Μια γλυκιά ιστορία που σχετίζεται με το φόρεμα

mia-glykia-istoria-tis-schetizetai-me-to-forema

Φόρεσε το μωβ φόρεμα. Είναι ένα από τα αγαπημένα της. Για κάποιο περίεργο λόγο περνάει πάντα όμορφα κάθε φορά που το φοράει. Έβαλε το μενταγιόν με τη μεγάλη μωβ πέτρα, εκείνο που της χάρισε η γιαγιά της. Έφτιαξε τις μπούκλες της μπροστά στον καθρέφτη και ξεκίνησε για τη δεξίωση.

Έφτασε έξω από το σπίτι αλλά πολλά αυτοκίνητα ήταν σταθμευμένα εκεί κι έτσι βρήκε χώρο λίγο πιο μακριά. Καθώς περπατούσε πρόσεξε τις ματιές μιας παρέας αντρών, που διέκοψαν τη συζήτηση για το ψεσινό ματς και κάρφωσαν το βλέμμα τους στη σιλουέτα της και την κομψή της κίνηση. Προχώρησε αδιάφορη, διασταύρωσε το δρόμο και μπήκε στο μεγάλο σπίτι του Αλεξιάδη. Μέσα της, όμως, χαμογέλασε με ευχαρίστηση.

- Άννα!

Κοντοστάθηκε και γύρισε το κεφάλι.

- Μαρία μου!

Αγκαλιάστηκαν στη στιγμή.

- Φτου σου κούκλα μου. Τόσα χρόνια έχω να σε δω και μου φαίνεσαι νεότερη.

- Έλα, υπερβάλλεις. Κι εσένα μια χαρά σε βρίσκω. Μακάρι να ναι καλά ο Αλεξιάδης που κάλεσε όλους τους συμφοιτητές στη δεξίωση για το γάμο του και καταφέραμε να βρεθούμε.

- Ελπίζω να έρθουν όλοι.

Το αρχοντικό του Αλεξιάδη βρισκόταν δίπλα στο κύμα κοντά σε μια πολυσύχναστη πλαζ. Ήταν επενδυμένο με πέτρα και κάθε γωνιά του ήταν περιποιημένη. Στο πίσω μέρος τους σπιτιού είχε δυο πισίνες οι οποίες ήταν ειδικά διακοσμημένες για το γάμο. Η Άννα έμεινε να κοιτάζει το νερό κι ένιωθε σαν να βρισκόταν σε παραμύθι. Πιο κάτω, στον ανθισμένο κήπο, στέκονταν οι νεόνυμφοι και δέχονταν τις ευχές. Προχώρησε, έδωσε τις δικές της ευχές και προχώρησε για να πάρει ένα ποτό και να τσιμπήσει κάτι από τις πιατέλες που είχαν ότι ζητήσει η ψυχή σου.

Το αεράκι φυσούσε απαλά κι έκανε το κύμα να τραγουδάει. Η Άννα πλησίασε το φράκτη και κοίταζε τη θάλασσα. Η σκέψη της ταξίδεψε στα φοιτητικά της χρόνια, στις τόσο όμορφες αναμνήσεις, στα πρόσωπα που έχει τόσο καιρό να δει...

Ένα χέρι ακούμπησε τη μέση της. Έκανε να αντιδράσει μα το κορμί δεν υπάκουσε. Ήταν τόσο οικείο το χάδι. Γύρισε.

- Γιώργο!

Της χαμογέλασε γλυκά.

- Μα εσύ είσαι στην Αμερική. Πώς βρέθηκες εδώ;

- Άννα!

Μόνο αυτό είπε, όσο γλυκά γινόταν. Την κοίταζε στα μάτια. Άπλωσε και το άλλο χέρι και την κράτησε στην αγκαλιά του. Στα μάτια τους υπήρχε η ίδια ζεστασιά, η φλόγα του έρωτα.

Βγήκαν από τον κήπο και προχώρησαν προς τη διπλανή πλαζ που αυτή την ώρα ήταν έρημη. Τα τακούνια της βούλιαζαν στην άμμο γι αυτό κι έβγαλαν τα παπούτσια. Το φεγγάρι χαμήλωσε και χάιδεψε απαλά τη θάλασσα. Γύρισαν και το κοίταξαν. Τους καλούσε να έρθουν όσο γίνεται πιο κοντά του. Προχώρησαν μέσα στο νερό, κοιτάζοντας το φεγγάρι σαν μαγεμένοι. Η θάλασσα τους αγκάλιασε προστατευτικά. Το φιλί έκανε το φεγγάρι να χαμηλώσει τα μάτια και να κρυφογελάσει.

Πέρασαν πολλές ώρες ξαπλωμένοι στα κρεβατάκια. Η Άννα σκέφτηκε πως θα ήταν αστείο θέαμα: Ένα βρεγμένο – καλοντυμένο - ώριμο ζευγάρι στα κρεβατάκια της παραλίας. Σαν πιτσιρίκια. Μα δεν είπε τίποτε. Δεν τους ένοιαζε τίποτα.

Ήταν μαζί!