Και τέχνας κατεργάζεται στην Ακαδημία Τεχνών

kai-technas-katergazetai-stin-akadimias-technon

Ένα χάος! Μόνο έτσι μπορεί να περιγράψει κανείς αυτό που συμβαίνει σήμερα στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της καλλιτεχνικής, όπου μιά χούφτα κολέγια, μερικές δεκάδες ΙΕΚ και χιλιάδες κέντρα ελευθέρων σπουδών διεκδικούν μερίδιο από την τεράστια «πίτα» όσων δεν κατάφεραν να εισαχθούν σε κάποιο δημόσιο ανώτατο ίδρυμα, τάζοντας συχνά πυκνά λαγούς με πετραχήλια.


Υποτίθεται ότι από τις 31 Δεκεμβρίου και μετά, θα μπει επιτέλους μια τάξη στο τοπίο. Οποιαδήποτε επιχείρηση θέλει να εμφανίζεται στην αγορά ως κολέγιο, ικανό να παρέχει πτυχίο μέσω της συνεργασίας του με ξένο ΑΕΙ, θα χρειάζεται εφεξής άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας, με αυστηρές προϋποθέσεις ως προς τον ιδρυτικό τους φορέα, τις εγκαταστάσεις τους και το διδακτικό προσωπικό τους.

Για την ώρα, ωστόσο, το χάος παραμένει. Και πριν καλά καλά συνειδητοποιήσουμε ότι η δημιουργία μιας ανώτατης Ακαδημίας Τεχνών, που θα έδινε στους εν δυνάμει ηθοποιούς, χορευτές, μουσικούς και σκηνοθέτες ό,τι και η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στους εν δυνάμει εικαστικούς, δεν ήταν παρά ένα ακόμη προεκλογικό πυροτέχνημα -το σχετικό νομοσχέδιο έχει καταχωνιαστεί σε κάποιο συρτάρι- η ιδιωτική πρωτοβουλία ανέλαβε δράση.

Σπουδάζοντας ηθοποιός


«Είναι δυνατόν να πιστεύουμε σοβαρά πως θα άνοιγε εδώ παράρτημα το Actor's Studio ή το Royal Academy of Dramatic Art;» αναρωτιόταν πέρσι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, πεπεισμένος ότι «όσοι έχουν λεφτά θα συνεχίζουν να πηγαίνουν έξω». Πράγματι, επενδύσεις από τόσο ακτινοβολούντες θεσμούς δεν έχουμε δει ακόμη στον καλλιτεχνικό τομέα. Όμως ο γνωστός θεατρικός κριτικός προσφέρει από φέτος το κύρος του ως «academic professor» στην «Ακαδημία Τέχνης» ιδιωτικού εκπαιδευτικού ομίλου με δυνατότητα μεταπτυχιακών σπουδών στη Βρετανία, πλαισιωμένος από «επίκουρους καθηγητές» σαν τον Κώστα Τσιάνο και τον Γιώργο Μιχαηλίδη, οι οποίοι δεσμεύτηκαν να δίνουν διαλέξεις.

Στο δυναμικό της ίδιας σχολής συναντάμε και τη Θέμιδα Μπαζάκα: «Πιστεύω πως όσοι συμμετέχουμε σ' αυτήν την προσπάθεια μιλάμε την ίδια γλώσσα κι έχουμε κοινούς στόχους, κάτι που σπανίζει. Οι σχολές απ' τις οποίες έχω περάσει - μία απ' αυτές μάλιστα ακόμα χρησιμοποιεί τη φωτογραφία μου στις καταχωρίσεις της!- λειτουργούσαν χωρίς σαφή θεωρητική κατεύθυνση. Η αδιαφορία κάποιων καθηγητών προς τους μαθητές ήταν εμφανής, ενώ κι αρκετά παιδιά, επειδή πληρώνανε, ακόμα κι αν απουσίαζαν επί μήνες, είχανε την απαίτηση να τα περάσεις...».

**Αλλοι συνάδελφοί της, όπως η Ράνια Οικονομίδου, δεν άντεξαν για πολύ ανάλογες εμπειρίες.

«Η υποκριτική», τονίζει, «είναι ένας τρόπος να σκέφτεσαι, δεν εξαντλείται σε κάποιες ασκήσεις. Είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση, καθώς την ώρα που προσπαθείς να οικειοποιηθείς τον ρόλο σου, όλα από σένα εκπορεύονται και όλα στην ψυχή σου καταλήγουν. Πέρα από το θεωρητικό κομμάτι, όπου γίνεται φύλλο και φτερό το έργο και ο συγγραφέας του, το πώς θα προσεγγίσεις τον ρόλο γιά να τον εκφράσεις εξαρτάται εν πολλοίς απ' το ταλέντο σου. Καμιά σχολή δεν σε κάνει ηθοποιό αν δεν είσαι πλασμένος γι' αυτό. Θα σε βοηθήσει όμως να βρεις έναν τρόπο να χειριστείς τα εργαλεία σου, εφόσον βέβαια το θέλεις».

Τόσο η Μπαζάκα όσο και η Οικονομίδου έχουν νιώσει έντονα την αίσθηση ότι πολλά από τα παιδιά που καταφεύγουν στις ιδιωτικές δραματικές σχολές, μολονότι έχουν περάσει από την κρίση της αρμόδιας επιτροπής του ΥΠΠΟ για να εισαχθούν σ' αυτές, έχουν θολή εικόνα για το τι τους περιμένει.

«Τα μισά λείπανε, είτε επειδή δούλευαν σε μπαρ και δεν αντέχανε να ξυπνήσουν το πρωί, είτε επειδή τρέχανε σε οντισιόν, κι εγώ ήμουν αναγκασμένη να παίζω πότε τον χωροφύλακα και πότε την μπέιμπι-σίτερ» θυμάται η Οικονομίδου. «Κι άλλες φορές», συνεχίζει, «βρισκόμουν μπροστά σ' ένα ετερόκλητο κοινό, σε ανθρώπους που είχαν χάσει το τρένο για να γίνουν ηθοποιοί κι ήθελαν ενδόμυχα να γίνουν μέλη μιας ευρύτερης παρέας. Γι' αυτό και σταμάτησα. Επειδή ήθελα μαθητές-ταγμένους».

Σε πείσμα της ανεργίας που μαστίζει τον κλάδο (στο 60% την υπολογίζει το σωματείο των ηθοποιών), πέρα από τις σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του ΚΘΒΕ (όπου η φοίτηση είναι δωρεάν) και την ημικρατική του Ωδείου Αθηνών, αυτή τη στιγμή λειτουργούν στην Ελλάδα γύρω στις 25 ανώτερες ιδιωτικές δραματικές, τριετούς φοίτησης, με δίδακτρα μεταξύ 2.000 και 3.000 ευρώ ετησίως. Και άφθονα εργαστήρια που προσφέρουν όχι τίτλους σπουδών φυσικά, αλλά κύκλους σεμιναρίων. Κι όπως οι συγγραφείς των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής που έγιναν πρόσφατα της μόδας, έτσι και οι ηθοποιοί -δεκαετίες τώρα- έχουν τη δυνατότητα να συμπληρώνουν το εισόδημά τους μ' ένα «χαρτζιλίκι», μεταφέροντας, πότε εδώ πότε εκεί, τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους.

Η ίδρυση σχολών από ηθοποιούς όπως οι Αρμένης, Καζάκος, Κιμούλης ή Χατούπη αλλά και πολυσυλλεκτικών εργαστηρίων σαν το «Θέατρο των Αλλαγών», τα τελευταία χρόνια, «δεν ανέβασε απαραίτητα το επίπεδο», σχολιάζει ο Ακύλλας Καραζήσης, «όμως σίγουρα έφερε πλήγμα στην ατμόσφαιρα του... μονοθεϊσμού που έδινε παλιότερα τον τόνο. Οι σχολές είναι δομικά αναγκαίες στο σύστημα. Το θέμα, όμως, είναι ν' ανταποκρίνεται το περιεχόμενο των σπουδών στη θεατρική πραγματικότητα που κοχλάζει εκτός των τειχών τους. Γι' αυτό και η ριζική ανανέωση που έγινε στο δυναμικό της σχολής του Εθνικού και του Ωδείου Αθηνών, με διευθυντές τους Β. Αρδίττη και Κ. Αρβανιτάκη αντίστοιχα, ενδεχομένως ν' ανεβάσει τον πήχη και στις υπόλοιπες».

Η γκάμα των επιλογών όσων επιθυμούν να γίνουν κινηματογραφιστές μοιάζει κι αυτή απέραντη, αν κρίνει κανείς από την αφθονία των ιδιωτικών ΙΕΚ και κολεγίων που διατηρούν τμήματα εικονοληπτών και ηχοληπτών, σκηνοθετών και σεναριογράφων, πλάι σ' εκείνα της παραδοσιακής σχολής Σταυράκου. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πρόκειται για φυτώρια προσανατολισμένα στη διευρυμένη πλέον αγορά των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, με δίδακτρα που κυμαίνονται μεταξύ 4.000 και 7.000 ευρώ το χρόνο, και δεν έχουν καμία σχέση με κινηματογραφικές σχολές σαν του Λονδίνου, του Βερολίνου ή της Πράγας όπου η δυσκολία των εισαγωγικών είναι παροιμιώδης.

Το αντίστοιχο (πενταετές) τμήμα του Αριστοτελείου Θεσσαλονίκης χωλαίνει ακόμα σε υλικοτεχνική υποδομή, δυσκολεύεται ν' αποκτήσει καθηγητές με ακαδημαϊκά προσόντα -πόσοι σκηνοθέτες μας έχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό;- και η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών του είχαν άλλους επαγγελματικούς στόχους.

«Στις ιδιωτικές σχολές, αντίθετα», λέει ο συγγραφέας και σεναριογράφος Νίκος Παναγιωτόπουλος ο οποίος έχει εμπειρία και από το ΑΠΘ, «βρίσκεις περισσότερους που ενδιαφέρονται πραγματικά για το αντικείμενο, αλλά τους καταπίνει κι αυτούς η μάζα των ασχέτων. Ορισμένες διαθέτουν άρτιο τεχνολογικό εξοπλισμό και στο εσωτερικό τους όλα δείχνουν να λειτουργούν ρολόι, αλλά αυτό που ονομάζουμε καλλιέργεια, αισθητική, μάλλον λείπει. Είναι, πάντως, σαφές πως αντλούν την πελατεία τους από τη δεξαμενή όσων λαχταρούν επαγγελματική αποκατάσταση στην τηλεόραση».

Με κίνητρο την TV


Γεγονός είναι πως όλο και πληθαίνουν τα δείγματα δουλειάς των σπουδαστών τους που συμμετέχουν ως μικρομηκάδες στη Δράμα, αν και στον ετήσιο διαγωνισμό σεναρίου «Μικροφίλμ» που καταλήγει σε χρηματοδοτήσεις ταινιών από την ΕΡΤ «η συμμετοχή τους είναι ισχνή ακόμα», λέει ο Παναγιωτόπουλος, μέλος της κριτικής επιτροπής από το 2000.

Ποιος θα βρεθεί να το αρνηθεί; Για να καταξιωθεί κανείς στον καλλιτεχνικό στίβο δεν χρειάζεται σώνει και καλά πτυχίο «αναγνωρισμένο» από το κράτος, παρ' όλο που ένας γερός ακαδημαϊκός κύκλος σπουδών μπορεί ν' αποτελέσει πολύτιμη προίκα για τη μετέπειτα διαδρομή του. Ομως «ακόμα και οι απόφοιτοι της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, είναι αμφίβολο αν θα γίνουν επαγγελματίες. Με το έργο τους θα διακριθούν», λέει με τη σειρά του ο Κώστας Καρκανιάς, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Κολεγίων. «Γι' αυτό και τα μέλη του συνδέσμου μας διστάζουν να προχωρήσουν σε ανάλογες επενδύσεις, αν εξαιρέσουμε τις σχολές Akto και Βακαλό που στήθηκαν εξαρχής ως καλλιτεχνικές, με τη δεύτερη να είναι στραμμένη αποκλειστικά πια προς τις εφαρμοσμένες τέχνες».

Ο κομίστας και καλλιτεχνικός διευθυντής στον τύπο Φώτης Πεχλιβανίδης, έπειτα από δέκα χρόνια διδασκαλίας σχεδίου στον ιδιωτικό τομέα, θεωρεί ότι, αν μη τι άλλο, οι παραπάνω σχολές δεν δημιουργούν «δυστυχείς» μαθητές. «Επικρατεί» όπως λέει «μια χαλαρή διάθεση πειραματισμού, η τυραννία των βαθμών απουσιάζει, και στις τάξεις γίνεται σαφές από την αρχή πως ό,τι κάνουν τα παιδιά, το κάνουν για τον εαυτό τους.

Φυσικά κι ενδιαφέρονται να αποκατασταθούν επαγγελματικά, ως γραφίστες, διακοσμητές ή φωτογράφοι, κι ενώ αρκετοί, το βλέπεις, δεν πρόκειται να σταθούν στην αγορά, κάποιοι με έμφυτο ταλέντο είναι ικανότεροι από άλλους που εργάζονται ήδη. Στο τμήμα δε του κόμικ έρχονται από φοιτητές της Αρχιτεκτονικής έως της Φαρμακευτικής, μόνο και μόνο για να μάθουν. Η σωστή δουλειά δεν εξαρτάται μόνο από τους καθηγητές. Σ' ένα βαθμό εξαρτάται κι από την ποιότητα των μαθητών τους».