Αστικό πρελούδιο με συναίσθημα αντάρας

astiko-preloudio-me-synaisthima-antaras

Οκτώ παρά δέκα το πρωί, βγαίνω βιαστικός στον δρόμο, για να προλάβω το τραμ των 8. Κάνω σλάλομ ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα που έχουν σκαρφαλώσει στο πεζοδρόμιο, παίρνοντας καθρέφτες με την τσάντα μου. Στο επόμενο στενό, πάλι αυτοκίνητα σε κάθε μεριά του δρόμου, ενώ τα δέντρα στο πεζοδρόμιο έχουν φουντώσει τόσο που ο μόνος τρόπος να περάσεις από εκεί όρθιος είναι να είσαι ο Σπιρτούλης ή ο Κούγιας.



Κατεβαίνω αναγκαστικά στον δρόμο και κολλάω απότομα πάνω σε μία πόρτα για να μη με κάνει χαλκομανία το λεωφορείο που έρχεται γκαζωμένο από την άλλη, λες και το κυνηγά κοπάδι βισώνων.

Στη μεγάλη κατηφόρα προς την πλατεία, τα πρώτα φορτηγά έχουν παρκάρει όπου βρήκαν κενό για να κατεβάσουν τελάρα με γάλατα, κατεψυγμένα κρέατα και φρούτα. Πάλι σλάλομ ανάμεσα σε παραγιούς με φορτωμένα καροτσάκια, ενώ παράλληλα κάνω και τις μανούβρες του Κιάνου Ριβς στο Matrix για να αποφύγω πόρτες και καρότσες που ανοίγουν απροειδοποίητα. Κάνω άλμα σαν τη Χρυσοπηγή Δεβετζή πάνω από ένα λόφο σκουπιδιών και σάπιων πιτόγυρων που πέταξε το σουβλατζίδικο της γωνίας πάνω στο πεζοδρόμιο και μετά την πρωινή γυμναστική πλησιάζω τη στάση του τραμ.

Στην πλατφόρμα εκατό άτομα περιμένουν ήδη κι άλλα εκατό έρχονται από όλες τις πάντες. Στην απέναντι Τράπεζα οι συνταξιούχοι σχηματίζουν μία φιδωτή ουρά εφτά χιλιομέτρων, σαν νορβηγικό φιόρδ. Ένας πανικόβλητος γέρος εγκλωβίζεται μέσα στον προθάλαμο και προσπαθεί με τον καταρράκτη, την πρεσβυωπία και την κώφωση να βρει ποιο κουμπί του λέει η φωνή να πατήσει για να ελευθερωθεί από το διαβολομηχάνημα. Οι γριές απ’ έξω σταυροκοπιούνται, φωνάζουν «Όι, όι, όι» και επικαλούνται τη Μεγαλόχαρη να σώσει τον γέρο που κατάπιε η Εθνική Τράπεζα – πρώην Ελλάδος.

Όσο πλησιάζει το τραμ, όλοι κάνουν μουλωχτά βήματα προς τα εμπρός, για να προλάβουν να ορμήσουν μέσα. Το τραμ φτάνει, οι πόρτες ανοίγουν και βγαίνουν με το ζόρι δεκαπέντε άτομα, στα οποία κάνουν φράγμα βιαστικές κυράτσες με τσαντάρες και χοντροί που δεν χωράνε ούτε στο στούντιο της Paramount.

Σφηνώνομαι ανάμεσα στο πλήθος που σπρώχνει, ενώ κατινάρες τσιρίζουν το κλασικό «προχωρήστε λίγο πιο μέσα», ασχέτως αν ο μόνος κενός χώρος είναι η στοματική κοιλότητα του από πίσω μου. Μόλις χωρέσουν κι εκείνες, μελανιάζοντας τους γύρω τους, μπαστακώνονται εκεί που κάτσανε και όταν τσιρίζουν άλλες την ίδια ατάκα, απαντάνε «δεν πάει πιο μέσα, μαντάμ»! Αφού πακτωθούμε για τα καλά, σε σημείο να νιώθουμε ο ένας το σφυγμό του άλλου, το τραμ ξεκινά απότομα και πέφτουμε όλοι με φόρα στους από πίσω. Όσοι ακουμπάνε σε τοίχο παθαίνουν διάτρηση πνεύμονα και ρήξη σπλήνα (ναι, είναι Ο σπλήνας, αγαπητέ αναγνώστη! Δεν χαίρεσαι που διαβάζεις Niata και μαθαίνεις πάντα κάτι νέο;)

Ο αγκώνας του διπλανού μου κάνει γεώτρηση στο νεφρό μου, ενώ ο γερο-μπαμπαλής μπροστά μου με κοπανάει σαν crash dummy, σε κάθε κούνημα. Έχω τεντωθεί όπως ο Mr. Fantastic προσπαθώντας να πιαστώ από το σίδερο από το οποίο προσπαθούν να πιαστούν ταυτόχρονα άλλα τριάντα χέρια. Νιώθω ότι πρωταγωνιστώ στον Τιτανικό, στη σκηνή που το πλοίο σηκώθηκε όρθιο κι όλοι κρέμονταν από τα κάγκελα σαν τα τσαμπιά.

Το τραμ παίρνει απότομα τη μεγάλη, ανοιχτή στροφή του Νέου Κόσμου κι όλοι μέσα χτυπάμε τριγύρω σαν μπουγάδα στο στίψιμο. Μια γριά πιάνεται στη φυσούνα του τραμ και γίνεται πολύπτυχο. Οι πόρτες ανοίγουν και ο κόσμος κατεβαίνει μαζικά εκτός από τον ηλίθιο μπροστά μου που μένει κόκαλο σαν να είδε τη Μέδουσα. Φωνάζω δυνατά: «να περάσουμε;» κι αρχίζει να κάνει πανικόβλητος βήματα δεξιά-αριστερά, χορεύοντας τον Γαλάζιο Δούναβη.

Κατεβαίνω μπινελικώνοντας και κατευθύνομαι στον σταθμό του μετρό. Τρεις χαζοβιόλες ανεβαίνουν από τη σκάλα που κατεβαίνουμε εμείς, οπότε αλλάζουμε πορεία στα στενά σκαλοπάτια για να τις αποφύγουμε, περιμένοντας να δούμε ποιος θα είναι ο τυχερός που θα τα κατέβει με τα μούτρα.

Στις κυλιόμενες, το κλασικό ερωτευμένο ζευγαράκι πιασμένο χέρι-χέρι, φράζει ολόκληρη τη σκάλα με τον έρωτά του, ενώ όσοι στοιβάζονται από πίσω του, το καταριούνται κι εύχονται να τους βγει ο πρώτος γιος στυλίστας. Ακούγεται ο συρμός που πλησιάζει κι αρχίζουν όλοι να τρέχουν στις σκάλες ποδοπατώντας ηδονικά το ζευγαράκι, το οποίο βρίσκει σαιξπηρικό τέλος. Ο συρμός γεμάτος, ως συνήθως. Νέο σπρώξιμο και μελανιές μέχρι να χωρέσουν όλοι, ενώ οι γριές κάνουν αγώνα δρόμου ποια θα προλάβει τη μοναδική άδεια θέση, την οποία τελικά παίρνει μία κορακομάλλα emo με δεκαπέντε σκουλαρίκια στο αυτί, που ακούει στη διαπασών ιαπωνικό goth rock.

Όταν ηχεί το σήμα, δυο κουστουμάτοι, που μόλις κατέβηκαν τη σκάλα, αρχίζουν το σπριντ για να μπούνε πριν κλείσουν οι πόρτες. Ο ένας τα καταφέρνει στο τσακ, κάνοντας strike σε όσους στέκονταν μπροστά στην πόρτα. Ο άλλος καταλήγει να φιλάει ρουφηχτά το τζάμι και μετά ξεσκονίζεται δήθεν αδιάφορα, ενώ όλος ο συρμός γελάει με τα χάλια του καθώς απομακρύνεται.

Σε κάθε στάση μπαίνει κι άλλος κόσμος. Η ανάσα ενός γέρου βρωμάει φαρμακίλα – η κλασική οσμή των γέρων, κάτι σαν σάπιο σκόρδο διατηρημένο σε φορμόλη. Μου έρχεται να τον αρπάξω από το γιακά και να του φωνάξω με δάκρυα στα μάτια να εκπνέει από τη μύτη. Στο Σύνταγμα κατεβαίνει ξαφνικά όλο το μετρό και όσοι μένουμε μέσα αρχίζουμε να οξυγονωνόμαστε και πάλι σαν άνθρωποι κι όχι σαν φτέρες.

Συνεχίζω ως το τέρμα της διαδρομής, ρίχνοντας στραβές ματιές στους υπόλοιπους αγουροξυπνημένους που έχουν απομείνει στο βαγόνι και ρίχνουν στραβές ματιές σε μένα. Στην έξοδο τρία άτομα στέκονται στην κορυφή της κυλιόμενης και μοιράζουν φυλλάδια, καταλόγους του Praktiker και τον Ριζοσπάστη. Ο μόνος τρόπος να τα πιάσεις όλα είναι να είσαι ο Καλαμάρης από το Βυθό του Μπικίνι.

Κάνω νέο σλάλομ ανάμεσα στα ξαπλωμένα αδέσποτα και τις απλωμένες τσάντες των Πακιστανών. Περνώ πάνω από τις λακούβες με τα λασπόνερα και διασχίζω κάθετα τον πηγμένο δρόμο. Ένα μηχανάκι τρέχει  καρφωτό ανάποδα από πίσω μου και παραλίγο να βρεθώ στην αγκαλιά του βιαστικού μηχανόβιου, με τον καθρέφτη να μου κάνει λαπαροσκόπηση.

Το φανάρι γίνεται πράσινο για τους πεζούς. Περνούν με κόκκινο τέσσερα αυτοκίνητα που τα οδηγούν καθυστερημένοι ηλίθιοι και μέχρι να αδειάσει ο δρόμος, το φανάρι για τους πεζούς γίνεται πάλι κόκκινο. Περνώ απέναντι πάραυτα κι ο Θεός βοηθός. Το πεζοδρόμιο είναι φραγμένο γιατί σκάβουν εδώ και ένα μήνα. Η μεγάλη τρύπα έχει μετατραπεί σε πισίνα με κινούμενη άμμο. Ξανακατεβαίνω στο λασπωμένο δρόμο και κάνω πιρουέτες πάνω από τις λακούβες, ενώ τα περαστικά οχήματα με ραντίζουν σαν χορταρικό σε πάγκο λαϊκής. Περνώ από το κατάστημα με τα κρεβάτια μασάζ, που κάθε πρωί περιμένουν 20 συνταξιούχοι για το δωρεάν μασάζ τους. Σκέφτομαι ένα πρωί να το επισκεφτώ κι εγώ.

Φτάνω στο σημείο του ραντεβού και περιμένω στο πάρκινγκ του καταστήματος ρούχων να με πάρουν. Ένα αδέσποτο με τον πληθυσμό της Γαλλίας σε τσιμπούρια μου κάνει χαρές και κοιτάζω αλλού. Τρεις πακιστανοί με παντόφλες περνούν από μπροστά μου και χώνονται σε ένα στενάκι. Στο παρκάκι απέναντι, μία οικογένεια τσιγγάνων πλένεται στη βρύση ποτίσματος. Το πάρκινγκ μόνο για πελάτες, γεμίζει αυτοκίνητα άσχετων που πηγαίνουν στην κοντινή ΔΕΗ να πληρώσουν. Οι πωλήτριες περιμένουν καπνίζοντας να έρθει η υπεύθυνη να ξεκλειδώσει και με κοιτάζουν εξεταστικά. Σκέφτομαι να τους συστηθώ κάποια στιγμή, τόσα πρωινά περνάμε μαζί.

Από το απέναντι σχολείο ακούγεται η προσευχή στα μεγάφωνα και μετά η διευθύντρια που τα χώνει στα παιδιά. Τα αυτοκίνητα περνούν βιαστικά από μπροστά μου, κατευθυνόμενα προς την Εθνική, όπου θα τους κοπεί η βιασύνη, αφού θα πήξουν στην κίνηση έτσι κι αλλιώς.

Έρχονται και με παίρνουν για τη δουλειά. Βαριεστημένη καλημέρα και τυπικές συζητήσεις. Κοιτάζω από το παράθυρο αφηρημένος. Οι αφίσες που διαφημίζουν καζίνο, τα γκραφίτι για την ΑΕΚ, η παρατημένη πολυθρόνα που βλέπω εδώ και ενάμιση χρόνο στην άκρη της Εθνικής, τα γκρίζα καταστήματα και ο Μελωδία στο ραδιόφωνο.

Η μέρα μου μόλις ξεκίνησε… Θεέ μου, λατρεύω να μισώ αυτή την πόλη!