Αυτή είναι η Αγγλία, των σκίνχεντ και των αντιδραστικών

afti-einai-i-anglia-ton-skinchent-kai-ton-antidrastikon

Τι μπορεί να κάνει ένας νεαρός στην Αγγλία του 1983, στην Αγγλία δηλαδή της «σιδηράς κυρίας» Θάτσερ; Όταν η ανεργία έχει φτάσει στα ύψη, ο συντηρητισμός έχει αγγίξει το χειρότερο σημείο του και η μόνη διέξοδος για την κυβέρνηση είναι να διατυμπανίζει τη νίκη της στον πόλεμο των Φόκλαντς, ενώ πολλοί νέοι είναι φτωχοί και άνεργοι και αναγκάζονται να ζουν στο περιθώριο; Σίγουρα, αρκετοί βρίσκουν την ευκαιρία να στραφούν στους «σκίνχεντ» για να εκφράσουν την αντίδρασή τους. Με ξυρισμένο κεφάλι, μαύρες μπότες και αλυσίδες και προκαλώντας, με το παραμικρό, φασαρίες, έτσι ώστε γρήγορα ταυτίζονται με το «Εθνικό Μέτωπο», τους νεοναζί δηλαδή της Αγγλίας.

Σε μια τέτοια ομάδα ανήκε και ο νεαρός τότε σκηνοθέτης Σέιν Μέντοους, που μερικά χρόνια αργότερα θα στραφεί στον κινηματογράφο, γυρίζοντας αρχικά ταινίες μικρού μήκους και πιάνοντας δουλειά στο τηλεοπτικό κανάλι Channel 4, πριν κάνει μια εντυπωσιακή εμφάνιση στο φεστιβάλ Βενετίας του 1997 με την ταινία «24 7: TwentyFourSeven», που του χάρισε το βραβείο της Διεθνούς Κριτικής-FIPRESCI. Σχόλιο γύρω από τη βία μέσα από την ιστορία ενός άντρα, σε μια επαρχιακή πόλη, που αποφασίζει να φτιάξει μια λέσχη για μποξ, με στόχο να προσελκύσει τους νέους από τους δρόμους και τη βία της.

Μου έλεγε τότε ο Μέντοους σε μια συνάντησή μας στη Βενετία, πως είχε γνωρίσει από κοντά τη βία αυτή, όντας ο ίδιος μέλος σε μια από τις ομάδες των σκίνχεντ, τονίζοντας πως «η βία σήμερα στη Βρετανία έχει απλωθεί επικίνδυνα ανάμεσα στους νέους, άνεργους τους περισσότερους, που δεν έχουν καμιά διέξοδο. Αυτή την Αγγλία, των περιθωριακών, της μιζέριας, των απελπισμένων ανθρώπων που δεν έχουν γνωρίσει τι θα πει ευτυχία, την ξέρω πολύ καλά. Αυτή με ενδιαφέρει και χρειάζεται να παρουσιάσουμε στις ταινίες μας, τουλάχιστον στις δικές μου» εξηγούσε με πάθος ο σκηνοθέτης, που αγαπούσε ιδιαίτερα, όπως μου ανέφερε, το βρετανικό «φρι σινεμά» των Λίντσεϊ Αντερσον και Κάρελ Ράις, αλλά που, όπως πίστευε, ήθελε μια άλλη πιο έντονα ρεαλιστική αντιμετώπιση.

Την ίδια βία που κυριαρχούσε στη Βρετανία της δεκαετίας του '80 και που υποβόσκει τόσο στο «24 7: TwentyFourSeven» όσο και στην κατοπινή ταινία του, «Τα παπούτσια του νεκρού» (2004), συναντάμε και στη νέα του ταινία, «This is England», που κέρδισε κιόλας το βραβείο καλύτερης αγγλικής ταινίας του BAFTA - το αγγλικό Οσκαρ- και προβάλλεται αυτές τις μέρες. Βέβαια πρόκειται για τη βία στην Αγγλία του 1983, δηλαδή πριν από 25 χρόνια, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία της ταινίας, αλλά υπάρχει και σήμερα, ιδιαίτερα σε παρόμοιες επαρχιακές πόλεις. Ο 12χρονος Σον, ο νεαρός ήρωας της ταινίας, ζει σε μια μικρή, επαρχιακή, με βιομηχανικές αναταραχές, πόλη των Μίντλαντς, στην περιοχή του Γιόρκσιρ, που γνωρίζει από πρώτο χέρι ο σκηνοθέτης.

Χωρίς πατέρα (σκοτώθηκε στον πόλεμο των Φόκλαντς), από φτωχή οικογένεια, με τα άλλα, πιο δυνατά απ' αυτόν, παιδιά να τον δέρνουν, ο Σον αισθάνεται την ανάγκη να είναι δυνατός όπως και οι άλλοι, να ανήκει κάπου. Γι' αυτό κι αποφασίζει, παρά τις έντονες αρχικά αντιδράσεις της τρομοκρατημένης μητέρας του, να προσχωρήσει στην τοπική ομάδα των σκίνχεντ.

Η ομάδα στην αρχή -όπως συνέβαινε και με τους πρώτους σκίνχεντ- δεν είναι ούτε βίαιη ούτε ρατσιστική. Απλά υποστηρίζουν ο ένας τον άλλο και προσφέρουν στον Σον την ασφάλεια κι ένα είδος οικογένειας που του λείπει - μέχρι που βρίσκει ακόμη και κορίτσι. Ωσπου, με την αποφυλάκιση του Κόμο, ενός μέλους τους, που στη φυλακή έχει γίνει ξεφτέρι στη βία, μυούνται στον ρατσισμό. Πράγμα που διχάζει την ομάδα, με τον Σον να ακολουθεί τον Κόμο στο πλιάτσικο και την ωμότητα και όλα τα επακόλουθά της.

This is England - μας λέει ο Μέντοους. Μια Αγγλία όπου η φτώχεια, η ανεργία, οι συμμορίες και οι επικίνδυνοι δρόμοι, η έλλειψη οικογενειακής φροντίδας, οδηγούν στη βία. «Ο Σον, ως μέλος μιας τέτοιας ομάδας, ήταν κι αυτός ρατσιστής» εξηγεί ο Μέντοους. «Οταν ζεις σε μια φτωχή πόλη που μαστίζεται από την ανεργία και κάποιος έρθει και σου πει αυτοί φταίνε για όλα, το πιστεύεις. Οταν ήμουν μικρός το πίστευα κι εγώ αυτό. Μερικοί εξακολουθούν ακόμα να το πιστεύουν κι αυτό είναι τρομακτικό».