Μακριά σε μία ξένη χώρα, στην υποσαχάρια Αφρική

makria-se-mia-xeni-chora-stin-yposacharia-afriki

Δεν περίμενα ποτέ ότι η ευτυχία μου θα κρυβόταν σε μια χώρα της υποσαχάριας Αφρικής. Από τη Μαίρη Κουρκουμέλη, όπως εκείνη διηγήθηκε την ιστορία της.


Ο ήλιος δύει στο πάρκο Σερεγκέτι, οι ζέβρες περνάνε κατά κοπάδια είκοσι μέτρα μακριά μου. Η απόλυτη γαλήνη. Βρίσκομαι μέσα σ’ ένα τζιπ της Tanzania Adventures, την οποία διευθύνω πια μαζί με το σύζυγο μου Τόμας, που ανήκει στη φυλή Πάρε, συγγενική μ’ εκείνη των Μασάι. Κι όμως, τέσσερα χρόνια πριν ήμουν μια γραφίστρια που δούλευε στο κέντρο της Αθήνας και η οποία τελικά βρήκε το νόημα της ζωής σε μια χώρα της υποσαχάριας Αφρικής.

You’ve got mail


Η ιστορία μου αρχίζει με ένα σαφάρι που έκανα πριν από τέσσερα χρόνια στην Τανζανία με τον τότε φίλο μου. Δεν τα πηγαίναμε καλά και θεωρήσαμε, λανθασμένα, πως ένα μεγάλο ταξίδι θα ωφελούσε τη σχέση μας. Για οικονομικούς λόγους, αλλά και επειδή ήθελα να στηρίξω τους ντόπιους, είχα ψάξει κι είχα βρει ένα τοπικό τουριστικό πρακτορείο – του Τόμας.

Θυμάμαι πως η αρχική μου εντύπωση ήταν πως είναι πολύ γλυκός. Όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, δεν είναι μόνο γλυκός, αλλά και σωστός: Από ένα λάθος του οδηγού μας χάσαμε το αεροπλάνο της επιστροφής και ο Τόμας αφενός μάς βρήκε αμέσως άλλα εισιτήρια, αφετέρου ανέλαβε να τα καλύψει το πρακτορείο, αφού το λάθος ήταν δικό τους. Από την Αθήνα τού έστειλα ένα ευχαριστήριο μέιλ, όπου του έγραφα πως αν ήθελε να δει φωτογραφίες από το ταξίδι μας, μπορούσε να με ψάξει στο Facebook.

Κι έτσι, ξεκινήσαμε να επικοινωνούμε, αραιά στην αρχή, πιο συχνά στη συνέχεια. Κάποια στιγμή μού έγραψε πως είχε κάνει σχέση με μια Αυστριακή, που μόλις είχε τελειώσει. «Και η δική μου σχέση το ίδιο» του είχα απαντήσει. Ενάμιση χρόνο αργότερα με προσκάλεσε να πάω στην Κένυα, όπου θα οδηγούσε ένα γκρουπ στους πρόποδες του ομώνυμου όρους και θα τους περίμενε σ’ έναν καταυλισμό. «Μόνο τα εισιτήρια θα πληρώσεις», μου έγραψε, «τα υπόλοιπα τα κανονίζω εγώ. Πρέπει να συναντηθούμε οπωσδήποτε άλλη μία φορά. Σε παρακαλώ, έλα». Φυσικά, πήγα.

One more time


Ήταν δύσκολο να πάρω άδεια από τη δουλειά μου –ήμουν γραφίστρια σε μια εταιρεία–, αλλά τελικά τα κατάφερα και να που βρέθηκα πάλι στην Αφρική, αυτή τη φορά μόνη μου. Αν είχα κάποιες αναστολές πριν φτάσω εκεί, ο Τόμας φρόντισε από την ώρα που έφτασα και μετά να μου τις εξαλείψει. Ήταν πολύ περιποιητικός και εγκάρδιος κι εκείνες οι μέρες που μείναμε μόνοι μας εκεί, στον καταυλισμό, όπως και εκείνες που ακολούθησαν στα νησιά Λάμου, στη βόρεια Κένυα (ναι, εκεί όπου γίνονται τώρα συνέχεια απαγωγές), έχουν καταγραφεί μέσα μου ως από τις ωραιότερες της ζωής μου.

Φυσικά και βοηθούσε το εξωτικό τοπίο, αλλά το κυριότερο ήταν πως με αυτό τον άνθρωπο, που γνώριζα τόσο λίγο, αισθανόμουν τόσο οικεία. Το ίδιο κι εκείνος – μου ομολόγησε πως με είχε προσέξει από την πρώτη φορά που με είδε, τότε που περίμενε εμένα και το φίλο μου στο αεροδρόμιο για να μας πάει στο ξενοδοχείο μας. Αυτή τη φορά ήταν δύσκολη η επιστροφή. Του υποσχέθηκα όμως πως θα ξαναγυρνούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

The proposal


Μιλούσαμε πια μέσω chat καθημερινά. Εγώ του διηγιόμουν τις δυσκολίες που είχα στη δουλειά μου –εξαιτίας της κρίσης είχαν απολύσει όλους τους υπόλοιπους γραφίστες και έπρεπε με τον ίδιο μισθό να κάνω δουλειά για τρεις– κι εκείνος, μέσα από τις διηγήσεις του για τη δική του δουλειά, μέσα στη φύση, με διαφορετικούς κάθε φορά ανθρώπους, με έκανε να ξεχνάω τη δύσκολη καθημερινότητα.

Ήταν περίπου εκείνη την εποχή που του πρότεινα να «συγυρίσω» λίγο το σάιτ του. Πριν το καταλάβω, άρχισα ν’ αφιερώνω σε αυτό όλο σχεδόν τον ελεύθερο χρόνο μου. Ανέβαζα φωτογραφίες, κείμενα, όλα. Κι έτσι, κάποια στιγμή μέσα στην κουβέντα μας ο Τόμας με ρώτησε αν θα το σκεφτόμουν σοβαρά να πάω να μείνω μαζί του, στην Τανζανία, και ν’ ασχοληθώ επαγγελματικά πια με το πρακτορείο του.

Φυσικό περιβάλλον


Δεν είναι πως δεν το είχα σκεφτεί. Βασικά, πέρα από τους γονείς μου και τους φίλους μου, τίποτα πια δεν με κρατούσε στην Ελλάδα. Είχα κουραστεί φοβερά από τη δουλειά μου και από τις σχέσεις μου, η γενική ατμόσφαιρα με κατέθλιβε. Η ιδέα ενός καινούριου ξεκινήματος άλλωστε ήταν κάτι που ποτέ δεν με φόβιζε. Από τα 23 μου είχα καταφέρει και έμενα μόνη μου, ταξίδευα, είχα τη δική μου ζωή.

Αλλά αυτό ήταν ένα πραγματικά μεγάλο βήμα και δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη για τους λόγους που θα με ωθούσαν να το κάνω. Αγαπούσα πραγματικά αυτό τον άνθρωπο, τόσο ώστε να αφήσω τη χώρα μου, ή απλώς αυτός ήταν η αφορμή για να παρατήσω ό,τι δεν με ικανοποιούσε πια εδώ; Μήπως αυτή η ιστορία παραήταν ρομαντική για να είναι αληθινή; Έπρεπε να μάθω πρώτα. Κι έτσι, το Πάσχα εκείνης της χρονιάς κατέβηκα στην Τανζανία, στην Αρούσα, όπου ο Τόμας έμενε σε δικό του σπίτι, το οποίο έφτιαχνε ακόμα.

Φυσικά, η έννοια «σπίτι» είναι πολύ σχετική εκεί, όπως και όλα τα υπόλοιπα: Το ρεύμα κόβεται ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, δεν ξέρεις πού να πας να ψωνίσεις τα στοιχειώδη (σουπερμάρκετ; Τι είναι αυτό;), ενώ το σπίτι της οικογένειάς του, σε ένα χωριό στα σύνορα Κένυας και Τανζανίας, είναι χτισμένο με τούβλα και λάσπη. Είναι σαν να ταξιδεύεις πίσω στο χρόνο.

Ευτυχώς, εκείνες τις πρώτες μέρες με βοήθησε πολύ να προσαρμοστώ μια Γερμανίδα, παντρεμένη με Τανζανό, που έμενε δίπλα μας. Κι αυτό που συνειδητοποίησα ήταν ότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, δεν αισθάνθηκα λεπτό ξένη εκεί. Και ότι ακόμα και χωρίς ρεύμα και ίντερνετ –ή και εξαιτίας αυτού– ήμουν πολύ πιο ξέγνοιαστη. Ανακάλυψα επίσης ότι λόγω της δουλειάς μου, συνέχεια μπροστά σ’ έναν υπολογιστή, είχα χάσει κάθε επαφή με τη φύση και μου είχε λείψει τρομερά. Τώρα ήμουν εκεί, στην καρδιά της σαβάνας.

Χρειάστηκαν βέβαια κι άλλα ταξίδια, περιπέτειες και κλάματα για να παραδεχτούμε πως πλέον εμείς οι δυο δεν μπορούσαμε να είμαστε χωριστά. Στην απόφασή μου να φύγω βοήθησε και η συγχώνευση που έγινε στην εταιρεία μου και το τελεσίγραφο «Ή κάνεις παραπάνω δουλειά με λιγότερα λεφτά ή απολύεσαι». Φυσικά, προτίμησα το δεύτερο. Έτσι, λίγες εβδομάδες αργότερα ξενοίκιασα το διαμέρισμά μου, αποχαιρέτησα τους φίλους και τους δικούς μου και έφυγα για την Τανζανία.

Black and white


Για την αληθινή φύση της σχέσης μου με τον Τόμας γνώριζαν μόνο τα αδέρφια και οι κολλητοί μου φίλοι. Οι γονείς μου ήξεραν απλώς πως είχα βρει δουλειά στην Αφρική. Από τη μία στεναχωριόνταν που θα ήμουν τόσο μακριά και από την άλλη χαίρονταν που με έβλεπαν ικανοποιημένη. Δίσταζα να τους το πω ακόμα, γιατί ήξερα τι θα ακολουθούσε.

Κι αυτό που ακολούθησε, ένα χρόνο μετά, ήταν το εξής: «Σαν την ξαδέρφη σου στην Αυστραλία θα καταντήσουμε κι εμείς;» ήταν η πρώτη κουβέντα της μητέρας μου όταν, σε ένα ολιγοήμερο ταξίδι μου πίσω στην Αθήνα, τους αποκάλυψα πως όχι μόνο είχα σχέση με τον Τόμας, αλλά και ότι ήμασταν έτοιμοι να παντρευτούμε (η ξαδέρφη είχε κι αυτή σχέση με μαύρο και, προφανώς, ήταν η ντροπή της οικογένειας). Ο πατέρας μου, πιο ψύχραιμος, προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες, αλλά κι εκείνος ήταν σαν χαμένος. «Κι άμα μετά χωρίσεις και έχεις ήδη ένα παιδί;» ήταν η μόνιμη επωδός. Κι εγώ τους απαντούσα ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον κι ότι αν ποτέ συνέβαινε κάτι κακό, θα το αντιμετώπιζα τότε. Εκείνες οι μέρες ήταν από τις δυσκολότερες. Στο αεροδρόμιο, όπου με ξεπροβόδισαν οι γονείς μου, συμπεριφέρονταν λες και ήμασταν στον Επιτάφιο.

Happy ending


Αλλά πια εγώ είχα αφήσει τις όποιες αναστολές και προκαταλήψεις πίσω μου. Είχα περάσει προ πολλού αυτό το στάδιο και τώρα ήμουν έτοιμη να κάνω οικογένεια, ναι, με έναν μαύρο, στην Αφρική. Έμενε να το αποδεχτούν και οι άλλοι. Με τον Τόμας παντρευτήκαμε ύστερα από λίγο καιρό με πολιτικό γάμο μέσα στον κρατήρα του Γκορογκόρο, εκεί όπου βρίσκεται ένα φυσικό καταφύγιο άγριων ζώων –ήμασταν το πρώτο ζευγάρι που το έκανε αυτό!–, και δύο μήνες αργότερα ήρθαμε στην Ελλάδα για να γνωρίσει τους δικούς μου και να κάνουμε και θρησκευτικό γάμο.

Ευτυχώς, η πρώτη συνάντηση με τη μαμά μου πήγε καλύτερα απ’ ό,τι υπολόγιζα (βοήθησε και το ότι εκείνη δεν ξέρει γρι αγγλικά και ο Τόμας γρι ελληνικά). Ο γάμος μας, που έγινε στην εκκλησία του Λουμπαρδιάρη στου Φιλοπάππου, το Μάιο που μας πέρασε, ήταν κάτι σαν την κορύφωση ενός έργου που άρχισε πριν από τέσσερα χρόνια και είχε happy end. Ακόμα και οι δικοί μου φαίνονταν πια απόλυτα συμφιλιωμένοι με το γεγονός. Τώρα πια μπορούσα να φύγω εντελώς ήσυχη.

Ύστερα από ένα σύντομο μήνα του μέλιτος στη Σαντορίνη και τη Μύκονο, βρισκόμαστε πίσω στην Τανζανία. Είναι η εποχή που έχουμε πολλή δουλειά, την οποία μπορώ πια να πω πως έχω μάθει αρκετά, αφού πλέον συνεννοούμαι μόνη μου με πελάτες, βγάζω προγράμματα, κάνω μαζί τους εκδρομές. Οι εργασίες στο σπίτι προχωράνε και πλέον ξέρω πια πού να βρίσκω απορρυπαντικά. Θέλω να μάθω και σουαχίλι σιγά σιγά, για να συνεννοούμαι με τους ντόπιους. Μέχρι να γίνω κι εγώ μία από αυτούς. Μέχρι τότε, τουταονάνα, όπως λένε κι εδώ. Δηλαδή, στο επανιδείν.

Πέρα απο την Αφρική


Ονειρεύεσαι ένα ταξίδι στην Τανζανία; Η καλύτερη εποχή γι’ αυτό είναι από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο.

Κιλιμάντζαρο, Σερεγκέτι, Γκορογκόρο, καθώς και οι επιβλητικές λίμνες της περιοχής είναι στα καλύτερά τους αυτή την περίοδο. Τα πρακτορεία αναλαμβάνουν τα πάντα, εισιτήρια, κατάλυμα, διατροφή (και ιδιαίτερα μαθήματα από τους οδηγούς για το πώς να μην πλησιάζεις ποτέ τα άγρια ζώα, ακόμα και τις μαϊμούδες). Για περισσότερες πληροφορίες μπες στο www.activetanzania. com (ναι, το σάιτ του Τόμας και της Μαίρης).