Σαν μια κούκλα που μιλάει. Θέατρο σε άλλη διάσταση

san-mia-koukla-pou-milaei-theatro-se-alli-diastasi

Ονομάζεται Ρίκα, είναι επαγγελματίας μοδίστρα και η γλώσσα της πάει ροδάνι. Απροσδιορίστου ηλικίας και γεματούλα, συστήνεται ως η πιο επιδέξια ράφτρα ρούχων για κούκλες στην Αθήνα και διψάει γι' ακροατήριο. Σαν κοριτσάκι που αποχωρίστηκε βίαια το αγαπημένο του παιχνίδι, εκτοξεύει τα βέλη της προς κάθε κατεύθυνση ανύποπτη για την ιλαροτραγική εντύπωση που προκαλεί.

Η Ρίκα πασχίζει να δεθεί με τους ανθρώπους, αλλά δεν τα καταφέρνει. Καθηλωμένη σε μιαν αφύσικη παιδικότητα, παραδίνεται κάθε τόσο στο τραγούδι, συνομιλεί με φωνές φανταστικές, κι υπάρχουν στιγμές που δείχνει απειλητική, τρομαχτική. Ποια πληγή έχει κακοφορμίσει μέσα της; Ποιο κρίμα της έχουν φορτώσει να το κουβαλάει μια ζωή;

Η Ρίκα προέκυψε από την πένα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και από τις 14 του μήνα θα ζωντανεύει στη σκηνή του θεάτρου «Σφενδόνη» από την Αννα Κοκκίνου στην παράσταση «Λα πουπέ». Η ηθοποιός που σφράγισε το ελληνικό θέατρο με την προσέγγισή της στον Βιζυηνό κι ο συγγραφέας που ανανέωσε το λογοτεχνικό τοπίο με τους «Τέσσερις τοίχους» ενώνουν πρώτη φορά τις δυνάμεις τους και, με τη συνεργασία του Νίκου Αλεξίου στα σκηνικά και της Στέλλας Γαδέδη στη μουσική, παρουσιάζουν έναν μονόλογο πικρό και ξεκαρδιστικό μαζί, μια «μαύρη κωμωδία».

Όλα ξεκίνησαν το περασμένο καλοκαίρι, όταν ο Χατζηγιαννίδης δέχτηκε την πρόσκληση της Κοκκίνου να γράψει κάτι ειδικά γι' αυτήν. «Δεν ήμασταν φίλοι με την Αννα», λέει, «μια απλή γνωριμία είχαμε κι εκτίμηση ο ένας για τη δουλειά του άλλου. Αυτή η απόσταση, όμως, ήταν λυτρωτική. Διαφορετικά, θα εγκλωβιζόμουν σε μια δεδομένη εικόνα που θα επεδίωκα ν' ανατρέψω για να μη φανεί πως απλώς την ακτινογραφώ. Είχα μόνο την ατμόσφαιρα που εκείνη εκπέμπει σαν πρόσωπο, και πάνω σ' αυτήν δούλεψα, ελεύθερος από περιορισμούς».

Τι του ζητούσε ακριβώς; «Μου μετέφερε μια αόριστη σκέψη που είχε για καιρό μέσα της, διευκρινίζοντάς μου πως ούτε χρόνος ούτε χρήματα περισσεύουν για μια πολυπρόσωπη παραγωγή. Πέρα από το μοτίβο της κούκλας και το αίτημα για μια βαρβάτη κωμωδία, άλλες οδηγίες δεν είχα. Σκέφτηκα λοιπόν μια ηρωίδα που, ράβοντας τόσα χρόνια φορέματα για κούκλες, έχει αφομοιώσει στην προσωπικότητά της κάτι από το αντικείμενο της δουλειάς της. Σε δυο μήνες το κείμενο ήταν έτοιμο. Το... ατομικό μου ρεκόρ είχε καταρριφθεί και το ίδιο έμελλε να συμβεί και στην Αννα! Δεν νομίζω να έχει προηγηθεί παράστασή της με τόσο ασφυκτικό περιθώριο για πρόβες...»

Η εμμονή της Κοκκίνου με το θέμα «κούκλα» δεν είναι τυχαία. Η κούκλα αντιπροσωπεύει στα μάτια της τον «εν δυνάμει τέλειο ηθοποιό», κάποιον που, «με τον κατάλληλο χειρισμό, θα μπορούσε να ερμηνεύσει τα πάντα...». Ταιριαστός σαν γάντι επάνω της, ο ρόλος απαιτεί από την ίδια να παρασύρει τον θεατή σ' ένα ταξίδι που ξεκινάει από το σήμερα και καταλήγει στο παρελθόν, φέρνοντας στην επιφάνεια το τραύμα που ταλανίζει την ιδιόρρυθμη αυτή μοδίστρα.

Επί μιάμιση περίπου ώρα, θα κινείται μέσα σ' ένα τεράστιο χαρτόκουτο και θα μας μεταφέρει νοητά σε πολύβουους δρόμους, συνοικιακά μαγαζάκια και αραχνιασμένα αθηναϊκά διαμερίσματα, δίνοντας σάρκα και οστά σ' ένα ανθρώπινο «καρτούν» που φλυαρώντας ακατάσχετα δεν κραυγάζει παρά την απέραντη μοναξιά του.

Ξανά στο θέατρο


«Η αντίθεση ανάμεσα στον κλειστό χαρακτήρα της Ρίκας και την πληθωρικότητα του λόγου της είναι που δημιουργεί το κωμικό στοιχείο του έργου», λέει η Κοκκίνου. Ενός έργου τόσο ακραίου που «μια ρεαλιστική σκηνική του απόδοση έμοιαζε εξαρχής απαγορευτική. Γι' αυτό κι αποφασίσαμε να το αντιμετωπίσουμε στυλιζαρισμένα και το χαρτόκουτο του Αλεξίου αποδείχθηκε εξαιρετικά λειτουργικό».

Το «Λα πουπέ» είναι η δεύτερη μόλις θεατρική δουλειά του Χατζηγιαννίδη -είχε προηγηθεί η «Μεταμφίεση», που ερμήνευσε η Ράνια Οικονομίδου στους Μονολόγους της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Παράξενο, αν σκεφτεί κανείς πως πριν προσγειωθεί με φόρα στη λογοτεχνική σκηνή, μέσα στο θέατρο ζούσε, συμμετέχοντας σε παραστάσεις σκηνοθετημένες από τον Τερζόπουλο, τον Βολανάκη, τον Μπαντή....

«Φοβόμουν να γράψω θέατρο» παραδέχεται. «Στην πεζογραφία μπήκα με το... θράσος του ανίδεου, καθώς ποτέ δεν ήμουν φανατικός αναγνώστης. Τι πιο διασκεδαστικό, σκεφτόμουν, από το να στήσεις μια ιστορία και ν' απολαύσεις τη διαδρομή. Ενα παιχνίδι ήταν για μένα. Το θέατρο όμως μου προκαλούσε δέος, το σεβόμουν πολύ για να το αγγίξω. Επρεπε να νιώσω σιγουριά για τις ικανότητές μου πριν το αποτολμήσω».

Ήταν να μη γίνει η αρχή... Την επόμενη σεζόν και ενώ το «Λα πουπέ» θα συνεχίζεται στη «Σφενδόνη», στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» θα παίζεται ένα ακόμη έργο του, η «Λάσπη»: ένα σχόλιο για την εξουσία που ασκείται στις ανθρώπινες σχέσεις, μια πρόγευση του οποίου δίνεται στις 17 Μαΐου, στο Θεατρικό Αναλόγιο του Εθνικού, από τους Μαρία Τσιμά, Εκάβη Ντούμα και Αγι Εμμανουήλ.