Το βράδυ των εγκαινίων της νέας του εγκατάστασης στο Maison Rouge στο Παρίσι ο Γκρέγκορ Σνάιντερ το πέρασε κλεισμένος στη βιτρίνα του εκθεσιακού χώρου, μέσα σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, χωρίς να εμφανιστεί ποτέ στους επισκέπτες.
Κάθε νέα δουλειά του εκκεντρικού καλλιτέχνη αποτελεί πλέον γεγονός, κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Η δημοσιότητα του χτύπησε την πόρτα μετά την Μπιενάλε της Βενετίας το 2001, όταν βραβεύτηκε με το Χρυσό Λιοντάρι για την απόφασή του να μετατρέψει το γερμανικό περίπτερο σε «Νεκρό σπίτι», προσκαλώντας μας να εισχωρήσουμε, έπειτα από ατελείωτες ώρες αναμονής, στο εφιαλτικό εσωτερικό του και να θέσουμε σε κίνδυνο την... ακεραιότητά μας.
Στη νέα του εγκατάσταση με τίτλο « Γλυκιά μυρωδιά», που στήθηκε ειδικά για το παρισινό κέντρο σύγχρονης τέχνης, ο 39χρονος καλλιτέχνης μάς προσκαλεί αυτή τη φορά σε έναν λαβύρινθο άδειων δωματίων. Η υπογραφή μιας υπεύθυνης δήλωσης, που μας προειδοποιεί να αποφύγουμε την εμπειρία στην περίπτωση που είμαστε καρδιακοί, κλειστοφοβικοί ή μας καταλαμβάνει πανικός στο απόλυτο σκοτάδι, είναι ενδεικτική της δοκιμασίας στην οποία υποβάλλει πάντα τις ψυχικές και σωματικές μας αντοχές ο Σνάιντερ.
Μια απλή περιγραφή ίσως βοηθήσει περισσότερο στην κατανόηση του εντελώς ιδιαίτερου τρόπου δουλειάς του: κάθε δωμάτιο διακρίνεται για την ιδιόμορφη αρχιτεκτονική του (τοίχοι επικλινείς, πολύ χαμηλό ή πολύ ψηλό ταβάνι κ.λπ.), για την ιδιαίτερη θερμοκρασία του (πολικό ψύχος, υπερβολική ζέστη κ.λπ.), για το ξεχωριστό χρώμα του (λευκό, μεταλλικό, μαύρο κ.λπ.), αλλά και για την ιδιαίτερη οσμή του, με χαρακτηριστικότερη μυρωδιά αυτήν του καμένου καουτσούκ. Κάθε χώρος θέτει αυτομάτως σε συναγερμό τις αισθήσεις μας, καθώς προκαλεί αυτόματες αντιδράσεις: σωματικές, ψυχικές αλλά και νοητικές, αφού ανακαλούμε αναπόφευκτα διάφορους χώρους εγκλεισμού και απομόνωσης, όπως τα «λευκά κελιά» και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης - πρόσφατα ο καλλιτέχνης παρουσίασε στο Κ21 του Ντίσελντορφ μια εγκατάσταση με τίτλο «Λευκό βασανιστήριο» και με θέμα το Γκουαντάναμο.
Το σιωπηλό ταξίδι μας από τον ένα χώρο στον άλλο οριοθετείται από σχεδόν αόρατες πόρτες. Αφού πρώτα καταφέρουμε να τις εντοπίσουμε, δεν μπορούμε να τις ανοίξουμε παρά μία και μοναδική φορά -δυνατότητα επιστροφής δεν υπάρχει.
Ήδη από τον καιρό που άρχισε να ανακατασκευάζει πυρετωδώς το ίδιο του το πατρικό σπίτι σε ένα μικρό χωριό της βιομηχανικής περιοχής του Ρήνου στη Γερμανία, κάθε «παρέμβαση» του Γκρέγκορ Σνάιντερ (θυμίζουμε ότι πήρε μέρος και στην Μπιενάλε της Αθήνας) αποτελεί μια μοναδική καλλιτεχνική εμπειρία, με κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Από τους πλέον σημαντικούς εκπροσώπους της τέχνης της εγκατάστασης ειδικεύεται στο να δημιουργεί αστικά περιβάλλοντα, ιδιωτικά αλλά, τον τελευταίο καιρό, και δημόσια. Στις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει μέχρι σήμερα, ισχυρίζεται ότι άρχισε να σκάβει στο υπόγειο του σπίτιου του και να μετακινεί συνεχώς τη θέση των παραθύρων, του πατώματος και των εισόδων γιατί τον κυνηγούσε από παιδί η ίδια φαντασίωση: πως οι τοίχοι του σπιτιού του κατάφερναν επιτέλους να...αλλάξουν θέση. Η εξαιρετικής ακρίβειας δουλειά του φανερώνει, ωστόσο, έναν συγκροτημένο καλλιτέχνη, με άριστες γνώσεις αρχιτεκτονικής, που έχει μελετήσει βαθιά την επιστήμη της φαινομενολογίας.
Οι εγκαταστάσεις του, που σήμερα βρίσκονται διασκορπισμένες στα σημαντικότερα μουσεία σύγχρονης τέχνης του κόσμου, περικλείουν συνήθως τον επισκέπτη στο εσωτερικό τους υποχρεώνοντάς τον να εγκαταλείψει τις συνήθειες της παθητικής θέασης. Χώροι μέσα στους χώρους υπονομεύουν τον τρόπο με τον οποίο έχουμε μάθει να βλέπουμε τέχνη και, κατά συνέπεια, να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Αυτό που απασχολεί τον Σνάιντερ είναι να φτάσει, μέσα ακριβώς από αυτή την όξυνση της αντιληπτικής μας ικανότητας, στους ψυχολογικούς μηχανισμούς που προκαλούν φόβο, άγχος και πανικό στις σύγχρονες κοινωνίες.