Τι είναι φυσιολογικό; Έχει εξουσιαστικές προεκτάσεις;

ti-einai-fysiologiko-echei-exousiastikes-proektaseis

Νορμάλ. Φυσιολογικό. Κανονικό. Να ένα σέτ ταυτόσημων εννοιών που έχουν προβληματίσει αρκετό κόσμο — ιδίως κατά τις περιόδους αλλαγών και διαμόρφωσης ταυτότητας όπως η εφηβεία. Σε προβλημάτισαν κι εσένα, όχι τόσο κατά την -χλιαρή ομολογουμένως- εφηβεία σου, αλλά όσον αφορούσε τον μεγάλο σου αδερφό.


Κατά την εφηβεία του, από τα πρώτα χρονάκια του Γυμνασίου, τα πόδια του είχαν αρχίσει να ιδρώνουν πολύ — και όχι κατά όλο το μήκος τους, αλλά τα δάχτυλά τους. Πόσες φορές άραγε έπιασες στα μικρά σου χεράκια τις καλτσούλες του, που τις έβαλε πάνω στο καλοριφέρ να στεγνώσουν, και τις βρήκες μουσκίδι!

Όχι, δεν ήταν ιδέα σου — έχασε εξάλλου δάχτυλα από το κρυοπάγημα τότε που πήγατε οικογενειακώς για σκι, το καλτσί του βγήκε στο νοσοκομείο σαν παγάκι, σετάκι με τρία δάχτυλα, και ο γιατρός βρέθηκε να προσπαθεί να απαντήσει τις ερωτήσεις της οικογένειας σου αν είναι φυσιολογικό κάποιου τα πόδια να ιδρώνουν τόσο.

Δεν είσασταν οι μόνοι που προσέξατε το πρόβλημα, υπέφεραν και οι φίλοι του κάθε φορά που πήγαινε στα σπίτια τους για μπάφους και Playstation. Μετά τις πέντε έξι πρώτες φορές που έβγαλε τα παπούτσια του,  οι φίλοι του άρχιζαν να αναρωτιούνται αν ήταν νορμάλ η “σφιχτή” και κάπως γνώριμη μυρωδιά που αναδυόταν — ο ίδιος, ντροπαλός γαρ, μάταια υποστήριζε πως απλά ρεύτηκε, πράγμα πιο φυσιολογικό και αποδεκτό στην παρέα που ήταν. Περιττό να συμπληρωθεί πως μόνο μια φορά δέχθηκαν να καπνίσουν χόρτο που το είχε καβατζώσει στην κάλτσα του και ακόμα θυμούνται την ναυτία που ακολούθησε.

Τα χρόνια πέρασαν, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, τα πόδια του σταμάτησαν να ιδρώνουν τόσο. Ένα βράδυ που σας βρήκε ολίγον τι ντίρλα να αφηγείστε ιστορίες από το παρελθόν του είπες για το παράπονό σου, για τότε που έχασε τα γενέθλιά σου -εκεί στα πρώτα πανεπιστημιακά έτη, ενώ είχε υποσχεθεί πως θα έρθει- και κανείς δεν μπορούσε να τον βρει στο τηλέφωνο. Είχε πάει για καινούργιες κάλτσες, μπήκε στο δοκιμαστήριο του μαγαζιού, την σάλιωσε καλά, φόρεσε την κάλτσα καπότα και πάνω που άρχισε την αεροδυναμική σκάει στα ηχεία του μαγαζιού το Aerodynamic από Daft Punk. Λίγο η δεξιοτεχνία των Γάλλων, λίγο τα πλήκτρα που στάζαν φανκίλα, λίγο η έξαψη, πάνω στο σολάκι δεν άντεξε και έκανε το πρώτο του coming out — κυριολεκτικά, από όποια πλευρά και να το δεις. Η συνέχεια προβλεπόμενη: πέρασε την μέρα στην ψειρού και το έκανε γαργάρα.

Ναι, κάπου εκεί έδεσαν κατευθείαν οι παράξενες στιγμές στο μυαλό σου όπου κάθε φορά που πηγαίνατε στα μαγαζιά για ρούχα/παπούτσια ο αδερφός σου ήταν ο μόνος πελάτης που επέμενε να χρησιμοποιήσει τα δοκιμαστήρια και μάλιστα αργούσε κάμποσο χωρίς στο τέλος να αγοράζει τις κάλτσες! Συγχώρεσέ τον, περασμένα ξεχασμένα τερτίπια της νιότης, δεν μυρίζουν πλέον οι κάλτσες του, ούτε είναι υγρές — έχει μείνει μόνο ως απόηχος εκείνη η γλυκόπικρη νοσταλγία που τον κάνει να κοντοστέκεται και να χαζεύει την βιτρίνα κάθε φορά που περνάει από καλτσάδικο. Είναι πλέον νορμάλ. Φυσιολογικός. Κανονικός. Παρ’ όλ’ αυτά, μην του πάρεις για την γιορτή του κάλτσες.

Τι είναι το φυσιολογικό και το νορμάλ

Ο ορισμός του νορμάλ, του φυσιολογικού και του κανονικού είναι εξ’ορισμού προβληματικός. Ψάξε, ψάξε να τον βρεις και στην καλύτερη θα καταλήξεις σε ορισμούς του τύπου “αυτό που εμπίπτει εντός μιας νόρμας, ενός κανόνα” — ουσιαστικά στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτή η νόρμα και ο κανόνας είναι ένα καθαρα ανθρώπινο κατασκεύασμα, το οποίο πολλές φορές είναι μεταβλητό μέσα στον χρόνο και γεωγραφικά εξαρτώμενο. Πολλές φορές το κανονικό είναι ουσιαστικά το “πλειοψηφικό” ή το “εκλαμβανόμενο ως πλειοψηφικό“, και ως σχόλιο εδώ μπορεί κάλλιστα να ταιριάζει το “εκατομμύρια μύγες προτιμούν τα σκατά, δεν δύναται να κάνουν λάθος“.

Το νορμάλ επίσης μπορεί να είναι το “συνηθισμένο“, γνωστό και ως “συχνό γεγονός εντός του πεπερασμένου εμπειρικού μας πλαισίου που προέρχεται από πεπερασμένα όργανα αντίληψης” — πεπεράκι ακόμα μια φορά στις απολυτότητες.

Πάμε ακόμα έναν γύρο: το φυσιολογικό πολλές φορές μπορεί να αναζητηθεί στην “φύση“, στα “ζωάκια“, οπου εκεί πολλές φορές αυτός που θα το αναζητήσει για να υποστηρίξει κάποια θέση του έναντι κάποιας “ανθρώπινης διαστροφής” θα αναγκαστεί να κάνει κωλοτούμπα πίσω στην αυθαίρετη “ανωτερότητα της ανθρώπινης νόησης, της κορφής της δημιουργίας” όταν δει τι καφρίλα και τι παραξενιά μπορεί να παίξει σε πανίδα και χλωρίδα — όταν δει παραδείγματα στην άμωμο από κοινωνικά τερτίπια φύση, που δεν στηρίζουν τις θέσεις του περί “πρέποντος“. Άλλοι, πάλι, ίσως επικαλεστούν την φύση για να στηρίξουν την όποια δικιά τους διαφοροποίηση από το “νορμάλ“, αν αυτό που τους ενδιαφέρει να αποδείξουν υπάρχει και εκεί, σε “μη-ανθρώπινα” (“αγνά“) πράγματα.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, πρακτικά πραγματευόμαστε το “κανονικό” ως “πιθανότητα εμφάνισης” ενός γενονότος, ενός πράγματος ή μιας συμπεριφοράς, ως “στατιστική“, πράγμα που δείχνει πως είναι ακριβώς αυτό “που λέει πάνω και η κονσέρβα“, με καμία εγγύηση ή υπόσχεση εγκυρότητας ή ορθότητας, στην περίπτωση που ήρθες εδώ ψάχνοντας για τέτοιες.

Οι παραπάνω αντιδράσεις προς το νορμάλ ή καλύτερα την “νορμαλοκρατία” υφίστανται κυρίως σε περιπτώσεις που -για ακόμα μια φορά, αγαπημένο το χόμπυ- ο άνθρωπος χρησιμοποιεί όρους και διαχωρισμούς για να “περάσει ένα χεράκι” τον συνάνθρωπό του, που ουσιαστικά το “νορμάλ” και η “απόκλιση” απ’ αυτό αφήνει κάποιους θιγμένους (απο οικονομικά μέχρι κοινωνικά). Δύσκολα θα αντιδρούσες αμφισβητώντας την δήλωση κάποιου φίλου πως “ο ήχος που βγάζει το αμάξι του, που οδηγεί εδώ και μια πενταετία, δεν είναι φυσιολογικός” (κρίση με βάση το “συνηθισμένο“, συναισθηματικά αδιάφορη προς εσένα).

Δύσκολα πάλι θα έβγαζες το φλασκί με την ρακή να κεράσεις ένα σφηνάκι τον ογκολόγο σου, που μόλις σου ανακοίνωσε πως τα κύτταρα που πάρθηκαν από την “αλλοίωση” στον εγκέφαλό σου “δεν είναι φυσιολογικά“, ρωτώντας τον -και ρίχνοντάς τον συνάμα σε απογευματινή περισυλλογή- “και τι είναι νορμάλ, στην τελική, γιατρέ;” (κρίση με βάση την καθιερωμένη, κλασική, φυσιολογική μορφή του κυττάρου, συν κάτι από “κλασαμέντες” από πλευράς σου).

Σε ορισμένες περιπτώσεις η διάκριση “φυσιολογικού” και “μη-φυσιολογικού” έχει ουσία (διαγνωστική, τεχνική κτλ.), οπότε ως ένα σημείο τα όρια που τίθονται βάση παρατήρησης έχουν αξία όσο εξυπηρετούν αυτό τον σκόπο — αν και εδώ έξυπνο είναι να κρίνεις κατά περίπτωση, άπαξ και ακόμα και σε τομείς όπου το “αδιαμφισβήτητο νούμερο” βασιλεύει, μπορούν τα όρια του “φυσιολογικού” να σμιλευτούν με βάση το οικονομικό συμφέρον και να οδηγηθείς σε αχρείαστα μερεμέτια που επιδιορθώνουν πρόβλημα που δεν υφίσταται.

Σε αυτό το σημείο αξίζει μια αναφορά πως ακόμα και σε “φυσιολογικότητες” που μπορούν να μαθηματικοποιηθούν πλήρως, συνήθως μιλάμε για συνεχές εύρος τιμών -όχι εύρος διακριτών αριθμών- και πως αυτή η “περιεκτικότητα” πάλι έχει κάποια όρια, των οποίων ο ορισμός έχει και αυτός τις δυσκολίες και την προβληματικότητά του. Πέσε στα “σκληρά” και ρώτα εδώ γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων τι γίνεται με τα όρια π.χ. σε τιμές αίματος που ορίζουν κάποιον ασθενή ως υποψήφιο για “προληπτική” θεραπεία με κάποιο φάρμακο.

Το φυσιολογικό, το παθολογικό και η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής

Ένα υπέροχο παράδειγμα “παθολογοποίησης” και άσχημης χρήσης του νορμάλ μπορεί να έρθει απο την ψυχιατρική, μια ιατρική ειδικότητα με μπόλικη ισχύ, που τα διαγνωστικά της τέστ δεν πατάνε σε κάποια βιοχημική μέτρηση με νουμεράκια επί του ασθενούς αλλά κυρίως βασίζονται σε θεωρήσεις και δικές μας συμφωνίες που τις μαγειρεύουμε -εντάξει, με την συμβολή κάποιων βιοχημικών δεδομένων- στα κεφαλάκια μας (σαν την… φιλοσοφία ένα πράμα).

Αν “το συζητάς” το ότι κάποιος μπορεί να είναι “φυσιολογικός” πάσχοντας απο ψύχωση (όπου εκεί πολλές φορές μπορείς να δεις πως αυτό που συμβαίνει δεν είναι απλά μια ρομαντική “διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας“), τότε θα λατρέψεις την Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), την “διαταραχή” (ADD/ADHD) την οποία σου έχω προσδώσει πολλάκις φίλε αναγνώστη, υπενθυμίζοντάς σου πως “σπρώχνω τα σχετικά χάπια, για την σωστή τιμή“. Χοντρικά το τροπάρι λέει:

“Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) –διεθνώς ADHD: Attention Deficit Hyperactivity Disorder– είναι μια από τις συχνότερες νευροβιολογικές διαταραχές της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Εμφανίζεται στο 5-7% του μαθητικού πληθυσμού (αρκετές μελέτες δίνουν ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό). Αν και είναι μια από τις πιο μελετημένες και τεκμηριωμένες παιδοψυχιατρικές διαταραχές παγκοσμίως, έχει συγχρόνως προκαλέσει τις περισσότερες συζητήσεις και εξακολουθεί να υποδιαγιγνώσκεται σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η ΔΕΠΥ είναι ως ένα βαθμό κληρονομική. O εγκέφαλος των παιδιών με ΔΕΠΥ παρουσιάζει διαφορές από εκείνον των συνομηλίκων τους στη δομή, στο μεταβολισμό και στη λειτουργία συγκεκριμένων περιοχών“.

Τα διαγνωστικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την απόδοση αυτής της διαταραχής σε κάποιο παιδί, κατά DSM περιλαμβάνουν τα εξής:

  • Συχνά αφαιρείται εύκολα από τα μαθήματά του και παίζει
  • Συχνά χάνει πράγματα
  • Συχνά ονειροπολεί, χάνεται στις σκέψεις του
  • Συχνά αρνείται ή δεν θέλει να ακολουθήσει οδηγίες
  • Συχνά αποφεύγει να κάνει πράγματα που θέλουν πνευματική προσπάθεια σε ένα μεγάλο διάστημα χρόνου
  • Συχνά είναι ανίκανο να παίξει ήσυχα
  • Συχνά μιλάει πολύ
  • Συχνά διακόπτει τους άλλους όταν μιλούν
  • Συχνά τρέχει και σκαρφαλώνει σε καταστάσεις που δεν είναι πρέπον

Δώσε τα παραπάνω στους ανθρώπους και είναι ικανοί να σου βγάλουν τον μισό πληθυσμό να πάσχει, και πως χρίζει θεραπείας. Το πρόβλημα εδώ είναι πως κάποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά ή/και όλα μπορούν κάλλιστα να αποτελούν ιδιοσυγκρατικά στοιχεία, να ‘ναι γνωρίσματα μιας ανέμελης παιδικής ηλικίας (ή μιας εφηβικής ηλικίας τίγκα στο αυτοψάξιμο και την ορμόνη) ή ακόμα και επίδραση ενός περιβάλλοντος με πλείστα ερεθίσματα, γρήγορη εναλλαγή εικόνων και ολοένα πιο αυξανόμενες απαιτήσεις. Μπορούν επίσης, πολύ απλά, να είναι αυτό που κάνει οποιοδήποτε βιολογικό σύστημα τόσο ενδιαφέρον, η ποικιλομορφία τόσο σε φαινότυπο όσο και σε γονότυπο, που αποτελεί εξάλλου το “Play-Doh” της εξέλιξης. Θέμα αποτελεί και η υποκειμενικότητα του “συχνά” — εδώ με νούμερα και μπορεί να διαφωνήσουμε, πόσο μάλλον με αοριστολογίες.

Μερικά εξαιρετικά προβληματικά σημεία της υπόθεσης “ΔΕΠΥ” που την κάνουν τόσο μισητή στους πολεμιούς της είναι τα εξής:

Η πλειονότητα των ασθενών είναι άτομα προεφηβικής ή εφηβικής ηλικίας, πράγμα που αφαιρεί κατευθείαν την δυνατότητα επιλογής αντιμετώπισης από τους ίδιους και την μεταθέτει στους “κηδεμόνες” τους, η οποία κάλλιστα καταλήγει σε επιβολή λήψης φαρμάκων (ελλείψει συναίνεσης ή εκμαίευση αυτής με… πειστικούς τρόπους που μόνο ένας γονέας μπορεί να εφαρμόσει τόσο γλυκά). Προσοχή στους γονείς: είναι γνωστοί στην ιστορία για τα λάθη που κάνουν.

Είναι συνηθισμένο φαινόμενο η χορήγηση φαρμάκων (διεγερτικών, που επιδρούν στο σύστημα ντοπαμίνης του εγκεφάλου). Χορήγηση ψυχοτρόπων φαρμάκων σε έναν αναπτυσσόμενο εγκέφαλο γενικά δεν είναι καλή ιδέα, για να δικαιολογηθεί θες κάτι παραπάνω από το “δεν κάθεται στα αυγά του” , τουλάχιστον ένα “θα πέσει σε status epilepticus και θα πεθάνει“.

Το τι αλλαγές, μακροπρόθεσμες, ίσως και μόνιμες ακόμα και σε επιγενετικό επίπεδο μπορούν να επιφέρουν αυτά τα φάρμακα σε έναν αναπτυσσόμενο εγκέφαλο δεν είναι γνωστό ακόμα. Ακόμα χειρότερο είναι όταν σε αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζεται χρήση άνω του ενός φαρμάκου για να αντιμετωπιστούν οι παρενέργειες του πρώτου. Όταν μιλάμε για αναπτυσσόμενους εγκέφαλους, πολλές φορές μιλάμε και για “ασθενείς” με μονοψήφιο αριθμό ηλικίας.

Τα συγκεκριμένα φάρμακα προσφέρονται για “κατάχρηση“, έχουν recreational potential, με ό,τι σημαίνει αυτό για την χορήγησή τους σε ένα άτομο που πιθανότατα ακόμα “ψάχνεται” σε πολλά επίπεδα και αποκρυσταλλώνει “μηχανισμούς αντίδρασης” απέναντι στην ζωή και τα προβλήματά της. Είναι γεγονός πως στο εξωτερικό θα δεις άτομα να πουλάνε το Ritalin τους “στην πιάτσα” σε τρίτους που θέλουν “να συγκεντρωθούν” ή να “την ακούσουν“, ενώ αντιθέτως δεν έχουν ιδιαίτερη ζήτηση π.χ. τα… αντιεπιληπτικά.

Τίθεται επίσης το θέμα του ποιος είναι πραγματικά ο “μη-νορμάλ“, ο άρρωστος -η κοινωνία ή το άτομο;- και αν είναι δείγμα υγείας και “φυσιολογικότητας” να έχεις άσχημη αντίδραση σε άσχημα, ισχυρά γεγονότα παρά να παραμένεις στην απάθεια.  Όσον αφορά το πρώτο, είναι σαν να χτυπάς επαναλαμβανόμενα το χέρι σου με ένα σφυρί και να παίρνεις μορφίνη για να μην πονάς, λέγοντας πως το ότι πονάει το χέρι σου είναι “παθολογικό” και αγνοώντας πως ίσως φταίει η πράξη στην οποία μετέχεις.

Το ότι γίνεται διάγνωση πολλών περιστάσεων, το ότι εμφανίζονται συχνά τέτοια φαινόμενα πρέπει να προβληματίσει — ίσως δεν φταίνε τα παιδιά, ίσως το “στρεβλό” μπορεί να εντοπιστεί και αλλού, π.χ. στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα ή τις προσδοκίες των γονέων ή ακόμα και το μοντέλο της κοινωνίας που ζούμε.

Στην δεύτερη περίπτωση -που αφορά και άλλες “παθήσεις“- ίσως, λέμε ίσως, να είναι… αντίδραση ενός υγιούς ψυχισμού το να βιώσει αυτό που ονομάζεται “μετατραυματικό στρες” (PTSD) αν έχει λάβει μέρος σε έναν πόλεμο, όπου οι άμαχοι αποτελούν “κουτάκια σκοποβολής” και τα διαμελισμένα πτώματα είναι πολύ πιο συχνά και πολύ πιο ρεαλιστικά από ότι στα έδειχνε κάποιο Medal of Honor. Το ίδιο ίσως να ισχύει και στην ανάπτυξη “κατάθλιψης” (που και αυτή τείνει να αναγράφεται ως διάγνωση όλο και πιο συχνά και να συνταγογραφούνται σχετικά φάρμακα) σε ένα περιβάλλον που… ευνοεί το “νιώθω άσχημα, δεν την παλεύω, τα πράγματα γύρω μου πάνε πραγματικά άσχημα“.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως ένα άτομο δεν δύναται να έχει πρόβλημα προσοχής ή ακόμα και ο εγκέφαλός του οργανικά να νοσεί, όπως εξάλλου μπορεί να νοσήσει οποιοδήποτε όργανο του σώματος (“κουφάλες οργανιστές, έρχονται ψυχόχαπα“). Σημαίνουν, όμως, πως ίσως πρέπει να επαναεξεταστεί η έννοια του παθολογικού σε τόσο ρευστές καταστάσεις, του πόσο συχνό μπορεί να είναι αυτό — και φυσικά ο τρόπος αντιμετώπισής του.

Για παράδειγμα, ακόμα και στην περίπτωση που όντως, διαπιστωμένα ένα άτομο εμφανίζει με παθολογικό τρόπο αυτά τα χαρακτηριστικά, ίσως να ήταν πιο έξυπνο να του μάθεις δεξιότητες διαχείρισης αυτών των χαρακτηριστικών (για… να την παλέψει “εδώ, μαζί μας“) οι οποίες είναι κάτι που αν αναπτυχθεί μένει — σε αντίθεση, πολλές φορές, με το “δώσε του απλά χάπια” από τα οποία αυτό που σου μένει συνήθως είναι το blister pack τους.

Το νορμάλ έχει εξουσιαστικές προεκτάσεις;

Η θέσπιση του “κανονικού” - ”φυσιολογικού” έχει συζητηθεί και προταθεί πολλάκις ως μια μέθοδος ελέγχου του πληθυσμού (κοινωνίας), είτε μέσω της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης ανάγκης να “ανήκεις κάπου” -νιώθεις ξεβρακωτούλι μόνο σου- είτε μέσω της επιβολής του χάριν συντονισμού και ομοιομορφίας σε κάποιο επιθυμητό -από τον θεσμοθέτη- πρότυπο. Κατά αυτή την θεώρηση οι ενίοτε “κρατούντες τα ηνία” ορίζουν το φυσιολογικό (ουσιαστικά την “πραγματικότητά σου“, το αποδεκτό) μέσω διαφόρων ευρέως αποδεκτών “ιερατείων“, που εκτός του επικυρωτικού ρόλου που κατέχουν, συνάμα κατέχουν και σχετικό “νομοθετικό” και “εκτελεστικό” ρόλο: το ιατρικό ιερατείο, με ιδιαίτερη έμφαση στο ψυχιατρικό, το  απανταχού επιστημονικό, το δικαστικό και η “υπέρτατη νίκη” των παραπάνω, το ιερατείο του εσωτερικού μπάτσου — το οποίο είναι παρόν όταν όλα τα άλλα απουσιάζουν.

Η νοητική “ομοιομορφία” όμως, όπως προτείνεται από δυστοπικά σενάρια (με μελλοντικό κρεσέντο τα ξυρισμένα κεφάλια, μπαρκόουντ, και όλοι στην γραμμή για τα χάπια-τροφή),  δεν είναι αναγκαία και προαπαιτούμενη σώνει και καλά για να δουλέψει “εύρυθμα” ένα σύστημα το οποίο  έχει επιχειρησιακή/καπιταλιστική φύση — κάλλιστα μπορεί να στηριχθεί, πιθανότατα πιο αειφορικά, όχι μόνο στο μοντέλο της επιβολής (τιμωρίας) αλλά κυρίως στο μοντέλο της προσφοράς ηδονής, κατά το οποίο όσο καταναλώνεις και παράγεις “είσαι καλά” και είναι και το σύστημα καλά, δεν απαιτεί πλήρη “ιδεολογική σύμπνοια” και ομοιομορφία με τις “πεποιθήσεις” του.

Το παραπάνω κάνει τον κλασικό “έλεγχο της πραγματικότητας” να φαντάζει περισσότερο προσωπικό βίτσιο “καθημερινών” ατόμων με μικροατομιστικά συμφέροντα πάνω στις διαπροσωπικές τους σχέσεις (“θα συμφωνείτε όλοι μαζί μου!“), παρά μελετημένο σχέδιο μπισνεσμάνου. Αν αναρωτιέσαι πώς σε ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να υλοποιηθεί ακόμα ένα στέλεχος “δυστοπίας ελέγχου“, αυτό του “αστυνομοκρατούμενου” κράτους όπου “αγαθό” για τα αφέντια αποτελεί η “προσωπική πληροφορία” (έτσι ώστε να λαμβάνει το feedback του “πού κινείται ο πληθυσμός” μαζικά αλλά και ατομικά — λέγε το και “παρακολούθηση“)  σταμάτα να αναρωτιέσαι, τα έχουμε ξαναπεί.

Πλέον παρέχεις αυτή την πληροφορία όχι μόνο αναγκαστικά σε κλασικές υπηρεσίες (εφορία, για παράδειγμα) αλλά και απολαμβάνοντάς το συνάμα μέσω συσκευών και λογισμικών που δίνουν την θέση σου ανά πάσα στιγμή, και μπορούν να καταγράψουν τα γούστα σου, τις επαφές σου, το είναι σου, προσφέροντάς σου τις “υπηρεσίες” τους (π.χ. κοινωνική δικτύωση). Τούτα σε γνωρίζουν καλύτερα από ότι γνωρίζεις εσύ εσένα, διότι έχουν μεγαλύτερη ικανότητα καταγραφής από ότι σου επιτρέπει η μνήμη σου, όπως επίσης και δυνατότητα μαθηματικοποίησης και ανάλυσης της πληροφορίας που παρέχεις.

To νορμάλ, ως μέθοδος ελέγχου μέσω “μαζοποίησης” έχει όμως μια ομορφότατη εγγενή παρενέργεια, που δυνητικά δημιουργεί και μια ημερομηνία λήξης αυτής της μεθόδου (ή έστω του εκάστοτε “φυσιολογικού“). Το ότι πας να εκμεταλλευτείς το “ανήκειν” ως κινητήριο δύναμη εφαρμογής της υποταγής μέσω της συμμόρφωσης στην “νόρμα” που θέτεις, σημαίνει πως ξεχνάς ένα φαινόμενο αρκετά διαδεδομένο στους έμβιους οργανισμούς, αυτό της υιοθέτησης διαφορετικών στρατηγικών προς επίτευξη του στόχου (“προσαρμόζομαι στο νορμάλ” vs “ζητάω αναπροσαρμογή των ορίων του νορμάλ“). Ναι, κάποια άτομα για κάποιο χρονικό διάστημα ίσως σκύψουν το κεφάλι, αλλά όσο μεγαλύτερη η πίεση για “κανονικότητα“, τόσο μεγαλύτερη η ένταση της συσπείρωσης σε “κοινότητες” και της επαναστατικότητας ατόμων που “δεν ανήκουν” ή και ατόμων που “ανήκουν” αλλά αντιδρούν για λογαριασμό των προηγουμένων.

Ακόμα χειρότερα για τον επίδοξο “ελεγκτή“, μπορεί να επέλθει “διακοινοτική” αλληλεγγύη μεταξύ “αυτών που δεν ανήκουν” ή και προσέγγιση και υιοθέτηση περισσοτέρων “μη-νορμάλ” ιδεών από άλλα γκρουπ που θεωρούνται ομοίως βασανισμένα, πολλαπλασιάζοντας ουσιαστικά το “πρόβλημα“. Όλη αυτή η συστηματικοποίηση δίνει στα γκρουπ που έθεσες εκτός “φυσιολογικού” μια τεράστια δυναμική, αυτή της ταυτότητας, και έτσι αναπτύσσουν την δικιά τους θεωρία/ιδεολογία, δυνατή επιχειρηματολογία, πολιτική αιχμή, τους “μεγάλους θεωρητικούς” τους, τα… ακρωνύμια τους, τις πορείες και τις εκδηλώσεις τους. Αν προσπαθούσες να τους “υποτάξεις” τότε μόλις τους ισχυροποίησες, αν απλά τραβούσες κόλλημα και ζόρι με το “διαφορετικό από το δικό σου αποδεκτό“, τότε ετοιμάσου να σου τρίψουν στην μάπα αυτό που σε ενοχλεί, πιο ενισχυμένο και θωρακισμένο από ποτέ.

Μεγάλο μέρος αυτής της δυναμικής και του ετεροκαθορισμού που προκύπτει από την “μη-αποδοχή” θα μπορούσε να “αφοπλιστεί” αν τα άτομα αυτά τεθούν “εντός νορμάλ” — είδες κανέναν να παλεύει για μια κεκτημένη και αναγνωρισμένη ταυτότητα; Έτσι έχεις την καταναλωτική και παραγωγική μονάδα σου “χαρούμενη” (άρα πιο αποδοτική), διατηρώντας όμως συνάμα και την ικανότητα δημιουργίας θώκου εκμετάλλευσης (π.χ. εμπορικής) στοιχείων που αποτελούν την ταυτότητά της.

Αντίλογος στο παραπάνω, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, ο οποίος όμως δεν καταρρίπτει την “παρενέργεια“, είναι πως το να θέσεις άτομα “εκτός φυσιολογικού“, πηγαίνοντάς τους ουσιαστικά στο παθολογικό, μπορεί να δημιουργήσει επίπλαστες ανάγκες τις οποίες θα σπεύσεις να ικανοποιήσεις με το αζημίωτο — με την προϋπόθεση φυσικά πως θα αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα την “κατάταξη” του ατόμου τους. Εδώ η κουβέντα μπορεί να πάει ακόμα και σε πιο “νουμεράτα” όρια “κανονικού“, όπως τα όρια βιοδεικτών στην ιατρική, οι “φυσιολογικές τιμές” που συνεχώς ενημερώνονται και η τάση “πρόληψης” ασθένειας υπό την μορφή χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής σε υγιή -προς το παρόν- άτομα τα οποία όμως ορίζεις ως “υποψήφιους άρρωστους“.

Πολύ ωραία παραδείγματα υπάρχουν από τον τομέα της καρδιολογίας, όπου οι τιμές της χοληστερίνης και της αρτηριακής πίεσης έχουν εμπλακεί σε τέτοια τερτίπια, με αποτέλεσμα ουσιαστικά υγιή άτομα να λαμβάνουν ακριβά φάρμακα για να παραμείνουν υγιείς. Όπως όμως και στα παραπάνω, εδώ υπάρχει αξιόλογη μερίδα της ιατρικής κοινότητας που κριτικάρει σφοδρά τέτοιες πρακτικές. Μπρε λες να προκύψουν “αντιυπερτασικοί πυρήνες” και κοινότητα “ΑΝ-ΑΧ” (αντινορμοτασικοί-αντιχοληστεριναιμικοι);

Σε όλα τα παραπάνω, ιδίως στις φορτισμένες πτυχές τους, μην ξεχνάς να προσθέσεις και το πολύ απλό: πως ίσως ο άνθρωπος μπορεί πολλές φορές απλά να είναι κολλημένος και να αντιλαμβάνεται ως απειλή το “διαφορετικό” ή αυτό που δεν γνωρίζει, κάτι που μπορεί να αποτελεί “παρενέργεια” μιας εκ των ιδιοτήτων που μας κάνει να “κολλάμε” σε γκρουπ — αυτή της “συμμόρφωσης” εντός του γκρουπ μέσω της αποδοχής των στεγανών του ως “συμπαντικούς” -για εμάς, και ενίοτε και για τους άλλους- κανόνες.

Ως την επόμενη Παρασκευή, μην την ψάχνεις αν είσαι “νορμάλ” — γιόρτασε απλά αυτό που είσαι.