουν απρόσκοπτα το αριστοτεχνικό ερμηνευτικό τους παιχνίδι. 

Ο Μάικλ Σιν (ο Τόνι Μπλερ στη «Βασίλισσα») πετυχαίνει το σωστό ποσοστό ειλικρίνειας και απελπισίας, σοβαρότητας και ελαφράδας και κατορθώνει να σταθεί ως ίσος απέναντι στον Λαντζέλα, ο οποίος δίνει μια ερμηνεία βαθιά απολαυστική. Ίσως απολαυστική με έναν τρόπο που σε κάνει να ανατριχιάζεις, αλλά πέρα από κάθε αμφιβολία μια από τις καλύτερες της χρονιάς. Δίχως να αναζητά σημεία ταύτισης με τον Νίξον στην εξωτερική εμφάνιση και στον τρόπο που κινείται ή μιλά, αποπνέει κάτι πιο βαθύ από μια απλή ομοιότητα, κατορθώνει να συλλάβει την ουσία του και να κάνει τον πρώην πρόεδρο να φτάσει ως το κατώφλι της συμπάθειας του θεατή. Κι αυτό από μόνο του μοιάζει αν μη τι άλλο με αληθινό και αξιοθαύμαστο κατόρθωμα.

  • Σκηνοθεσία: Ρον Χάουαρντ. 
  • Πρωταγωνιστούν: Φρανκ Λαντζέλα, Μάικλ Σιν, Κέβιν Μπέικον, Ρεμπέκα Χολ κ.ά. Χώρα: ΗΠΑ. Διάρκεια: 122΄

Η σκόνη του χρόνου

Ως και σαν ερωτική ιστορία συστήνεται η καινούργια ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο οποίος φαίνεται να προσπαθεί με τρόπο σχεδόν αγωνιώδη να μεταλλάξει τον κινηματογράφο του σε κάτι που να αφορά τον σημερινό θεατή και δυστυχώς αποτυγχάνει οικτρά σε κάθε επίπεδο. Καταρχήν δείχνει αδύναμος να κάνει ένα σινεμά που να μοιάζει έστω και επιδερμικά σύγχρονο και κατά δεύτερον προσπαθώντας να τα καταφέρει στερεί κάθε ίχνος ποίησης και μεγαλοπρέπειας από την ταινία του, αφήνοντας στη θέση της κάτι που μοιάζει με το άψυχο κουφάρι μιας άλλης καλής ταινίας, με μια σκιά από τον παλιό εαυτό του ίδιου του σκηνοθέτη. 

Ο Αγγελόπουλος μπορεί να είναι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος πλέον, όμως η ηλικία του σκηνοθέτη και η ηλικία του έργου του δεν είναι απαραίτητο να συμβαδίζουν. Θα το έχετε διαπιστώσει αν έχετε δει τις ταινίες που γύρισαν άνθρωποι σαν τον Κουροσάβα ή τον Μπέργκμαν στο τέλος της καριέρας τους, θα έχετε την ευκαιρία να το διαπιστώσετε για ακόμη μια φορά με τον «Παράδεισο στη Δύση» του Κώστα Γαβρά την επόμενη εβδομάδα, ένα φιλμ που δείχνει σχεδόν νεανικό, από έναν σκηνοθέτη που μετρά σαράντα χρόνια καριέρας. 

Όμως, αντίθετα από τον Γαβρά, ο Αγγελόπουλος δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί κινηματογραφικά από τις εμμονές του ή δεν τολμά να το κάνει φοβούμενος το «άγνωστο» κι έτσι παραμένει δέσμιος όχι μόνο μιας πεπαλαιωμένης γραφής, αλλά κυρίως μιας ιστορίας που βυθίζει το φιλμ στα βάθη της αδιαφορίας. Κι ακόμη χειρότερα, φαίνεται να αντιλαμβάνεται και ο ίδιος την ανάγκη να «εκσυγχρονίσει» τη ματιά του, μόνο που μη ξέροντας πώς να το κάνει επιμένει να οριοθετεί την ιστορία του με βάση την Ιστορία, στερώντας κάθε ίχνος ανθρωπιάς από τον έρωτα που υποτίθεται πως αφηγείται. 

Η αφήγηση εκτυλίσσεται αποσπασματικά, αλλά ενώνεται από τη ματιά του πρωταγωνιστή, ας πούμε, διότι δεν υπάρχει τέτοιος εδώ, ενός σκηνοθέτη που προσπαθεί να ολοκληρώσει μια ταινία για την ιστορία των γονιών του και του ερωτικού τριγώνου ανάμεσα στη μητέρα, τον πατέρα του κι έναν ακόμη άντρα, που ξεκινά στην Ελλάδα του Εμφυλίου, μεταφέρεται στην Τασκένδη του Στάλιν και καταλήγει στο Βερολίνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2000. Η ιστορία του ακούγεται τυπικά «αγγελοπουλική», κάτι που ανάλογα με τις κινηματογραφικές σας πεποιθήσεις θα μπορούσε να είναι από συναρπαστικό μέχρι νυσταλέα αδιάφορο, μόνο που εδώ η πνοή που συνήθως διατρέχει τις ταινίες του, που κάνει το σινεμά του ξεχωριστό, είναι ολοκληρωτικά απούσα. Η άλλοτε μεγαλοπρεπής εικονογραφία του δείχνει εδώ μίζερη και ξεπουπουλιασμένη και η ιστορία απλό πρόσχημα για το αναμάσημα των στείρων από κάθε ζωή ιδεών για τα ιδανικά της Αριστεράς. Ακόμη χειρότερα, ο Αγγελόπουλος μη μπορώντας να πετύχει καμιά απολύτως σύνδεση με το σήμερα, γυρίζει όλες τις σεκάνς που διαδραματίζονται στο τέλος της δεκαετίας του ’90 με τρόπο που σε κάνει να στριφογυρίζεις άβολα στην καρέκλα σου, νιώθοντας άσχημα για την απόσταση που χωρίζει πια έναν κάποτε σπουδαίο σκηνοθέτη με την πραγματικότητα. 

Αξιομνημόνευτα κακή, σχεδόν θλιβερή, μια σεκάνς όπου η κόρη του σκηνοθέτη που αγνοείται βρίσκεται σε ένα κοινόβιο γεμάτο από απόκληρους, είναι σχεδόν ερασιτεχνική, κακοφτιαγμένη και άτσαλη, ιδεολογικά και κινηματογραφικά τετριμμένη και αφόρητα προφανής. Δυστυχώς η παραπάνω αίσθηση περισσεύει σε ολόκληρη την ταινία, η οποία δεν ξέρει τι να κάνει όχι μόνο την ιστορία της αλλά και τους ηθοποιούς της, περιφέροντας Νταφόε, Ζακόμπ, Πικολί και Γκανζ δίχως σκοπό και κατεύθυνση σε ένα ομιχλώδες τοπίο κοινοτοπίας και παλιοκαιρισμού. Είναι δύσκολο να υποδυθείς κάτι όταν δεν υπάρχει τίποτα για να υποδυθείς και είναι κρίμα να βλέπεις ηθοποιούς όπως τους παραπάνω να τριγυρίζουν ασκόπως στην οθόνη για δυο ολόκληρες ώρες, δείχνοντας να έχουν πλήρη συναίσθηση του ότι δεν έχουν κανέναν λόγο ύπαρξης σε μια ταινία που δεν τους χρειάζεται, παρά μόνο ως ονόματα-εγγυήσεις για να καλυφθεί το κόστος της παραγωγής της.

  • Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος. 
  • Πρωταγωνιστούν: Γουίλεμ Νταφόε, Μισέλ Πικολί, Ιρέν Ζακόμπ, Μπρούνο Γκανζ, Κριστιάν Πολ, Ρένη Πιττακή. Χώρα: Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία, Ρωσία. Διάρκεια: 125΄

Πορεύσου εν ειρήνη, Τζαμίλ

Ο Τζαμίλ, ένας σουνίτης άραβας μετανάστης δεύτερης γενιάς στην Κοπεγχάγη, βρίσκεται ενώπιον ενός τρομερού διλήμματος όταν καλείται να πάρει εκδίκηση για τη βίαιη δολοφονία της μητέρας του από μια αντίζηλη συμμορία αράβων σιιτών. Ενώ ζούσε μέχρι πρότινος μια ήσυχη ζωή με τη σύζυγό του και τον μικρό του γιο, και αν και ο ίδιος ο πατέρας του αρνείται να συνεχίσει τον κύκλο αίματος που διαγράφουν σιίτες και σουνίτες για εκατοντάδες χρόνια, δέχεται πιέσεις από το υπόλοιπο περιβάλλον του αλλά και από τη συνείδησή του. Και ενώ η τελευταία έχει διαμορφωθεί από μια σειρά παραγόντων, όπως η θρησκεία του, η ισλαμική παράδοση, η κοινωνία όπου μεγάλωσε αλλά και η κοινωνία στην οποία ζει τώρα πια, ο ήρωας προχωρά προς την πράξη εκδίκησης, ζυγίζοντας όλες αυτές τις παραμέτρους και κυρίως σκεπτόμενος το μέλλον του γιου του που ήδη κινδυνεύει. 

Τοποθετημένο ολοκληρωτικά στους κόλπους της κοινότητας των μεταναστών και γυρισμένο με ένταση και αίσθηση του επείγοντος που διατρέχει την ιστορία του, το «Τζαμίλ» κέρδισε τη Χρυσή Τίγρη στο περσινό Φεστιβάλ του Ρότερνταμ. Η βίαιη και ηλεκτρισμένη ματιά στο χρονικό μιας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας μπορεί να μη φέρνει κάτι αληθινά καινούργιο στο σινεμά, χτίζεται όμως μεθοδικά, κλιμακούμενα και πετυχημένα και κατορθώνει να κοιτάξει με διαπεραστική ματιά και απολύτως ενδιαφέροντα τρόπο έναν μικρόκοσμο και έναν χαρακτήρα και κατορθώνει να χτυπά με ένταση τις αισθήσεις, ακόμη κι αν η ιστορία του μοιάζει γνώριμη και η κατάληξή της μάλλον προδιαγεγραμμένη.

  • Σκηνοθεσία: Ομάρ Σαργκάουι. 
  • Πρωταγωνιστούν: Νταρ Σαλίμ, Καλίντ Αλ Σουμπεχί, Μουνίρ Σαργκάουι, Ελίας Αλ Σουμπεχί, Χασάν Ελ Σαγιέντ. Χώρα: Δανία. Διάρκεια: 89΄

Εναντίωση

Το φιλμ είναι βασισμένο στην αληθινή ιστορία τριών αδελφών, οι οποίοι στη Λευκορωσία του 1941 έγιναν οι απρόθυμοι αρχηγοί μιας ομάδας Εβραίων, που για να σωθούν από τους Ναζί κρύφτηκαν στα πυκνά δάση της χώρας. Αντί να κρυφτεί περιμένοντας το τέλος του πολέμου, αυτή η ομάδα Εβραίων επέλεξε να αντισταθεί στους Γερμανούς και να τιμωρήσει όσους συνεργάζονταν μαζί τους. Η ταινία του Έντουαρντ Ζούικ καταγράφει με τρόπο ηρωικό αλλά και τετριμμένο τις προσπάθειές τους για επιβίωση κάτω από αντίξοες συνθήκες, αλλά και την παράλληλη πορεία του ενός από αυτούς, ο οποίος θέλοντας να κάνει κάτι περισσότερο από το να κρύβεται κατατάχθηκε στον ρώσικο στρατό. Γυρισμένη με όλο τον σεβασμό που θα περίμενε κανείς για ένα τέτοιο θέμα, αλλά και με μια μάλλον υπερβολικά ακαδημαϊκή ματιά, η ταινία μπορεί να αφηγείται ικανοποιητικά τα γεγονότα, εν τούτοις όχι μόνο αδυνατεί να ενθουσιάσει –καθώς δεν είναι τίποτα ξεχωριστό ούτε ως περιπέτεια ούτε ως ιστορική ταινία–, αλλά αντίθετα μάλλον καταντά βαρετή εξαιτίας της υπερβολικά μεγάλης διάρκειάς της.

  • Σκηνοθεσία: Έντουαρντ Ζούικ. 
  • Πρωταγωνιστούν: Ντάνιελ Κρεγκ, Λιβ Σράιμπερ, Τζέιμι Μπελ, Αλέξα Ντάβαλος. Χώρα: ΗΠΑ. Διάρκεια: 137΄

Ροζ Πάνθηρας 2

Το σίκουελ της ταινίας «Ο ροζ πάνθηρας» του 2006 βρίσκει ξανά τον Στιβ Μάρτιν στον ρόλο του γκαφατζή γάλλου επιθεωρητή Κλουζό. Όταν εξαφανίζονται θησαυροί αμύθητης αξίας από ολόκληρο τον κόσμο, και ανάμεσά τους το περίφημο διαμάντι «Ροζ πάνθηρας», συγκροτείται ένα διεθνές δίκτυο ντετέκτιβ με αποστολή να βρεθεί ο κλέφτης και να επιστραφούν τα κλοπιμαία. Ο επικεφαλής επιθεωρητής Ντρέιφους θα αναγκαστεί να συμπεριλάβει τον Κλουζό στην ομάδα κι αυτός με τη σειρά του θα ζητήσει βοήθεια από τον συνεργάτη του Πόντον.

  • Σκηνοθεσία: Χάρολντ Σβαρτ. 
  • Πρωταγωνιστούν: Στιβ Μάρτιν, Ζαν Ρενό, Άντι Γκαρσία, Άλφρεντ Μολίνα, Τζον Κλιζ, Έμιλι Μόρτιμερ. Χώρα: ΗΠΑ. Διάρκεια: 92΄

12

Ριμέικ της ταινίας του Σίντνεϊ Λιούμετ, που με τη σειρά του είχε βασιστεί σε ένα θεατρικό έργο, το φιλμ του Μιχάλκοφ μπορεί να διαδραματίζεται στη συντριπτική πλειονότητα των 159 λεπτών του γύρω από το τραπέζι που έχει στηθεί στο γυμναστήριο ενός σχολείου και η δράση του να εξαντλείται σε λέξεις, ωστόσο βλέπεται με τον ενθουσιασμό που παρακολουθείς ένα αγωνιώδες θρίλερ. Η ιστορία κρατά τη βασική πλοκή, της προσπάθειας ενός σώματος ενόρκων να αποφασίσουν για την ενοχή ή αθωότητα ενός νεαρού Τσετσένου που κατηγορείται για φόνο, αλλά δίνει στους χαρακτήρες και την υπόθεση χαρακτηριστικά ρώσικη υφή. Αυτό που ξεκινά ως μια ξεκάθαρη βεβαιότητα, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος είναι ένοχος, μετατρέπεται στην πορεία σε ένα αληθινό αίνιγμα και μια αφορμή για τον Μιχάλκοφ να εξερευνήσει την υποκειμενικότητα της αλήθειας και την ηθική του καθενός από τους χαρακτήρες του ξεχωριστά. Στην πορεία πλάθει ένα συναρπαστικό πορτρέτο της ίδιας του της χώρας, αλλά και της ανθρώπινης ύπαρξης, των αδυναμιών, μα και του μεγαλείου της, μέσα από ένα καστ που δίνει συνολικά εξαιρετικές ερμηνείες, ένα καλοδουλεμένο σενάριο και μια ευρηματική, αποτελεσματική σκηνοθεσία.

  • Σκηνοθεσία: Νικίτα Μιχάλκοφ. 
  • Πρωταγωνιστούν: Σεργκέι Μακόβετσκι, Σεργκέι Γκαρμάς, Αλεξέι Πετρένκο, Γιούρι Στογιάνοφ, Νικίτα Μιχάλκοφ. Χώρα: Ρωσία. Διάρκεια: 159΄