Το πέρασμα στην Ινδία δεν ωφέλησε την Pina Bausch

to-perasma-stin-india-den-ofelise-tin-pina-bausch

Ο ερχομός της Pina Bausch στο παρισινό Theatre de la Ville αποτελεί γεγονός εδώ και τριάντα σχεδόν χρόνια. Ο κόσμος συνωστίζεται από νωρίς στις εισόδους και τις εξόδους του μετρό αλλά και στην είσοδο του θεάτρου, για να αποκτήσει το πολυπόθητο εισιτήριο. Ο φετινός ερχομός της με το «Bamboo Blues» είχε άρωμα και χρώματα από τις Ινδίες και συγκεκριμένα από την Κεράλα και την Καλκούτα, όπου ο θίασος φιλοξενήθηκε τον Νοέμβριο του 2006, αλλά που η Πίνα Μπάους είχε πρωτογνωρίσει το 1979, περιοδεύοντας με την «Ιεροτελεστία της Ανοιξης».


Μετά την επιτυχία του «Παλέρμο Παλέρμο», που η Μπάους παρουσίασε το 1989 έπειτα από μια ολιγοήμερη παραμονή στη Σικελία, η μεγάλη κυρία του χοροθεάτρου αποφάσισε να εγκαταλείψει τους ζοφερούς κόσμους των παραστάσεων που την καθιέρωσαν και να φιλοτεχνεί, σχεδόν κάθε χρόνο, το πορτρέτο μιας πόλης: Μαδρίτη, Λος Αντζελες, Λισαβόνα, Βουδαπέστη, Σεούλ, Τόκιο... Το Χοροθέατρο της Πίνα Μπάους έρχεται σε επαφή με διαφορετικές κουλτούρες και καθημερινότητες ανά τον κόσμο όχι για να τις εικονογραφήσει αλλά για να δουλέψει, επιστρέφοντας στην έδρα του στο Βούπερταλ, με αφορμή τα συναισθήματα, τους ήχους και τις μουσικές που φέρνει μαζί του.

Στο πλευρό τους, όπως πάντα, ο σκηνογράφος Πέτερ Παμπστ εμπνεύστηκε για το «Bamboo Blues» ένα αέρινο σκηνικό, με λευκά υφάσματα που έδιναν την εντύπωση ονείρου ενώ κατά καιρούς χρησίμευαν ως επιφάνεια προβολής εικόνων - κλισέ από τις Ινδίες. Και φέτος, όπως κάθε χρόνο, οι χορεύτριές της με τα υπέροχα φορέματα και τα μακριά μαλλιά ήταν εκεί, μαζί με κάποιες πρωτοεμφανιζόμενες. Το ίδιο και οι άντρες χορευτές, με μαύρα παντελόνια και γκρίζα πουκάμισα, εύθραυστοι μπροστά στο γυναικείο φύλο.

Ωστόσο, αυτή τη φορά είχαμε ιδιαίτερα έντονη την εντύπωση ότι επρόκειτο για μία από τα... ίδια. Η δομή που η Μπάους εφηύρε για τα περίφημα πορτρέτα των πόλεων έχει να κάνει με έναν σοφά ισορροπημένο συνδυασμό σόλο, ομαδικών χορογραφιών και θεατρικών στιγμιοτύπων με μικρούς διαλόγους που «ανοίγουν» κάποιες φορές στο κοινό. Στη συγκεκριμένη παράσταση οι χορευτές έδιναν στους θεατές της πρώτης σειράς να κρατήσουν μια φαρδιά κίτρινη κορδέλα που «μύριζε» κάρδαμο.

Αν και το αίσθημα της επανάληψης ελλοχεύει εδώ και καιρό, οι εμπνευσμένες σκηνές που διάνθιζαν τις παραστάσεις του Χοροθεάτρου του Βούπερταλ τις προηγούμενες χρονιές, μας άφηναν πάντα μια γλύκα στο στόμα. Οι θαμώνες του Theatre de la Ville έμοιαζαν να έχουν αποδεχτεί το γεγονός ότι, αν και τίποτα το «καινούργιο» δεν μπορούμε πλέον να περιμένουμε από την Πίνα, η εμπειρία μιας παράστασής της, ο χείμαρρος των εικόνων που μόνον αυτή ξέρει να δημιουργεί και τα αριστουργηματικά σόλο των χορευτών της είναι αρκετά για να μας ικανοποιήσουν.

Με το «Bamboo Blues» και παρά την προσπάθεια της Μπάους να αναμείξει στοιχεία των μπλουζ με χορούς ινδικούς, οι χορογραφίες μάς έδωσαν την εντύπωση ότι ήταν ανέμπνευστες, αρκούμενες απλώς σε μια επανάληψη της γνωστής, επιτυχημένης συνταγής. Μέσα στο άδειο λευκό σκηνικό, με τη σκηνή βουτηγμένη συχνά στο σκοτάδι και έναν προβολέα να εστιάζει κάθε φορά σε έναν χορευτή, οι αυτοσχεδιασμοί έμοιαζαν επικίνδυνα οικείοι, τα φορέματα περισσότερο από κάθε άλλη φορά «γυαλιστερά» και η αισιοδοξία για την ομορφιά της ζωής υπερβολικά ανεπίκαιρη. Ηταν ίσως η πρώτη φορά που κανένα μπράβο δεν ακούστηκε στην πλατεία όταν «έπεσε» η αυλαία. Το χλιαρό χειροκρότημα συνόδευε μια αμηχανία και ένας ψίθυρος: «Τι συμβαίνει; Κουράστηκε; Μήπως ήρθε ο καιρός να βρει μια νέα φόρμα; Μήπως θα πρέπει να τολμήσει κάτι άλλο, πιο ριζοσπαστικό»;

Στην Επίδαυρο (19, 20 Ιουλίου) με τον «Ορφέα και Ευριδίκη» θα έχουμε, πάντως, την τύχη να ανακαλύψουμε την Πίνα Μπάους της δεκαετίας του 1970, της πρώτης και καλύτερης περιόδου της δημιουργίας της, τότε που αναστάτωνε με ποιητικότητα και τόλμη τον κόσμο του χορού και του θεάτρου, καθιερώνοντας μια νέα μορφή σκηνικής έκφρασης.