Δοξασμένο ελληνικό τραγούδι σε όλες τις εκφάνσεις του

doxasmeno-elliniko-tragoudi-se-oles-tis-ekfanseis-tou

Ο έρωτας, που γιορτάζει κάθε Μάη, είναι ο πρώτος θεός του τραγουδιού. Ανέκαθεν. Σε όλες τις εποχές και σε όλα τα είδη και τις μορφές. Αρχαίο, παραδοσιακό, έντεχνο, λαϊκό, μπλουζ, ροκ, έθνικ, αμανές, μπαλάντα, ταραντέλα, τανγκό ή χασάπικο, υπηρετούν πρώτα από όλα την αγάπη και τον έρωτα. Αλλιώς εκφράζεται το σε αγαπώ -με αγαπάς στο τραγούδι της δεκαετίας του '50, αλλιώς σήμερα, ανάλογα με τις ευαισθησίες, την αισθητική, την καταγωγή, τον περίγυρο και το κοινωνικό στάτους του δημιουργού και του δέκτη.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι τα ερωτικά τραγούδια υφίστανται και αντανακλούν τις μεταβολές που περνάει ο άνθρωπος. Γι' αυτό τώρα δεν γράφονται ερωτικά τραγούδια με τις ίδιες ιδέες, εκφράσεις και εντάσεις, ούτε θίγουν θέματα που ξεπεράστηκαν ή έπαψαν να συγκινούν και να διεγείρουν.

Κάποτε οι αγαπημένες είχαν ονόματα εξωτικά, κορμιά φιδίσια και γαρίφαλα στ' αφτί. Ζιγκουάλα, Μαντουμπάλα, Ζαΐρα, Φαράχ, Σεράχ, Μισιρλού, Λεϊλά, Τζεμιλέ, και σκλάβες στα χαρέμια των πασάδων και των μαχαραγιάδων. Η φαντασία στον έρωτα. Εκτός από τις Ελληνίδες που υπερτερούσαν, η προτίμηση στρεφόταν στις Ανατολίτισσες, γιατί κανένας δεν φανταζόταν μια γυναίκα με τόση χάρη και τέτοια προσόντα, ας πούμε, Ολλανδέζα ή Αγγλίδα! Αυτές θεωρούνταν καλές σε άλλους τομείς, αλλά όχι στον έρωτα, όπως ρητά δήλωνε ο ρεμπέτης Χοντρονάκος που ήθελε «γυναίκες πολλές κι απ' όλες τις φυλές»! Μια Γερμανίδα για νταντά, μια Αμερικάνα για να της παίρνει τα λεφτά, αλλά μια Ελληνίδα για να την έχει αγκαλιά!

Φαίνεται, όμως, ότι δεν γράφονται πλέον ούτε τραγούδια που κάνουν τομή στην τρέχουσα θεματολογία. Οταν ο Σαββόπουλος έγραφε τη «Συννεφούλα», το 1966, την εποχή του «Αξιον εστί», στο ρεπερτόριο των καλλιτεχνών της αριστερής διανόησης δεν υπήρχαν τραγούδια τόσο φιλελεύθερα που θα έλεγαν «να γυρίσεις σου ζητώ και τριγύρνα μ' όσους θέλεις κάθε βράδυ». Ενώ στο λαϊκό ρεπερτόριο αυτό δεν ήταν θέμα ταμπού για τον Κώστα Βίρβο, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τον Γιώργο Μητσάκη, τον Βασίλη Τσιτσάνη κ.ά., που το έθιγαν άλλοτε σε ρεαλιστικούς και δραματικούς τόνους κι άλλοτε με χιούμορ και ειρωνεία. Αλλοτε δηκτικά κι άλλοτε αυτοσαρκαστικά, παρόλο που η συντηρητική κοινωνία δεν θα έβλεπε με καλό μάτι τη γειτόνισσα-καβουρίνα που «πάει τσάρκα με τον σπάρο στη Ραφήνα»! Ούτε ο απατημένος θα ομολογούσε εύκολα στο καφενείο ότι δεν παύει να αγαπάει την άπιστη κι ότι προσπαθεί να τη συνετίσει, ενώ ταυτοχρόνως απειλεί ότι «θα κάνει ντου» στα στέκια που αράζει για να την τιμωρήσει αν την τρακάρει πουθενά «με κείνο το κορόιδο» όπως παραδόξως αποκαλεί τον «άλλο» που του έφαγε την γκόμενα! Έτσι γινόταν τραγούδι και η παράνομη σχέση, η οποία, εκτός από την κοινωνική αποδοκιμασία, αποτελούσε και ποινικό αδίκημα που οδηγούσε τους ύπανδρους μοιχούς με χειροπέδες στο αυτόφωρο, τσίτσιδους!

«Ασφαλώς και δεν πρέπει να μας δούνε παρέα», λέει ο Ακης Πάνου για μια σχέση περαστική, αλλά, όταν πρόκειται για αγάπη, τότε ο στοχασμός είναι πιο βαθύς, «παράνομη αγάπη κουρασμένη, ταλαίπωρη αγάπη και πικρή, πλασμένη να πεθάνεις κολασμένη και νά 'ναι η πορεία σου μικρή. Παράνομη αγάπη γεννημένη εκεί που δε χαράζει ο ουρανός, απ' όλους τους ανθρώπους δικασμένη και δίχως τη συμπόνια κανενός». Κι όταν τα αισθήματα συγκρούονται, ο έρωτας από θεός γίνεται σατράπης, «μού 'κανες ζημιά, αχ, βρε έρωτα σατράπη... έχω μια καρδιά που χωράει μια αγάπη, πού να βάλω δυο, δυο γυναίκες π' αγαπώ; Φίλος μου η μια και η άλλη ταραχή μου. Ποια να στερηθώ;».

Η ζήλεια και η απόγνωση που προκαλούσε η εισβολή ενός τρίτου προσώπου σε μια σχέση, η εγκατάλειψη κι ο χωρισμός, έγιναν αφορμή για χιλιάδες τραγούδια, μερικές φορές πολύ σπαραξικάρδια που απεικόνιζαν ακραίες αλλά υπαρκτές καταστάσεις. Μεγαλώνοντας κοντά στις γραμμές του τρένου, ακούγαμε για άντρες και γυναίκες που έπεφταν στις ράγες από ερωτική απογοήτευση και διαβάζαμε στα πρωτοσέλιδα για κάτι τρελαμένες που ρίχνανε βιτριόλι στις αντίζηλες για να τις παραμορφώσουνε! Ακόμα και φίλες μας, μαθήτριες, σκηνοθετούσαν απόπειρες αυτοκτονίας, με ασπιρίνες, για να συγκινήσουν τον «λεγάμενο»!

Η ερωτική απογοήτευση συχνά συνοδευόταν από εξτρίμ παρενέργειες. Κι αυτό, στο λαϊκό τραγούδι, εκφραζόταν χωρίς περιστροφές και μισόλογα, με αμεσότητα, φόρτιση και αιχμή, αλλά και με αλληγορίες και ευρήματα που έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στο νόημα, το μήνυμα ή το υπονοούμενο. Ο προδομένος προσπαθεί, άλλοτε με καλοπιάσματα κι άλλοτε με κατάρες, να ξορκίσει τη συμφορά.

1. Ο Βίρβος, με τη μουσική του Νικολόπουλου και τη φωνή του Καζαντζίδη, περιγράφει μια κατάσταση απελπισίας, «Νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου, έχουν χτίσει φωλιά μέσα στο έρημο και άδειο μας σπίτι όσο λείπεις μακριά».

2. Ο Τζουανάκος εκλιπαρεί για το ελάχιστο «Λίγα ψίχουλα αγάπης σού γυρεύω κι ώς την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω».

3. Η Γκρέυ ραγίζει καρδιές όταν τραγουδάει «Σχίσε γιατρέ τα στήθια μου και την καρδιά μου βγάλε κι αν θες να μην ξαναπονώ μια κρύα πέτρα βάλε».

4. Αντιθέτως, ο Ακης Πάνου αντιμετωπίζει την εγκατάλειψη με μεγαλοψυχία: «Χαρά σ' αυτόν που σ' έχει δίπλα του και καμαρώνει, κι αλοίμονο σε μένα που σ' αγάπησα» και «Θα ρίξω ροδοζάχαρη στης άκαρδης την πόρτα... να κλάψει με τον πόνο μου ν' ανοίξει όπως πρώτα, να δώσω την καρδούλα μου να πάρω ένα φιλί».

5. Αργότερα, ο Τάκης Μουσαφίρης εμφανίζεται πιο τολμηρός, αξιοποιώντας την εκφραστικότητα του Μητροπάνου: «Τι το θες το κουταλάκι να μου δώσεις το φαρμάκι. Τι το δίνεις λίγο λίγο, δώσ' το μου όλο για να φύγω».

6. Ενώ ο Μάνος Λοΐζος, αλλάζοντας το ύφος του, πάνω στον σίγουρο στίχο του Παπαδόπουλου, συνθέτει το αναφερόμενο στο ζεϊμπέκικο, με διαστάσεις μετενσάρκωσης, «τη δεύτερη φορά που θα 'ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, δεν θα ξαναγαπήσω».

Χαβαλέ πάθη και αισθήματα


1.Μετά, ένας νεωτερικός άνεμος απογειώνει το στίχο: με τον «ιπτάμενο δίσκο» του ο Μανώλης Ρασούλης σπάει το φράγμα του έρωτα, ενώ οι «κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει».

2. Ο Νίκος Γκάτσος με τον Ξαρχάκο επανέρχονται δριμύτατοι με το «Καίγομαι, καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά».

3. Ο Τζίμης Πανούσης ξεσηκώνει τους απανταχού εισαγγελείς τραγουδώντας «Μου λες μ' αγαπάς, θες να παντρευτούμε... και μου δίνεις συμβουλές, πρώτα να τελειώσω το πανεπιστήμιό μου, μετά να κάνω τη θητεία στο στρατό, να πιάσω δουλειά σε κανένα γραφείο, να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά... Κι εγώ σ' αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου».

4. Ο Μαχαιρίτσας είναι ερωτικά λιτός με την «αγχωμένη μαλακία» στο «Διδυμότειχο μπλουζ» και σε παράκρουση απελπισίας ο Ασίμος «κατα-καταρρέει» με την ανεξάρτητη συντρόφισσα που τρέχει με όποιον της βρεθεί, και δηλώνει ότι «άλλο πλέον δεν μπορώ, θα ερωτευτώ τον Παπανδρέο, τον Ποπάι, τον Ζορό και δεν ξαναγαπάω θηλυκό...»

Βυθίστηκα ξανά στη δισκοθήκη μου, σε όλα τα είδη του νεότερου ελληνικού τραγουδιού. Στο λαϊκό βρήκα τις μεγαλύτερες εντάσεις συναισθημάτων. Ερωτικές εξάρσεις εκφρασμένες άλλοτε με απαλότητα, μελιστάλαχτες κι άλλοτε δραματικές, συνταρακτικές, διαλυτικές και ψυχοβγαλτικές.

Στο λεγόμενο «έντεχνο», στην μπαλάντα, ο δημιουργός μιλάει για τα ίδια θέματα μάλλον με το γάντι, πιο ποιητικά ενδεχομένως, αλλά σίγουρα πιο εξωραϊσμένα.

Στα σημερινά τραγούδια δεν βρίσκεις εύκολα πάθος, έκρηξη, τρέλα, απονενοημένες ενέργειες, συντριβή, κατάρρευση, κλάμα, πόνο, ταπείνωση, διασυρμό, ξεφτίλα. Είναι λάιτ. Ακόμα και τα σκυλάδικα είναι ξενέρωτα, με χαβαλέ πάθη και φο αισθήματα. Αλλά γιατί όχι; Ποιος κόβει σήμερα τις φλέβες του ή πέφτει στις γραμμές του τρένου από ερωτική απογοήτευση; Τα σύγχρονα ερωτικά τραγούδια έχουν φίλτρα. Κανένας δεν πίνει για να ξεχάσει, όλοι μεθάνε για να τη βρούνε. Ούτε αμαρτωλές και παραστρατημένες σχέσεις, ούτε εκρήξεις παθών, ούτε τσατίλα, ούτε μάγια, ούτε δηλητήρια, ούτε εκδίκηση, ούτε συγνώμες, ούτε κατάρες. Επιτέλους, οι ερωτικές σχέσεις εξορθολογίστηκαν και εκπολιτίστηκαν! Φαίνεται ότι κανένας πια δεν πεθαίνει από έρωτα, ενώ τον καιρό του Τσιτσάνη και του Λόρκα από έρωτα πεθαίνανε ακόμα και τα κλαριά.