Οι συμμορίες κατά το παρελθόν. Ο τρόμος των κακών

oi-symmories-kata-to-parelthon-o-tromos-ton-kakon

Στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις ελλοχεύει ο κίνδυνος της κλοπής. Στο παρελθόν οι άνθρωποι έτρεμαν τις ενέδρες πάνοπλων συμμοριών.


Ληστείες, ανθρωποκτονίες, ένοπλες συμμορίες, διαφθορά στους κόλπους της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης. Αυτή είναι η παθολογία των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, υποστηρίζουν οι περισσότεροι εν μέσω της συζήτησης. Η αλήθεια είναι ότι και στο παρελθόν, το οποίο συνήθως καθαγιάζουμε, η εγκληματικότητα ήταν συνοδοιπόρος της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Όταν ο Θησέας πήρε το όπλο του

Η ελληνική μυθολογία μάς μεταφέρει ιστορίες σχετικές με κλέφτες που λυμαίνονταν διάφορες περιοχές. Οι διηγήσεις για τα κατορθώματα του Θησέα, ο οποίος ήταν αμέσως μετά τον Ηρακλή ο σπουδαιότερος ήρωας της αρχαίας Ελλάδας, είναι αποκαλυπτικές. Ερχόμενος στην Αθήνα σε νεαρή ηλικία, πραγματοποίησε σειρά άθλων. Στην Επίδαυρο εξολόθρευσε το γιο του Ήφαιστου Περιφήτη-Κορυνήτη, ο οποίος φόνευε τους διαβάτες με ρόπαλο.

Κατόπιν σκότωσε τον Σίνη τον Πιτυοκάμπτη, που διαμέλιζε τους διαβάτες δένοντας τα πόδια τους πάνω σε δύο κλαδιά ξεχωριστών δέντρων τα οποία λύγιζε, αφήνοντάς τα να επανέλθουν στη θέση τους. Στα Μέγαρα σκότωσε το φοβερό Σκείρωνα, ο οποίος κρυβόταν σε μια απόκρημνη ακτή του Κορινθιακού Κόλπου, στη σημερινή Κακιά Σκάλα, και γκρέμιζε τους διαβάτες στη θάλασσα. Νωρίτερα είχε νικήσει στην Ελευσίνα τον Κερκυόνα, που εξανάγκαζε τους διαβάτες να παλεύουν μαζί του και, αφού τους νικούσε, τους σκότωνε.

Κοντά στην Ελευσίνα είχε υποβάλει τον Δαμάστη-Προκρούστη στο ίδιο μαρτύριο με το οποίο εκείνος θανάτωνε τα θύματά του. Τους ξάπλωνε σε μια κλίνη κι εκεί έκοβε από άλλους τα σκέλη που εξείχαν, ενώ σε άλλους τα τέντωνε μέχρι τα άκρα της κλίνης. Μέσα απ’ όλους αυτούς τους μύθους οι αρχαίοι επιχειρούσαν να εξορκίσουν τις φοβίες που τους γεννούσε η εγκληματικότητα της εποχής.

Συμμορίες βιαστών στις μεσαιωνικές πόλεις

Στα τέλη του 13ου αιώνα οι μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις που είχαν πανεπιστήμια, όπως η Μπολόνια, το Παρίσι, η Πάδοβα και η Οξφόρδη, έσφυζαν από εργένηδες. Συχνά οι νέοι, φοιτητές ή ντόπιοι κάτοικοι, σχημάτιζαν συμμορίες εκλέγοντας μάλιστα και αρχηγό. Σε κάθε πόλη τον έλεγχο είχε μια συμμορία που διατηρούσε τη δημόσια τάξη. Σε αντάλλαγμα οι θεσμικοί φορείς τής παρείχαν κάποια προνόμια.

Οι Αρχές της πόλης, ανίκανες να ελέγξουν τη νεανική βία, προσπάθησαν κατά κάποιον τρόπο να τη θεσμοποιήσουν και να την περιορίσουν σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Εκείνη την εποχή οι συμμορίες οργάνωναν μαζικές εξορμήσεις με θύματα τους πιο αδύναμους, όπως οι εθνικές μειονότητες. Λεηλατούσαν τα σπίτια τους και βίαζαν τις γυναίκες τους, ιδιαίτερα τις ανύπαντρες. Οι Αρχές εθελοτυφλούσαν στις περιπτώσεις των ομαδικών βιασμών, οι οποίοι δε σπάνιζαν σ’ αυτές τις περιόδους όξυνσης της νεανικής εγκληματικότητας.

Μόνη ελπίδα διαφυγής ήταν οι λεγόμενες loci pacis, οι ειρηνικές ζώνες, όπου η βία απαγορευόταν αυστηρά. Για παράδειγμα, την κεντρική πλατεία ήλεγχαν οι Αρχές της πόλης για να προστατεύουν τις εμπορικές συναλλαγές από τις ταραχές. Ειρηνικό ήταν το κλίμα και σε περιοχές γύρω από ναούς ή κοιμητήρια, όχι από σεβασμό προς τους νεκρούς αλλά επειδή εκεί οι ζωντανοί έβρισκαν πραγματική ηρεμία.

Αντάρτικο πόλης στην Ιαπωνία των σογκούν

Η βία του υποκόσμου των πόλεων δεν ήταν αποκλειστικά ευρωπαϊκό «προνόμιο». Και σε μακρινές περιοχές, ομάδες παρανόμων ήλεγχαν ολόκληρες πόλεις δημιουργώντας προβλήματα στην εξουσία. Το 14ο αιώνα το Κιότο ήταν πρωτεύουσα της ιαπωνικής αυτοκρατορίας, αλλά κατ’ ουδένα τρόπο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ασφαλής πόλη.

Παρά τους αυστηρούς αυτοκρατορικούς κανονισμούς και τις τακτικές νυχτερινές εφόδους που εκτελούσαν ένοπλες φρουρές εφοδιασμένες με πυρσούς, ήταν πολύ επικίνδυνο να κυκλοφορεί κάποιος τη νύχτα. Τις πόλεις λυμαίνονταν συμμορίες ληστών και κακοποιών, οι οποίες απήγαγαν νέους άντρες και γυναίκες με σκοπό να τους πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα.

Σε αυτές τις συμμορίες συχνά συμμετείχαν ομάδες πολεμιστών, ληστές, σαμουράι και μοναχοί-πολεμιστές οι οποίοι υποστήριζαν διάφορες πολιτικές φατρίες. Κατά περιόδους έσκαβαν τάφρους στους δρόμους της πρωτεύουσας ή λεηλατούσαν τα σπίτια ανυπεράσπιστων πολιτών.

Η αυτοκρατορική Αστυνομία ήταν ανήμπορη να δράσει για να περιορίσει τη δράση των παράνομων στρατών. Απόδειξη ότι οι συμμορίες κατέλαβαν και λεηλάτησαν πολλές φορές τα ανάκτορα. Οι πολίτες, αντιδρώντας στην αυξημένη εγκληματικότητα, αναγκάστηκαν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους. Έτσι οργάνωσαν την αυτοάμυνά τους, φυγάδευσαν τα γυναικόπαιδα στους μεγαλύτερους ναούς της πόλης και σχημάτισαν τις λεγόμενες Ένοπλες Ομάδες Κρούσης για να υπερασπίσουν τις κατοικίες τους.

Το Αιγαίο του Μπαρμπαρόσα

Γνωστό ήταν το φαινόμενο της πειρατείας στη Μεσόγειο, με διαβόητο πειρατή τον Μπαρμπαρόσα. Στην ουσία επρόκειτο για δύο Τούρκους, αδέρφια, οι οποίοι κατάγονταν από τη Λέσβο, πιθανότατα από πατέρα Χριστιανό εξωμότη. Το 16ο αιώνα είχαν καταληστέψει με τα πλοία τους όλα τα παράλια της δυτικής λεκάνης της Μεσογείου και τις βενετοκρατούμενες Κυκλάδες, σπέρνοντας τον τρόμο σε όλο το Αιγαίο.

Στην Τουρκοκρατία πειρατείες διενεργούσαν και Έλληνες νησιώτες καθώς και Τυνήσιοι, Βενετοί, Σικελοί και Τούρκοι.

Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης το φαινόμενο κάμφθηκε στο Αιγαίο και αναζωπυρώθηκε το 1828, όταν μεγάλο μέρος των νησιωτών επιδόθηκε στην πειρατεία από ανάγκη βιοπορισμού. Εκείνη την περίοδο 1.500 πειρατικά πλοία, που απασχολούσαν περίπου 50.000 ναύτες, διέσχιζαν τη Μεσόγειο από τον Ελλήσποντο έως το Γιβραλτάρ. Η πειρατεία εκριζώθηκε με τη σύσταση δύο ελληνικών μοιρών υπό τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Ωστόσο η εμφάνιση πειρατικών στην ελληνική θάλασσα διακόπηκε οριστικά το 1850, όταν το Πολεμικό Ναυτικό ανέλαβε την καταδίωξή τους.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας παρατηρήθηκε επίσης το φαινόμενο των κλεφτών, Ελλήνων που έπαιρναν τα όπλα και ζούσαν στα βουνά ληστεύοντας προκειμένου να ζήσουν ελεύθεροι. Οι φυγάδες αυτοί συμβόλιζαν την τόλμη, την εκδίκηση και την περιφρόνηση προς τους κατακτητές, ακολουθούσαν δικά τους πολεμικά έθιμα, προλήψεις και δοξασίες τα οποία έγραψαν τη δική τους πολύτιμη ιστορία στη λαογραφία. Κλέφτες υπήρχαν σε πολλές περιοχές όπως στο Σούλι, στη Μάνη, στην Κρήτη και στη Στερεά Ελλάδα. Αργότερα αποτέλεσαν στελέχη των οπλαρχηγών της Επανάστασης, ενώ οι Τούρκοι τούς περιέβαλαν με αξιώματα λόγω της ισχύος τους.

Το Παρίσι του βασιλιά Ήλιου ή η χαρά των παρανόμων

Ο Λουδοβίκος ΙΔ’, ο επονομαζόμενος και Βασιλιάς Ήλιος, πίστευε ότι όλα περιστρέφονταν γύρω από τον εαυτό του. Έτσι ποτέ δεν κατάφερε να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό του τις βίαιες συμμορίες που λυμαίνονταν τις συνοικίες του Παρισιού. Η περίλαμπρη κατά τα άλλα πρωτεύουσα της Γαλλίας ήταν το 17ο αιώνα η πολυπληθέστερη ευρωπαϊκή πόλη, αφού αριθμούσε περίπου μισό εκατομμύριο κατοίκους. Η εγκληματικότητα ήταν τόσο αυξημένη, που μπορούμε να τη συγκρίνουμε με του σημερινού Λος Άντζελες.

Οι πόλεμοι, οι λεηλασίες και οι λιμοί ανάγκασαν πολλούς Γάλλους να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο και να εγκατασταθούν στο Παρίσι, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί στα ύψη ο αριθμός των ζητιάνων, των αστέγων και των παρανόμων. Ληστές, πορτοφολάδες και πόρνες ήταν τα αποβράσματα της κοινωνίας και υπάκουαν σε δικούς τους νόμους και αρχηγούς, ενώ παράλληλα είχαν αναπτύξει και δική τους γλώσσα.

Ο πυρήνας τους βρισκόταν στην περιοχή της Μονμάρτρης, που εξελίχθηκε σε κράτος εν κράτει. Διέθετε "βασιλιά", δημόσιους λειτουργούς και γραφειοκράτες που ρύθμιζαν όλες τις λεπτομέρειες για τις ληστείες και την κατανομή της λείας ή τιμωρούσαν, κατά το δοκούν, όσους δεν υπάκουαν στους κανονισμούς τους. Ο σκοτεινός αυτός κόσμος της Μονμάρτρης ενέπνευσε το συγγραφέα Βίκτορα Ουγκό να γράψει το διάσημο μυθιστόρημα Η Παναγία των Παρισίων, στο οποίο συμβολικά την περιγράφει ως "αυλή των θαυμάτων".

Το Σικάγο του 1930, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του Αλ Καπόνε

Η σημαντικότερη συνέπεια της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ -τροπολογία του 1919 που απαγόρευε την παραγωγή, πώληση και κατανάλωση αλκοολούχων ποτών- ήταν η ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος που ευνοήθηκε κι από την έλλειψη αστυνομικών. Το 1939 οι αστυνόμοι εν υπηρεσία δεν ξεπερνούσαν τους 2.836 σε ολόκληρη τη χώρα!

Τις συμμορίες εγκληματιών, που επάνδρωναν οι περίφημοι γκάνγκστερ, δελέασαν τα κέρδη που απέφερε η διακίνηση απαγορευμένων ουσιών κι έτσι ανέλαβαν τον έλεγχο του παράνομου εμπορίου αλκοόλ. Έφτιαξαν αποστακτήρια και δίκτυα διανομής και ήλεγχαν ένοπλες ομάδες που συγκρούονταν μεταξύ τους για να συντρίψουν τους αντιπάλους.

Εκείνη την περίοδο οι συρράξεις ανάμεσα σε συμμορίες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στα αστικά κέντρα. Μεταξύ του 1927-1930, περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε γκανγκστερικές συγκρούσεις, με την Αστυνομία ανίκανη να εντοπίσει τους δράστες. Εκτός από τη διακίνηση αλκοολούχων ποτών, οι συμμορίες επέκτειναν τις δραστηριότητές τους διοργανώνοντας βραδιές τζόγου, την ίδια στιγμή που ήλεγχαν την πορνεία και τη διακίνηση ναρκωτικών.

Οι εκβιασμοί αποτελούσαν προσοδοφόρα δραστηριότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι κακοποιοί επένδυαν το σύνολο των κερδών τους σε παράνομες δραστηριότητες. Η στήριξη πολιτικών, αστυνομικών και διεφθαρμένων δικαστών επέτρεψε στους ισχυρότερους γκάνγκστερ να ελέγχουν τη γραφειοκρατία αρκετών πόλεων. Έτσι εξηγείται η φήμη του Αλ Καπόνε, ο οποίος από το 1927 κι έπειτα είχε ετήσια κέρδη εξήντα εκατομμύρια δολάρια και είχε αναλάβει ακόμα τον έλεγχο μιας πόλης σαν το Σικάγο.