Ήταν σχετικά αδύναμη η χθεσινή ημέρα του διαγωνιστικού τμήματος των Κανών, με έναν δυστυχώς απογοητευτικό -αν και «ορθό πολιτικά»- «Τσε», του Στίβεν Σόντερμπεργκ. Αντίθετα, το ενδιαφέρον τράβηξαν η Μαντόνα, που παρουσίασε το πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ της, «Είμαι γιατί είμαστε», για τα παιδιά με AIDS στο Μαλάουι, και ο Κουέντιν Ταραντίνο, που έδωσε το -πατροπαράδοτο πια- «μάθημα κινηματογράφου».
Δύο ημέρες μάς χωρίζουν από την απονομή των βραβείων (βράδυ Κυριακής). Αρκετά είναι τα φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα, με επικεφαλής τις ταινίες «Οι τρεις μαϊμούδες» του Τούρκου Νούρι Μπίλκγε Τζεϊλάν, «Η σιωπή της Λόρνα» των Βέλγων αδερφών Νταρντέν, «Η ανταλλαγή» του Αμερικανού Κλιντ Ιστγουντ και οι «Δύο εραστές» του Τζέιμς Γκρέι.
Βέβαια, απομένει ακόμη να δούμε τις ταινίες «Palermo Shooting» του Βιμ Βέντερς, «Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη» του Τσάρλι Κάουφμαν, «Λατρεία» του Ατόμ Εγκογιάν και «Ανάμεσα στους τοίχους» του Λοράν Καντέ, οι οποίες ίσως να ανατρέψουν τα προγνωστικά. Οσο για τα βραβεία ερμηνείας, πολύ ισχυρή είναι η υποψηφιότητα της Αντζελίνα Τζολί στην «Ανταλλαγή» και της Τζουλιέτ Μουρ στην «Τύφλωση» του Μεϊρέγες, ενώ στα φαβορί από τις νεότερες ηθοποιούς είναι η Αρτα Ντομπρόσι («Η σιωπή της Λόρνα») και η Μαρτίνα Γκούσμαν («Λεονέρα»).
Από τις ανδρικές ερμηνείες, έχουν ξεχωρίσει μέχρι στιγμής εκείνες των Γιοακίν Φίνιξ («Δύο εραστές»), Αχμέτ Ριφάτ Σούνγκαρ («Οι τρεις μαϊμούδες»), Ζαν Πολ Ρουσιγιόν («Χριστουγεννιάτικη ιστορία») και Μπενίσιο Ντελ Τόρο («Τσε»)
«Εκείνο που με τράβηξε στην ταινία για τον Τσε Γκεβάρα είναι πως η ζωή του μοιάζει με μια μεγάλη περιπέτεια», ανέφερε ο Στίβεν Σόντερμπεργκ μετά την προβολή της ταινίας του. «Ταυτόχρονα, με εντυπωσίασε η προσπάθειά του να επιβάλει μια πολιτική άποψη τόσων μεγάλων διαστάσεων, καταφέρνοντας να εμπνεύσει τόσο κόσμο». Αυτό το εύρος της πολιτικής του ιδεολογίας αλλά και των συνεχών αγώνων του, πρώτα στην Κούβα και στη συνέχεια στη Βολιβία, θέλησε να καλύψει στις 4,5 περίπου ώρες της ταινίας του. Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στον αγώνα του Τσε στο πλάι του Φιντέλ Κάστρο για την απελευθέρωση της Κούβας και το δεύτερο στον ακόμα πιο δύσκολο -που του στοίχισε τη ζωή του- αγώνα του στη Βολιβία. Δύσκολο εγχείρημα, που δυστυχώς δεν ολοκληρώνεται.
Στο πρώτο -και πιο ενδιαφέρον- μέρος, ο Σόντερμπεργκ αναμιγνύει σκηνές από τη ζωή και τις μάχες του Τσε και των συντρόφων του στη ζούγκλα με αποσπάσματα από έναν λόγο του στα Ηνωμένα Εθνη, το 1964 -που είναι και τα καλύτερα κομμάτια της ταινίας- καθώς και από μια συνέντευξη με Αμερικανίδα δημοσιογράφο. Στο δεύτερο, καλύπτει, με κάθε λεπτομέρεια, τη δράση του Τσε μέχρι τον θάνατό του, στη Βολιβία. Μ' ένα κάπως μπερδεμένο στιλ, με την αφήγηση σκόρπια και σκηνές μάχης που αντιγράφουν, χωρίς φαντασία, αμερικανικές ταινίες, ο Σόντερμπεργκ έφτιαξε μια ταινία χωρίς την επική πνοή που περιμένει κανείς από μια τέτοια ιστορία, ενώ η αφήγησή της κρατάει περισσότερο απ' όσο χρειάζεται. Το πιο θετικό στοιχείο παραμένει η ερμηνεία του Μπενίσιο ντελ Τόρο, που μεταδίδει κάτι από την προσωπικότητα του Τσε.
«Δεν γνώριζα τίποτα για το Μαλάουι. Οταν όμως αποφάσισα να πάω εκεί και είδα τα παιδιά στη φριχτή κατάσταση που βρίσκονταν, άλλαξε κυριολεκτικά η ζωή μου», είπε η Μαντόνα για το ντοκιμαντέρ «Είμαι γιατί είμαστε», που γύρισε ως παραγωγός, με σκηνοθέτη τον Νέιθαν Ρίσμαν (εκτός συναγωνισμού). Πρόκειται για ένα συγκινητικό, δοσμένο με ειλικρίνεια (με κάποιες όμως επαναλαμβανόμενες σκηνές, που θα μπορούσαν να λείψουν) ντοκιμαντέρ, με εικόνες συγκλονιστικές, συχνά σοκαριστικές, με διάφορα πρόσωπα, παιδιά και μητέρες, φορείς του AIDS, να μιλούν για τη ζωή τους (ορισμένοι, όπως μαθαίνουμε στην πορεία, πέθαναν λίγο μετά). Οπως ανέφερε η Μαντόνα, «σήμερα στο Μαλάουι υπάρχουν περίπου ένα εκατομμύριο ορφανά παιδιά που οι γονείς τους πέθαναν από AIDS. Με την ταινία αυτή, θέλησα να αφυπνίσω τη διεθνή κοινή γνώμη, να κάνουμε ό,τι μπορούμε, γιατί ό,τι συμβαίνει εκεί μάς αφορά».