Ελληνικά μουσεία, ξενάγηση στα προβλήματα

ellinika-mouseia-xenagisi-sta-provlimata

Πως θα σας φαινόταν αν βρισκόσασταν σ' ένα μεγάλο μουσείο του εξωτερικού, και κάθε λίγο και λιγάκι ακούγατε τους φύλακες να κραυγάζουν «Κουνηθείτε!» χωρίς ούτε ένα τυπικό «παρακαλώ»; Με τι εντυπώσεις θα αφήνατε μια χώρα αν οι δρόμοι που οδηγούν σε κορυφαία μνημεία της ήταν πλημμυρισμένοι στα μπάζα και κάθε επίσκεψη στις τουαλέτες έμοιαζε με οδύσσεια χωρίς τελειωμό;

Τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά. Η εντολή «Μοve on, move on!» δίνει και παίρνει στα ελληνικά μουσεία. Οι αρτηρίες που βλέπουν στον Κορινθιακό Κόλπο και οδηγούν στον «ομφαλό της Γης», τους Δελφούς, διασχίζουν λόφους ολόκληρους από σκουπίδια. Στον αρχαιολογικό χώρο του Μυστρά τοποθετήθηκαν WC λίγο μετά το 2000, ενώ στο Σούνιο υπάρχουν μόνο στο γειτονικό κυλικείο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λειτουργούν!

Με τέτοια αγκάθια παλεύουν καθημερινά οι έλληνες ξεναγοί, ίσως οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους έρχονται σε πραγματική επαφή οι στρατιές των ξένων ταξιδιωτών στη χώρα μας. Δάσκαλοι, ψυχαγωγοί και... ψυχαναλυτές ταυτόχρονα, οφείλουν να παίζουν στα δάχτυλα μια ιστορική περίοδο 3.500 χρόνων, να στήνουν γέφυρες ανάμεσα στο σήμερα και το μακρινό παρελθόν, να περνούν διακριτικά τις εθνικές θέσεις για ζητήματα όπως το Κυπριακό ή το «Μακεδονικό», να παρακολουθούν στενά την εγχώρια και τη διεθνή επικαιρότητα, να εμπλουτίζουν τις γνώσεις και το ξένο λεξιλόγιό τους, να ικανοποιούν από το πιο απαίδευτο κι αδιάφορο έως το πιο καλλιεργημένο και απαιτητικό κοινό. Η βασική αποστολή τους, ωστόσο, παραμένει να ξεπροβοδίζουν ευχαριστημένους όσους ένιωσαν στο πετσί τους τα ελλείμματα στις ντόπιες υποδομές και υπηρεσίες, ώστε, ούτε μαύρη πέτρα να ρίχνουν πίσω τους οι τουρίστες ούτε να μας δυσφημίζουν στο διηνεκές.

Η Μαριάννα Κορομηλά, από τις πρώτες ελληνίδες ξεναγούς, δεν το άντεξε. Οπως ομολογεί, «στις αρχές της δεκαετίας του '80, σταμάτησα να ξεναγώ ξένους στην Ελλάδα. Κι ο λόγος ήταν συγκεκριμένος: ντρεπόμουν για την πατρίδα μου». Μια δεκαετία νωρίτερα, εικοσάχρονη κοπελίτσα ακόμη, υποδεχόταν στην Αθήνα το παρθενικό κύμα ιαπώνων τουριστών εδώ, αποτελούμενο από την αφρόκρεμα του επιχειρηματικού και επιστημονικού δυναμικού της χώρας. Ανάμεσά τους, θυμάται, κι η σύζυγος του νομπελίστα συγγραφέα Γιασουνάρι Καβαμπάτα, λίγο πριν εκείνος κάνει χαρακίρι: «Ανοιγε τότε μια σημαντική αγορά που, λογικά, θα έπρεπε να την ενισχύσουμε. Κι όμως, κανείς δεν βρέθηκε να με ρωτήσει σχετικά, ν' αντλήσει κάτι από την εμπειρία μου. Αυτό το ανερμάτιστο βαλκανικό κράτος που είναι η Ελλάδα, δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει τι σημαντικό ατού διαθέτει μέσω της δράσης των ξεναγών. Μόνο επί χούντας "αναγνωρίστηκε" η προσφορά μας, όταν στα πούλμαν έστελναν χαφιέδες, για να κρατάμε το στόμα μας κλειστό. Ηξεραν, δηλαδή, ότι εμείς μπορούμε να μιλήσουμε...».

Υπήρξε μια εποχή, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου κάμποσες μορφωμένες γυναίκες της αστικής τάξης, έχοντας δει επί Κατοχής τις οικογενειακές τους περιουσίες να εξανεμίζονται, αναζήτησαν στο επάγγελμα του ξεναγού μια διέξοδο σωτηρίας. Στην ίδια λύση κατέφυγε και η εικαστικός Νέλλυ Ανδρικοπούλου, όταν πήρε διαζύγιο από τον Νίκο Εγγονόπουλο: αξιοποίησε τ' άπταιστα γαλλικά και τα γερμανικά της και βιοπορίστηκε.

Δεν αρκούν οι επιστήμονες


Ως το 1977, οπότε ψηφίστηκε ο νόμος «περί ξεναγών» που ισχύει και σήμερα, το επάγγελμα ασκούσαν κατά κανόνα «κορίτσια καλών οικογενειών που γνώριζαν ξένες γλώσσες και αγαπούσαν τα ταξίδια», λέει η γενική γραμματέας του Σωματείου Διπλωματούχων Ξεναγών, Ελένη Δημητρακοπούλου.

Ακόμα και τώρα, η συντριπτική πλειονότητα των ξεναγών, γύρω στο 80%, γυναίκες είναι. Από το '77 κι έπειτα όμως, για ν' αποκτήσουν άδεια επαγγέλματος πρέπει να έχουν φοιτήσει με επιτυχία σε μία από τις τέσσερις, εξαιρετικά απαιτητικές σχολές, της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλείου ή της Κέρκυρας, που λειτουργούν υπό τον έλεγχο του Οργανισμού Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.

Πέρα από το ότι οι εξειδικευμένες σπουδές τους είναι οι πιο μακροχρόνιες (πέντε εξάμηνα) και οι περισσότεροι διαθέτουν και πτυχίο ανωτάτης σχολής, εκείνο που διακρίνει τους 2.000 περίπου έλληνες ξεναγούς είναι το εύρος της Ιστορίας που καλούνται να καλύψουν -από τον μυκηναϊκό πολιτισμό ως τις μέρες μας. Επιπλέον, αν π.χ. στην Γαλλία άλλος ξεναγεί στο Λούβρο κι άλλος στις Βερσαλίες, στη χώρα μας ο όρος «τοπικός ξεναγός» δεν υφίσταται. Είναι όλοι τους «ξεναγοί επικρατείας».

Τα χίλια μέλη του αθηναϊκού σωματείου καλύπτουν συνολικά 28 γλώσσες, αλλά, όπως επισημαίνει η πρόεδρός του Ελσα Μαστορίδου, «χρειαζόμαστε περισσότερους για τους τουρίστες που έρχονται από την Κίνα και τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Στις τελευταίες εισαγωγικές εξετάσεις, πάντως, μπήκαν στις σχολές αρκετοί ρωσόφωνοι».

Σύμφωνα με την Ε. Μαστορίδου, αιμοδότες του ελληνικού τουρισμού εξακολουθούν να είναι οι Αμερικανοί που επέστρεψαν μετά το 2004, ενώ σταθερή παραμένει και η έλευση από τη Βρετανία, την Ισπανία και τις σκανδιναβικές χώρες.

Ωστόσο, «οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί μειώθηκαν εξαιτίας, μάλλον, της οικονομικής κρίσης, το ιαπωνικό κύμα ανακόπηκε με την διακοπή της απευθείας πτήσης προς Τόκιο και κατευθύνθηκε προς την Τουρκία, ενώ και οι Ισραηλινοί, τακτικοί πελάτες του καζίνου της Πάρνηθας κάποτε, δεν έρχονται πια με την ίδια συχνότητα.

Η διεθνής κρίση στις ανθρωπιστικές σπουδές είχε κι αυτή τις συνέπειές της. Το σίγουρο είναι πως η Ελλάδα, έτσι ακριβή που έχει γίνει, δεν αποτελεί πόλο έλξης για τουρίστες με χαμηλά εισοδήματα».

Ούτε καρτ ποστάλ, ούτε βιβλία


Εκείνο που δεν άλλαξε καθόλου, είναι η στάση της πολιτείας απέναντι σ' αυτό το σώμα των ανεπίσημων διπλωματών. Στα ελάχιστα ραντεβού που καταφέρνουν να κλείσουν οι επικεφαλής του σωματείου με τους εκάστοτε κυβερνητικούς ιθύνοντες, οι συζητήσεις εξαντλούνται αναγκαστικά σε συνδικαλιστικής φύσεως ζητήματα: τις πιέσεις των ταξιδιωτικών πρακτόρων για ν' «ανοίξει» το επάγγελμα και την επικείμενη εφαρμογή κοινοτικής οδηγίας που θα επιτρέψει τη δραστηριοποίηση στην Ελλάδα ξένων ξεναγών.

Για τις αγκυλώσεις, όμως, ενός συστήματος που κατευθύνει οργανωμένα τους τουρίστες σε συγκεκριμένες ταβέρνες με τσολιάδες αντί για το Ηρώδειο ή την Επίδαυρο, ενός συστήματος που βαυκαλίζεται ότι προωθεί προγράμματα του τύπου «Οι δρόμοι του μαρμάρου», ενώ τα ωράρια των πλοίων στις Κυκλάδες βγαίνουν την τελευταία στιγμή, ούτε κουβέντα...

«Διαβάζουμε ένα σωρό εγκωμιαστικά σχόλια για τα καινούρια πωλητήρια που έστησε ο ΟΠΕΠ και γελάμε», λέει η Ελσα Μαστορίδου. «Τα προϊόντα τους είναι λίγα, ακριβά και πανομοιότυπα για όλες της περιοχές της χώρας. Επιτρέπεται να μην διατίθεται από το Εθνικό Αρχαιολογικό ένας οδηγός για το ίδιο το μουσείο; Σ' εκείνο της Ολυμπίας δεν υπάρχει τίποτε σχετικό για την Ολυμπία, ενώ μπορεί να βρεις για τους Δελφούς! Καρτ ποστάλ και βιβλία ζητάνε οι τουρίστες, αλλά πρέπει να πάνε στο κοντινό χωριό για να τα προμηθευτούν. Το εγχείρημα του ΟΠΕΠ έχει αποτύχει παταγωδώς».

Κάθε φορά επίσης που γίνεται λόγος για εναλλακτικό τουρισμό, όπως για τον αναπτυσσόμενο τελευταία θρησκευτικό τουρισμό, διαπιστώνουν πως «το κράτος δεν έχει ιδέα»: «Οι άνθρωποι που έρχονται εδώ ακολουθώντας τα βήματα του Αποστόλου Παύλου είναι φιλέλληλες υψηλού πνευματικού επιπέδου, οι οποίοι αναζητούν ήσυχους χώρους, προφυλαγμένους από τα αδιάκριτα βλέμματα, για να κάνουν στάσεις για λειτουργίες, ενώ παράλληλα διψάνε να έρθουν σ' επαφή με ορθόδοξους κληρικούς», λέει η Ελένη Δημητρακοπούλου. «Κι όμως, τίποτε από τα παραπάνω δεν τους προσφέρεται όπως θα έπρεπε. Δεν διαθέτουμε καν ξενοδοχεία στην Καβάλα και τη Βέροια για να τους υποδεχτούν. Στη Βέροια, να φανταστείτε, οδηγούνται από τα πρακτορεία σ' ένα κιτς μαρμάρινο μνημείο, ενώ σε απόσταση αναπνοής υπάρχουν τριάντα εκκλησίες απείρου κάλλους που τις προσπερνούν».

Με ένα στόμα σχεδόν οι συνομιλήτριές μας μας προτρέπουν: «Κάντε μια βόλτα στον Πειραιά ένα πρωινό Πέμπτης. Ολα τα κρουαζεριόπλοια φτάνουν στο λιμάνι την ίδια ώρα, ξεβράζοντας 15.000 - 20.000 ανθρώπους που κατευθύνονται ταυτόχρονα προς στην Ακρόπολη. Δεν θα έπρεπε να προβλέπεται κυλιόμενη άφιξη; Κάνουμε καμπάνιες για να έρθουν οι τουρίστες, αλλ' αδυνατούμε να διαχειριστούμε τον όγκο τους. Γιατί δεν προωθούνται οι απογευματινές ξεναγήσεις στους αρχαιολογικούς χώρους, κάτω από το γλυκό φως του σούρουπου; Μόλις πληροφορηθήκαμε πως εκείνος του Σουνίου θα κλείνει φέτος στις 4.30 μ.μ. Τα γραφεία όμως έχουν πουλήσει τα "πακέτα" τους ένα χρόνο νωρίτερα, και στα προγράμματά τους η αναχώρηση για εκεί προβλέπεται στις 2.00 μ.μ. Τι θα προλάβουν να δουν οι επισκέπτες;».

Τι να πρωτοεπισημάνει κανείς... «Η βόρεια πλευρά της Ακρόπολης έχει καταληφθεί από ναρκομανείς και βαποράκια, όμως όλοι οι φορείς, από την Α' Εφορεία μέχρι τον Δήμο Αθηναίων, δηλώνουν αναρμόδιοι, παραπέμποντας ο ένας στον άλλον».

Όσο για τις τουαλέτες, «κάτι πήγε να γίνει με την Ολυμπιάδα, αλλά στον Μαραθώνα, τη Βραυρώνα και τον Ραμνούντα δεν υπάρχει ούτε μία! Κι όπου λειτουργούν, οι ουρές που σχηματίζονται είναι αποκαρδιωτικές. Οι σημάνσεις στους δρόμους που οδηγούν στα μνημεία είναι προβληματικές, οι εποχιακοί φύλακες δεν φέρουν κανένα διακριτικό πάνω τους, οι πιστωτικές κάρτες ακόμα να γίνουν αποδεκτές στα κρατικά μουσεία. Για όλα τα παραπάνω, όμως, το υπουργείο Τουρισμού δεν έχει ιδέα».