Όταν το ντοκιμαντέρ δημιουργείται με μεράκι

otan-to-ntokimanter-dimiourgeitai-me-meraki

Το καλοκαίρι βρέθηκα στη Χίο για διακοπές κι έτυχε να ακούσω για μια προβολή ταινίας σε παλιό αρχοντικό στον Κάμπο, που σήμερα έχει μεταμορφωθεί σε χώρο πολιτισμού. Ήταν η -ανεπίσημη- πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ του Κωστή Ζουλιάτη για τον (άγνωστο στους περισσότερους) μουσικοσυνθέτη (και όχι μόνο) Γιάννη Χρήστου με τίτλο "Anaparastasis: Η Ζωή και το Έργο του Γιάννη Χρήστου (1926-1970)", με το οποίο στο είχαμε ασχοληθεί κατά το παρελθόν εκτενώς όταν βρισκόταν στη φάση αναζήτησης χρημάτων από τους ίδιους τους θεατές κι είχαμε απευθύνει σχετικό κάλεσμα στους αναγνώστες μας.


Η ατμόσφαιρα της δροσερής και κατάμεστης αυλής του αρχοντικού στη Χίο, στον τόπο όπου πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του ο Χρήστου και φυσικά η προσωπικότητα και το έργο μιας "από τις μεγαλύτερες μορφές της μουσικής πρωτοπορίας του 20ου αιώνα" όπως παρουσιάζεται στο καλοστημένο και ιδιαίτερα εμπεριστατωμένο ντοκιμαντέρ του Ζουλιάτη, κατάφεραν να να με απορροφήσουν τόσο, όσο χρειάστηκε για να σπεύσω αμέσως μετά την προβολή και τη συζήτηση που ακολούθησε να γνωρίσω τον σκηνοθέτη και να του ζητήσω μια συνέντευξη για το SevenArt, πριν ακόμα μάθω ότι το ντοκιμαντέρ του θα προβληθεί στις Νύχτες Πρεμιέρας (για την οποία προβολή εξασφαλίσαμε και προσκλήσεις, που μπορείτε να διεκδικήσετε εδώ).

Ο -κατά βάση μουσικός- Κωστής Ζουλιάτης που έχει αφιερώσει περίπου τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του στην έρευνα γύρω απ' τον Γιάννη Χρήστου, γνωστός εκτός των άλλων ως μέλος των Night on Earth, θα βρίσκεται την Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου στον Δαναό 1, στις 19:30, για να παρουσιάσει την ταινία του που συμμετέχει στο Μουσικό Διαγωνιστικό του 18ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.

Ποιο πιστεύεις ότι είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεται το ντοκιμαντέρ σου και πού -ιδανικά- θα ήθελες να επικεντρωθεί ο θεατής;

Η ταινία αυτή απευθύνεται σε δύο κατηγορίες θεατών: σε όσους δεν γνωρίζουν καθόλου τον Γιάννη Χρήστου -δηλαδή στους περισσότερους- και σε όσους τον γνωρίζουν. Με λίγα λόγια, απευθύνεται σε όλους. Και στις δύο περιπτώσεις, χρειάζονται μάτια με ετοιμότητα. Σχετικά με το focus, θα απαντήσω α λα Τακέσι Κιτάνο, ότι η προσωπική μου ερμηνεία πάνω στην έρευνα και το φιλμ είναι μία από τις πολλές και πως πλέον όλοι -δημιουργοί και θεατές- έχουμε το ίδιο δικαίωμα στην ταινία. Δεν θα ήθελα να κατευθύνω αυτή την εστίαση, ακριβώς γιατί πιστεύω ότι όλο το ενδιαφέρον βρίσκεται στις διαφορετικές αφετηρίες και καταλήξεις των ερωτημάτων του κάθε θεατή. Η πραγματική αγωνία μου είναι να δημιουργηθούν τα ερωτήματα και να υπάρχει υλικό στον καθένα για να το επεξεργαστεί μόνος του μετά το τέλος της ταινίας.

Έχεις δηλώσει ότι η μουσική του Χρήστου είναι το τέλος κι όχι η αρχή, ότι το έργο του δεν θα μπορούσε να εμπνεύσει μουσικά κάποιον και να έχει επιγόνους. Γιατί όμως να τον γνωρίσει κάποιος σήμερα; Τι άλλο θα μπορούσε να δει εκτός από μια ιδιαίτερη προσωπικότητα κι έναν ιδιαίτερο καλλιτέχνη;

Οι μεγάλες στιγμές στη μουσική είναι αδιέξοδες -ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τον Μπαχ. Από αυτούς τους μουσικούς πλανήτες -που πράγματι εκφράζουν ένα αισθητικό τέρμα και όχι μια αρχή- δεν μπορείς να αποκόψεις στοιχεία και να τα δανειστείς στη βάση της δικής σου γλώσσας, κυρίως γιατί αυτά είναι χαρακτηριστικά μιας ολοκληρωμένης ιδιόχειρης και ταυτόχρονα εκλεπτυσμένης γλώσσας -και είναι στοιχεία που μόνο σε μια συμπαγή λειτουργική ενότητα μεταξύ τους, μπορούν να αποδώσουν το κάθε νόημα. Παρ’όλα αυτά, από τον Χρήστου μπορείς να αντλήσεις δύναμη και ιδέες, με πολλούς τρόπους.

Η επαφή με το έργο και το φιλοσοφικό σύμπαν του μπορεί να σου αποκαλύψει πράγματα ακόμα και για τον ίδιο σου τον εαυτό, να σε εμπνεύσει στην καθημερινότητά σου, να φωτίσει ανησυχίες και εκφάνσεις της ζωής σου -ή της τέχνης σου. Είναι και μια συνολική περίπτωση φιλοσόφου και δημιουργού, που ως πρότυπο ανθρώπινης πράξης -που δεν επιμερίζει τη στάση ζωής από την τέχνη και τις άλλες εμπειρίες- έχει σπανίσει. Ήδη σπάνιζε και στην εποχή του.

Πραγματοποιώντας μια μικρή έρευνα μεταξύ φίλων, διαπίστωσα ότι ελάχιστοι είχαν ακούσει οτιδήποτε σχετικά με τον Γιάννη Χρήστου. Για ποιο λόγο είναι τόσο λίγοι όσοι γνωρίζουν το έργο του;

Ο Χρήστου δεν πρόλαβε να δημιουργήσει μια παράδοση γύρω από το όνομά του και τις εκτελέσεις των έργων του -πολλά από αυτά είχαν εκτελεστεί μόνο μία φορά όσο ζούσε, υπάρχουν ακόμα και έργα που δεν εκτελέστηκαν ποτέ, ενώ και η δισκογραφία δεν ήταν ποτέ στις προτεραιότητές του. Αυτό εξηγείται αφ’ ενός από το γεγονός ότι έφυγε πολύ νέος, μόλις στα 44 του, και αφ’ ετέρου από το ότι αντί να επιδιώξει να κατοχυρώσει ένα αναγνωρίσιμο ύφος γραφής, εκείνος συνεχώς προχωρούσε με το άλμα μιας υπέρβασης -ακόμα κι από έργο σε έργο. Δεν καθόταν ποτέ, απ’ όλες τις απόψεις. Δεν εφησυχαζόταν αισθητικά.

Ένας άλλος λόγος πιθανώς έχει να κάνει με τη θέση που απέκτησε μέσα στα χρόνια η σύγχρονη μουσική στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλους τόπους, με την έννοια πως θεωρήθηκε ακαδημαϊκή υπόθεση και εσωτερικό αντικείμενο των μουσικών σχολών και των εξειδικευμένα μυημένων. Ας πούμε, υπάρχει ο Ξενάκης, με πολλαπλάσια εργογραφία, παρουσία και αναγνώριση παγκοσμίως απ’ ό,τι ο Χρήστου, κι όμως δεν είμαι βέβαιος ότι γνωρίζουμε πραγματικά τι μας έχει αφήσει.

Ακούγεται κάποια στιγμή στην ταινία ότι "ο Χρήστου δεν μπορούσε να κατευθύνει την ενέργεια, απλά την απελευθέρωνε". Ως μη γνώστης του έργου του, αισθάνθηκα στην προβολή της ταινίας σου να με "χτυπά" -έστω και για λίγο- αυτό το "κύμα ενέργειας", δεν είμαι όμως σίγουρος αν και πώς θα μπορούσα να το διαχειριστώ στη ζωή μου. Εσύ, ως ερευνητής του εδώ και χρόνια, έχοντας προφανώς ακούσει εκατοντάδες ώρες ηχητικού υλικού, πώς τα καταφέρνεις;

Κι όμως. Το πρώτο που έχεις να διαχειριστείς είναι αυτό ακριβώς: το ότι δέχεσαι αυτή την εμπειρία ως κύμα ενέργειας, το ότι την αντιλαμβάνεσαι και μέσα από κανάλια μη συμβατικά ή συνηθισμένα στην πρόσληψη της καθημερινότητας. Κι έχω παρατηρήσει ότι αυτό συμβαίνει σχεδόν σε όσους έρχονται σε επαφή με το έργο του Χρήστου -κυρίως σε μια ζωντανή εκτέλεση. Γιατί η συνθήκη είναι απλή και ισχύει για όλους: να έχεις ανοιχτές και ειλικρινείς αισθήσεις. Ανοιχτός ως κάτοικος του σύμπαντος που τον ενδιαφέρουν τα πάντα, με την ειλικρίνεια ενός παιδιού που μπορεί να εντυπωσιαστεί από τα πάντα.

Στην ταινία σου έχεις επιλέξει εικόνες από το αντιπολεμικό κίνημα σε διάφορες εποχές, μέχρι το κίνημα των "αγανακτισμένων" και το Occupy Wall Str. Τι ακριβώς συνδέει το έργο του Χρήστου με όλα αυτά;

Οι εικόνες αυτές είναι ερμηνευτικές προεκτάσεις, όχι και τόσο αυθαίρετες τελικά, πάνω στις εικόνες του ίδιου του Χρήστου, όπως έχουν καταγραφεί στον "Επίκυκλο" του 1968. Ήταν μια δράση εν είδει happening, εν μέσω χούντας, με σαφείς εικονοκλαστικές -και όχι μόνο- αναφορές στην εποχή, σε συνθήκες καταπίεσης του ανθρώπου (δικτατορίες, στρατιωτικά καθεστώτα, φυλακές, βασανιστήρια, ομαδικοί τάφοι, πόλεμοι κλπ.), αλλά και σε περιβάλλοντα γεγονότα. Διαπίστωσα συνειρμικά ότι παρ’ ότι η τεχνολογία προχωράει από το ασπρόμαυρο στην αποτύπωση πλήθους χρωμάτων και λεπτομερειών, η εικόνα πάνω-κάτω παραμένει η ίδια. Στο σκίτσο του "Επίκυκλου" βλέπω στρατιωτικά άρματα και κόσμο στους δρόμους με σημαίες. Κάνω fast forward στις εικόνες και φτάνω στην Μέση Ανατολή, στην Τιεν Αν Μεν και στο Δεκέμβρη του ’08. Ίδια εικόνα. Κι ο ίδιος ο Χρήστου, μέσα από το έργο του, έβλεπε τη συνέχεια του Ανθρώπου από την προϊστορία μέχρι το παρόν -την Ιστορία- και μέχρι το απώτερο μέλλον -τη «μετα-ιστορία».

Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες "σκιές" στη ζωή του, κάποιες υπόνοιες για συνεργασία ή -έστω- ανοχή στη χούντα, ενώ -λόγω του έργου του- χαρακτηρίστηκε από κάποιους οπαδός του ολοκληρωτισμού. Από τη δική σου έρευνα και -κυρίως- την επαφή με το έργο του τι προκύπτει σχετικά με όλα αυτά;

Η αλήθεια είναι ότι στην έρευνά μου δεν έχω βρει κανένα στοιχείο που να νομιμοποιεί τέτοια συμπεράσματα. Αν εννοείς ότι δεν είχε πολιτική δράση ή στάση, με την επικαιρική έννοια που συνήθως το αναζητούμε, πράγματι δεν είχε. Από την άλλη όμως, είναι άδικο να κρίνουμε τη στάση κάποιου έξω από το πεδίο όπου ο ίδιος θέτει τη δράση του -και αυτό στην περίπτωσή του δεν αφορά μόνο τη μουσική δημιουργία, αλλά όλη τη φιλοσοφική συγκρότησή του που είκαζε την τρέχουσα πολιτική ως λεπτομέρεια μπροστά στην ιστορικότητα της συνολικής ανθρώπινης εμπειρίας ή, καλύτερα, ως μία από τις πολλές και ποικίλες πτυχές αυτής της εμπειρίας. Υπάρχει η περίφημη δήλωσή του “Music is dead. Man has failed”, εν μέσω χούντας. Υπάρχει ο "Επίκυκλος". Υπάρχουν στοιχεία και κουβέντες που μαρτυρούν μια μεγάλη αγωνία για τον Άνθρωπο σε ανελεύθερες συνθήκες, για τον Άνθρωπο ως φυσιογνωμία της Ιστορίας, και ταυτόχρονα μια μεγάλη πίστη του σ’ αυτόν. Κυρίως όμως, υπάρχει το έργο του, που είναι βαθιά και ειλικρινά ανθρώπινο και δεν μπορεί να σχετιστεί με τίποτα ολοκληρωτικό που απαξιώνει τον άνθρωπο. Και ο Χρήστου μίλησε μέσα από το έργο του, όχι από δηλώσεις.

Εκτός της μουσικής του, με εντυπωσίασε ο τρόπος που την κατέγραφε, οι εικόνες, τα συστήματα, οι -σχεδόν μυστικιστικοί- κώδικες... Έχεις σκεφτεί να εκδόσεις κάποιο βιβλίο στο οποίο να τα συμπεριλάβεις; Άλλωστε, είσαι μουσικός που γύρισε μια ταινία, γιατί όχι και συγγραφέας;

Προς το παρόν, υπάρχει ένα διδακτορικό που προσπαθώ να ολοκληρώσω, που αφορά τη μελέτη και την επιμέλεια των χειρογράφων και των κειμένων του. Μία σκέψη είναι ότι θα μπορούσε αυτό μετά να εκδοθεί σε βιβλίο, αλλά ακόμα είναι νωρίς για να πούμε οτιδήποτε.

Περιέγραψέ μου την εμπειρία δημιουργίας ενός do-it-yourself ντοκιμαντέρ. Πόση ανταπόκριση βρήκες στο κάλεσμα για χρηματοδότηση απ' τους θεατές; Θα σκεφτόσουν -ή έχεις ήδη σκεφτεί- να το επαναλάβεις;

Οι μουσικοί στην Ελλάδα που παλεύουν να παράγουν τη δική τους μουσική, είναι εκπαιδευμένοι στο do-it-yourself, είμαστε σχεδόν λοκατζήδες. Η ετοιμότητα αυτή, λοιπόν, υπήρχε. Οι δυσκολίες στην πορεία λύνονταν απλά, κυρίως γιατί δεν τις αντιλαμβανόμασταν ως δυσκολίες, αλλά ως μια πορεία. Μας οδηγούσε η πίστη ότι είμαστε αφοσιωμένοι σε μια πολύ σημαντική και ταυτόχρονα προσωπική υπόθεση. Και ήρθαν όλα φυσικά και συναρπαστικά.

Όσον αφορά τη διαδικασία του donation, η ανταπόκριση εκ μέρους του κοινού υπήρξε συγκινητική -σε καιρούς πολύ δύσκολους μάλιστα- αλλά το θέμα δεν είναι μόνο το οικονομικό. Το πιο μεγάλο κέρδος από αυτές τις διαδικασίες είναι ότι δημιουργούνται μικρές κοινότητες ενδιαφέροντος -ας πούμε για μια ταινία- και ο καθένας βοηθά με τον τρόπο που μπορεί για ένα σκοπό, δείχνοντας στην πράξη την αγωνία του. Κυρίως, όμως, αντιλαμβανόμαστε κι εμείς πιο καθαρά ποια μπορεί να είναι η σημασία του σκοπού μας: πόσοι χρειάζονται μια ταινία σήμερα, ποιοι χρειάζονται αυτή τη συγκεκριμένη ταινία, γιατί την χρειάζονται. Γιατί, όπως κάθε έργο, ανήκει σ’ εκείνους που τη χρειάζονται.

Ποιοι είναι οι επόμενοι σταθμοί του ντοκιμαντέρ μετά τις Νύχτες Πρεμιέρας και πώς σκοπεύεις να το προβάλεις;

Υπάρχει προγραμματισμένη η επίσημη παρουσίαση τον Οκτώβριο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, συνδυασμένη με μια διάλεξη και μικρή συναυλία. Οι Γερμανοί, που είναι αλήθεια φίλοι μας, μετά από Βερολίνο και Κολονία, μας καλούν στη Δρέσδη στις αρχές του Οκτώβρη, οπότε και έχουν αφιερώσει μια βραδιά με εκτέλεση έργων Χρήστου, μαζί με προβολή της ταινίας. Γενικά από το εξωτερικό έχει υπάρξει ήδη πολύ θερμό ενδιαφέρον -μέχρι κι από την Αργεντινή- κυρίως από μουσικούς φορείς. Παράλληλα, θα δοκιμάσουμε την τύχη μας σε κινηματογραφικά φεστιβάλ. Για την Ελλάδα, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποιο νέο για εμπορική διανομή της ταινίας, η σκέψη και η διάθεσή μας είναι να φτάσει η ταινία όπου είναι δυνατόν και να βρει κοινό και βλέμματα πέρα από τα αμιγώς υποψιασμένα. Ας πούμε, θα με ενδιέφερε σίγουρα κάποια στιγμή να πάρω την ταινία παραμάσχαλα και να γυρίσω τις καταλήψεις και τα κοινωνικά στέκια, αφ’ ενός για να λυθεί αυτή η ανιστορική παρεξήγηση ότι ο Χρήστου κι η γενιά του ανήκουν σε εργολάβους του ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος και αφ’ ετέρου γιατί είμαι βέβαιος πως το μήνυμα που έχει να μεταφέρει ο Χρήστου, είναι ανθρώπινα απαραίτητο σε όσους ευαισθητοποιούνται για τους κοινωνικούς αγώνες και τη συνθήκη συνύπαρξης όλων μας.