Ένα πρωινό ταλαιπωρίας στο Ελληνικό Δημόσιο

ena-proino-talaiporias-sto-elliniko-dimosio

Το πρώτο μου άρθρο στο Niata.Net ήταν για τις σχέσεις λατρείας που με δένουν με το Δημόσιο τομέα. 28 άρθρα και μία αθλητική παρωδία μετά, επιστρέφω στον τόπο του εγκλήματος — παραλίγο να γίνει και κυριολεκτικό αυτό, καθώς η ιστορία μου αφορά έναν κλειδαριθμό, δυο ουρές, έναν γέρο, την ηλίθια κόρη του και πολλούς υποψήφιους δολοφόνους…


Βρέθηκα, λοιπόν, ξανά στην Εφορία πρόσφατα για να μου δοθεί ο περίφημος κλειδάριθμος, ώστε να μπορώ να κάνω online τις δηλώσεις μου (τις οποίες ήδη κάνω online εδώ και πέντε χρόνια, αλλά το Δημόσιο έχει μία διαφορά φάσης με το υπόλοιπο σύμπαν…). Μπαίνω στο Μητρώο και με υποδέχονται δύο ουρές. Στον μαδημένο τοίχο απέναντι, το κλασικό κολλημένο χαρτί που γράφει με γραμματοσειρά PF (Pinw_frape): «ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ ΕΔΩ» με καθοδηγεί. Μπροστά μου καμιά δεκαριά άτομα, ενώ στη διπλανή ουρά κοντεύουν να κάνουν ανθρώπινη πυραμίδα για να χωρέσουν.

Πίσω μου έρχεται ένας ασθμαίνων τύπος γύρω στα 50. «Εδώ παίρνουμε Κλειδάριθμο;» με ρωτάει. «Εδώ» απαντώ. «Κι έχει τόσο κόσμο;» με ξαναρωτάει. «Όχι, οφθαλμαπάτη είναι!» μου έρχεται να του απαντήσω — μα γιατί μου κάνουν όλοι ηλίθιες ερωτήσεις; Κάποιος μπροστά μας τελειώνει και φεύγει κι ο τύπος αρχίζει αυτομάτως το ξεφύσημα: «πωωω… πω… τόση ώρα!» ενώ δεν έχει κλείσει ούτε λεπτό στην ουρά, σε αντίθεση με μία κυρία πιο μπροστά που, από την απόγνωση στο πρόσωπο, μαντεύω ότι πρέπει να περιμένει από προεδρείας Σαρτζετάκη…

Μπροστά μου ένας μπάρμπας και ένας γιάπης wannabe με σακάκι, ξεκούμπωτο πουκάμισο και χαρτοφύλακα αρχίζουν την κλασική κουβέντα που ακούς σε κάθε ουρά: χώσιμο για το Δημόσιο. Ο γιάπης αποδεικνύεται κοινωνιολόγος-οικονομολόγος-ανθρωπολόγος-εντομολόγος. Δηλαδή, ο κλασικός παρλαπίπας που τα ξέρει όλα και πρέπει να μας το αποδείξει.

Αρχίζει ένα τετριμμένο μπλαμπλά περί Δημοσίου, λογιστών, offshore  και γραφειοκρατίας και πετάει και μερικές αυτοσχέδιες στατιστικές για το πόσοι έχουν φύγει από τη χώρα — λες και έκανε γκάλοπ πόρτα-πόρτα και σημείωσε πόσοι πήγαν μετανάστες στις φάμπρικες στο Αμέρικα. Παράλληλα, με κάθε ατάκα του, ρίχνει και μια αυτάρεσκη «πωωω-τι-είπα-ο-μέγιστος» ματιά και στους γύρω του ώστε να βεβαιωθεί ότι τον ακούνε όλοι. Ναι, μη χάσει κανείς το απόσταγμα σοφίας του Ραββουνί με τον Χαρτοφύλακα…

Τελειώνει άλλος ένας από την ουρά μας και ο από πίσω αρχίζει πάλι να ξεφυσάει και να πηγαίνει πέρα-δώθε. Μου ανάβουν τα λαμπάκια…

Στο γκισέ μας ένας γέρος έχει κολλήσει επί μισή ώρα και όλο συμπληρώνει αιτήσεις και χαρτομάνι και σχεδόν τον λυπάμαι γιατί, τόσο γράψιμο, ούτε ο Σαίξπηρ να ήταν!  Ο από πίσω ρίχνει άλλο ένα ξεφύσημα στο σβέρκο μου -που κοντεύει να γίνει σαν τα Ανεμοδαρμένα Ύψη- και ένα τελετουργικό «πωω, πω, ρε παιδί μου» και παίρνω ανάποδες, καθώς δεν μου αρκεί ο εκνευρισμός της αναμονής, έχω και τον εκνευρισμό του εκνευριστικού, να με εκνευρίζει περισσότερο! Στο επόμενο ξεφύσημα είμαι έτοιμος να αρπάξω τον πυροσβεστήρα και να του τον αδειάσω όλο στα ρουθούνια ουρλιάζοντας «Σκάσε, σκάσε!!!»

Ευτυχώς δεν χρειάζεται, καθώς ο τύπος σηκώνεται και φεύγει — μάλλον για το πλησιέστερο βενζινάδικο, για να βάλει αέρα. Ηρεμώ για λίγο, αλλά αμέσως δαιμονίζονται όλοι στη διπλανή ουρά. Κάποιος μπάρμπας από εκείνους τους γλιμουτσοπαρτάληδες που «θέλουν μια ερώτηση να κάνουν απλώς», είχε χωθεί εκτός σειράς μέσα στο γραφείο και η «μία ερώτηση» κόντευε να γίνει κανονική συνέντευξη-γνωριμία-«μπες-μες-στο-καμπριολέ-πάμε-για-κάνα-καφέ».

Στη δική μας ουρά, ο γέρος στο γκισέ εξακολουθεί να συμπληρώνει αιτήσεις επί αιτήσεων – τι διάολο; Για κλειδάριθμο ήρθε ή για να αγοράσει την Αλάσκα; Η ουρά αρχίζει ευτυχώς να προχωρά κάπως, ο -ερωτευμένος με τη φωνή του- γιάπης ξεκινά δεύτερο κύκλο σεμιναρίων Μπουρδολογίας ενώ ο μπάρμπας απλώς κουνάει το κεφάλι συμφωνώντας, γιατί πού να καταφέρει να σταυρώσει κουβέντα;

Κάποιος ρωτάει τον γέρο γιατί τον έχουν κρατήσει τόση ώρα και μαθαίνουμε ότι έχει έρθει να πάρει κλειδάριθμο για την κόρη του που είναι δικηγορίνα και πολυάσχολη –τόσο πολυάσχολη που είχε ξεχάσει να αναφέρει στην Εφορία ότι είχε βγάλει νέα ταυτότητα, οπότε ο πατέρας της τώρα έπρεπε να συμπληρώσει τρεις τόμους χαρτούρα με τα νέα στοιχεία και παράλληλα να σιχτιρίσει την αποφράδα μέρα που αποφάσισε να μην τραβηχτεί…

Ο γιάπης συνεχίζει τη μπουρδολογία, ώσπου έρχεται η σειρά του και ο ουρανός ανοίγει και εμφανίζονται τα Χερουβείμ ψάλλοντας «αααα-λληλούια!» μια που θα έβγαζε το σκασμό επιτέλους! Κι εκεί, η Θεία Δίκη του κλείνει την πόρτα κατάμουτρα, καθώς αποδεικνύεται ότι και αυτός είχε αλλάξει ταυτότητα και δεν το είχε δηλώσει στην Εφορία, οπότε τώρα πρέπει να πλακωθεί στις αιτήσεις σαν τον γέρο. Ναι, είμαι κακός, αλλά χαμογέλασα τόσο πλατιά, που ένιωσα τα αυτιά μου να πεταρίζουν! Ήθελα να φωνάξω «in your face, μπλαμπλαούμπλα!» αλλά συγκρατήθηκα διότι ακόμη δεν είχε έρθει η δική μου η σειρά και δεν θέλεις να παίξεις με το κάρμα σου μέσα σε Εφορία…

Στη διπλανή ουρά έχουν αρχίσει να καίνε τα έπιπλα και να ψήνουν λουκάνικα. Και ξάφνου, η προϊσταμένη κάνει την έκπληξη! Σηκώνεται από το γραφείο της, ξεκολλάει τον πισινό της από την καρέκλα με την οποία κόντευε να οσμωθεί και βγαίνει με απαράμιλλο θάρρος έξω! Τα μάτια όλων γυαλίζουν ανησυχητικά! Εκεί που νομίζω ότι θα πέσουν πάνω της σαν αγέλη τσακαλιών σε ταψί με μπιφτέκια, η τύπισσα τους αφήνει όλους άναυδους, αφού αρχίζει με ταχύτητα αστραπής να περνά ανάμεσά τους, να κοιτάζει τα χαρτιά τους και να τους λέει ποιες αιτήσεις να πάρουν για να συμπληρώσουν ή τι άλλο χαρτί θέλουν ώστε να μην περιμένουν άδικα.

Η ουρά γίνεται μαλλιά κουβάρια αφού όλοι τρέχουν να βρούνε πράσινες και κόκκινες αιτήσεις, κουτουλώντας μεταξύ τους, πέφτοντας σε ντουβάρια και ποδοπατώντας γριές. Η δική μας, από την άλλη, έχει κολλήσει για τα καλά, αφού ο γέρος με τη δικηγορίνα κόρη, μας έχει ρουφήξει για πάντα στη Σκοτεινή Διάστασή του, όπου ο Χρόνος κυλά οχτώ φορές πιο αργά. Αυτή τη φορά παλεύει να βρει έναν κωδικό επαγγέλματος σε εκείνο το γκουμουτσοβιβλίο που για να βρεις άκρη πρέπει να έχεις σπουδάσει κρυπτολογία στη CIΑ.

Έρχεται η σειρά του μπροστινού μου μπάρμπα και αρχίζω επιτέλους να έχω ελπίδες ότι θα πάρω τον Κλειδάριθμο πριν τσουγκρίσουμε αυγά στην Εφορία. Μόνο που ο υπάλληλος έχει εξαφανιστεί μαζί με την προϊσταμένη μέσα σε ένα παραπλήσιο δωμάτιο. Η ώρα περνά κι οι δυο τους δεν λένε να εμφανιστούν σε σημείο να νομίζουμε ότι έχουν αρχίσει το φάσωμα! Πάνω που στο μυαλό μου άρχισαν να σχηματίζονται φριχτές εικόνες της φακλάνας προϊσταμένης γυμνής πάνω σε έναν σωρό από εκκαθαριστικά, επιτέλους εμφανίζονται.

Η καταραμένη έχει ξεθάψει από το αρχείο ένα κιτρινισμένο, παλιό χαρτί, το οποίο αποδείχθηκε ότι ήταν η πρώτη έναρξη επαγγέλματος που είχε κάνει πριν καμιά δεκαετία η κόρη του γέρου. Όπως αποδείχθηκε, η βλαμένη κόρη του είχε κάνει έναρξη ως… μουσικός, ενώ τώρα ξαφνικά δήλωνε δικηγόρος!

Ο γέρος γουρλώνει τα μάτια. Ψελλίζει ένα «μα… έκανε παλιά μαθήματα πιάνου, όταν ήταν φοιτήτρια» το οποίο πνίγεται κάτω από μία χιονοστιβάδα μπινελικιών γι’ αυτόν και την πανηλίθια την κόρη του, που ανάθεμα κι αν εξασκεί τη Νομική, εκτός κι αν είναι η δικηγορίνα του Deal, που η μόνη της δουλειά είναι να φοράει κοντή φούστα και να κάνει τη γλάστρα στο κοινό. Μέχρι και ο υπάλληλος φτάνει στο σημείο να τον κράξει – επειδή προφανώς γνωρίζει ότι μετά το λυντσάρισμα του γέρου, θα έρθει η σειρά του!

Ξανά από την αρχή νέες αιτήσεις, ώστε να γίνει η σωστή έναρξη, ξανά ψάξιμο μέσα στο βιβλίο με τους κωδικούς ώστε να βρει το σωστό για τη βλαμένη την κόρη του που αν μπει σε δικαστήριο θα είναι μόνο για να αδειάσει τα καλαθάκια, ξανά αναμονή για όλους εμάς. Η ουρά μας έχει ήδη τριπλασιαστεί και τον τελευταίο τον βλέπεις μόνο με ενόραση από το Ξίφος των Οιωνών… Εν τω μεταξύ, στη διπλανή ουρά έχουν πλέον όλοι γνωριστεί μεταξύ τους ονομαστικά, κάνουν αστειάκια, κερνάνε φοντανάκια και παίζουν σφαλιαρίτσες — πράγμα που αποδεικνύει ότι το Δημόσιο μας φέρνει πιο κοντά…

Ώσπου, έρχεται η μεγάλη στιγμή! Ο υπάλληλος βγάζει πέντε χαρτιά, τα δίνει στον γέρο, τον βάζει να υπογράψει σαράντα φορές -όσες οι κατάρες που τρώει το δευτερόλεπτο- και του ανακοινώνει: «τελειώσαμε!»
«Ανάσταση!» φωνάζει κάποιος από την ουρά περιχαρής κι όλοι σταυροκοπιόμαστε και φιλιόμαστε σταυρωτά, ενώ δυο-τρεις άλλοι πουλάνε αναμνηστικά μπλουζάκια «ήμουν κι εγώ στην ουρά του γέρου»!

Φτάνει η σειρά μου, δίνω ταυτότητα, λέω ΑΦΜ και δύο λεπτά αργότερα κρατώ στα χέρια μου το πολυπόθητο κωλόχαρτο!

Χρόνος αναμονής: 90 λεπτά!

Χρόνος εξυπηρέτησης: 2 λεπτά!!

Ευτυχώς ο γέρος πρόλαβε κι εξαφανίστηκε πριν συνειδητοποιήσω ότι έφαγα μιάμιση ώρα από τη ζωή μου άδικα… Κάνω το σταυρό μου και παίρνω βαθιά ανάσα, διότι το κακό δεν πέρασε! Πρέπει να πάω και στον κάτω όροφο, ώστε να μου θεωρήσουν κι άλλες σελίδες στο μπλοκ παροχής. Παρακαλώ το Θεό να μη με υποδεχτεί κι εκεί ουρά μέχρι τα Φιλιατρά, αλλιώς θα κόψω το ΤΕΒΕ και τις φλέβες μου.

Κατεβαίνω κάτω και βρίσκω το γραφείο άδειο από κόσμο. Μέσα μια νεαρούλα, ομορφούλα υπάλληλος με κοιτάζει χαμογελαστή και με καλημερίζει κιόλας, σε σημείο να υποθέσω ότι μάλλον κάπου έστριψα λάθος και μπήκα στα Hondos Center.

Δεν έχω κάνει λάθος, όμως, είμαι στο σωστό γραφείο. Και είναι άδειο! «Δεν πιστεύω την τύχη μου!» σκέφτομαι. Και καλά έκανα και δεν την πίστεψα. Διότι ενημερώνομαι ότι για να μου θεωρήσουν και άλλες σελίδες στο μπλοκάκι, πρέπει να τους πάω πρώτα: φορολογική ενημερότητα από το Επιμελητήριο, ασφαλιστική ενημερότητα από ΟΑΕΕ, τη σφραγίδα μου, μία αίτηση δική τους με υποσημείωση ότι δεν έχω υπαλλήλους, ταυτότητα, τον κηδεμόνα μου, δίπλωμα Proficiency, υπογεγραμμένη φωτογραφία-αυτόγραφο της Patty και αίμα αλανιάρη κόκορα σφαγμένου σε νεκροταφείο μια νύχτα με πανσέληνο.

Φτωχέ Στέλιο!  Τόσες ταινίες έχεις δει, ακόμα να μάθεις ότι όταν μπαίνεις κάπου πολύ εύκολα, είναι πάντα παγίδα; Δεν πειράζει… Μπορεί να κέρδισες αυτή τη μάχη, Δημόσιο, αλλά την επόμενη φορά δεν θα είσαι τόσο τυχερό (μπαίνει στο διαστημόπλοιό του και φεύγει γελώντας σατανικά α λα Doctor Claw)!

*spaz: someone who thinks irrationally and is giving you a hard time, usually about something insignificant, or someone who generally randomly overreacts.