Η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962), που δεν άλλαξε το επώνυμό της μετά τον χωρισμό της από τον Νίκο Καζαντζάκη, επανέρχεται τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο. Αναμένεται μέσα στο φθινόπωρο η έκδοση της συλλογής διηγημάτων της «Κρίσιμες στιγμές» από τον «Καστανιώτη» -πρωτοεκδόθηκε το 1952. Δεν είναι πολύς καιρός που κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Ανθρωποι και υπεράνθρωποι» (1957), μία μυθιστορηματική βιογραφία της όχι εύκολης συνύπαρξης της με τον Νίκο Καζαντζάκη («Καστανιώτης»).
Τα θέματα των διηγημάτων της είναι παρμένα μέσα από τη ζωή: πληγωμένες γυναίκες αλλά αξιοπρεπείς, αποκλεισμένοι και απόκληροι του αστικού χώρου, κατ' όνομα πνευματικοί άνθρωποι. «Ο κόσμος που ζούμε παραέγινε βρόμικος», γράφει, και προτείνει: «Ενας άλλος πρέπει να 'ρθεί να τον σαρώσει».
Ο κριτικός λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης (1884-1973), ο άντρας που παντρεύτηκε και στάθηκε δίπλα της από το 1931, αποτυπώνει τον τρόπο που έγραφε: «Την ώρα που έγραφε τις ιστορίες της, τις ζούσε. Απειρος πλούτος από εικόνες μιας αυθεντικής πραγματικότητας. Ποταμοί κυλούσαν μπροστά από τα μάτια της οι εικόνες του κόσμου. Η φαντασία της ήταν οπτική, πλαστική και μνημονική. Τίποτε απ' ό,τι είχε δει κι είχε γνωρίσει δεν είχε σβήσει μέσα της. Η δύναμή της δειχνόταν στην οραματική της ένταση».
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, φεμινίστρια πριν τις φεμινίστριες, υπήρξε μία από τις πρώτες γυναίκες που επέλεξαν αντισυμβατική συμπεριφορά, κόβοντας ακόμη και τα μαλλιά της κοντά -σκάνδαλο για τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα. Από αστική οικογένεια, γκρέμισε από νωρίς τις γέφυρες επικοινωνίας μαζί της, ασπαζόμενη, μάλιστα, γύρω στα 1920 τις αριστερές ιδέες. Το 1931 έγινε αρχισυντάκτρια του περιοδικού «Πρωτοπόροι». Εν τούτοις, δεν ακολούθησε ποτέ ασυζητητί την κομματική ορθοδοξία.
Έτσι, δεν εκπλήσσει η απάντηση που έδινε αυτό το ελεύθερο πλάσμα στο ερώτημα σε ποιους απευθύνεται όταν γράφει: «Ο τεχνίτης, πρέπει να λέει με το έργο του κάθε στιγμή στον λαό του: Είμαι δικός σου. Σάρκα από τη σάρκα σου. Κι αν υπάρχει κάτι που με κάνει διαφορετικό, είναι γιατί μπορώ να σου δώσω την αιωνιότητα. Να τραγουδήσω τις χαρές σου. Να φτερώσω τις ελπίδες σου. Να πω σ' όλο τον κόσμο το μόχτο και τον αγώνα της ζωής σου».
Πάντα τολμηρή στις συνεντεύξεις της, τολμούσε να πει τα πράγματα με το όνομά τους κι ας της κόστιζαν. «Οι τύποι που οι συγγραφείς μας εδημιούργησαν και δημιουργούν, είναι όλοι Ρωμηοί στη διάθεση, στην ψυχολογία, στις πράξεις. Γι' αυτό η ελληνική λογοτεχνία δεν μπορεί να ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα», έλεγε. Η τελευταία της φράση είναι επίκαιρη ακόμη και σήμερα. Είχε τολμήσει ακόμα να πει: «Καταδικάζω όλους τους γνωστούς και μεγαλόσχημους συγγραφείς μας».
Στις αρχές της δεκαετίας του '30, επηρεασμένη πιθανότατα από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, παραδεχόταν ότι δεν της ταιριάζει η φθορά και ο θάνατος: «Τώρα πιστεύω στη ζωή την ολοένα ανανεούμενη και ολοένα ομορφότερη. Ο θάνατος υπάρχει για τον εγωκεντρικό ανθρωπάκο σαν δεν βγαίνει από το τρισάθλιο σαρκίο του. Για όσους βλέπουν το άτομό τους όχι απομονωμένο, αλλά σαν μέρος του συνόλου της ανθρωπότητας, θάνατος δεν υπάρχει».
Ήταν πρωτότοκο παιδί της οικογένειας του τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μικρότερα αδέλφια: τον Ροδάμανθυ, τον ποιητή Λευτέρη Αλεξίου και την πεζογράφο Έλλη Αλεξίου. Το 1911 παντρεύτηκε τον Νίκο Καζαντζάκη, μία σχέση που κυμάνθηκε μεταξύ έλξης και απώθησης. Στη λογοτεχνία έκανε την εμφάνισή της το 1906, με το πεζογράφημά της «Δικταίον Αντρον», στο περιοδικό «Παναθήναια», χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Lalo de Kastro. Με το πατρικό της όνομα Γαλάτεια Αλεξίου δημοσίευσε, στα 1909, τη νουβέλα «Ridi Pagliaccio», ενώ κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον Καζαντζάκη είχε υιοθετήσει το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη.
Όταν ο Μεταξάς ανέβηκε στην εξουσία, της απαγόρευσε να δημοσιογραφεί. Το ίδιο άθλια της φέρθηκε και το μεταπολεμικό κράτος, την οποία απέλυσε, λόγω φρονημάτων, από τη βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Ο θάνατός της επήλθε από αυτοκινητικό δυστύχημα.