Ζυλ Ντασσέν, η νύχτα, ο έρωτας, η εξουσία

jules-dassin-i-nychta-o-erotas-i-exousia

Οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε από το «Ποτέ την Κυριακή», το «Topkapi», το «Rififi». Όμως ο Ζυλ Ντασέν δημιούργησε κι ένα πλήθος άλλων, λιγότερο γνωστών, ταινιών. Η Seven Films είχε προγραμματίσει εδώ και καιρό ένα μίνι αφιέρωμα σε τρεις από αυτές, που ξεκινάει την Πέμπτη στο «Ιντεάλ» με το φιλμ «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Όμως ο θάνατος του μεγάλου σκηνοθέτη τους πρόλαβε, κάνοντας το αφιέρωμα θλιβερά επίκαιρο...

«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (που βγήκε με τον τίτλο «Αυτός που πρέπει να πεθάνει»), σε μουσική επιμέλεια Μάνου Χατζιδάκι, είναι βασισμένο στο αιρετικό βιβλίο του Καζαντζάκη και γυρισμένο στο φυσικό σκηνικό ενός κρητικού χωριού (1957). Τα κοστούμια υπογράφει ο Γιάννης Τσαρούχης. Αποτελεί την πρώτη ταινία Ντασέν και Μελίνας.

Μια ομάδα ξεριζωμένων ανθρώπων, το 1920 καταφεύγει σε ένα κρητικό χωριό όπου το έθιμο θέλει τους ντόπιους να αναπαριστούν τα Πάθη του Χριστού τη Μεγάλη Εβδομάδα. Η Μελίνα είναι η χήρα που ενσαρκώνει τη Μαγδαληνή και ο Ζαν Σερβέ ένας δειλός μουγγός βοσκός που μπαίνει στο πετσί του Ιησού. Οι κάτοικοι του χωριού αποφασίζουν να στηρίξουν τους κυνηγημένους, όμως οι προύχοντες και η Εκκλησία, που θέλουν να προασπίσουν τα κεκτημένα, αντιδρούν. Γρήγορα ο Μανωλιός-Χριστός θα γίνει ένας σύγχρονος χριστιανός μάρτυρας...

Η ταινία, ουσιαστικά μια αλληγορία για τις σχέσεις λαού και εξουσίας, θεωρήθηκε πρωτοποριακή για την εποχή της. Αν δεν ήταν γαλλοελληνική παραγωγή, δύσκολα θα είχε ολοκληρωθεί στη συντηρητική Ελλάδα της εποχής. Οι ελληνικές αρχές δεν μπορούσαν να την εμποδίσουν, όμως δεν της έδωσαν την παραμικρή βοήθεια. Αντίθετα τη δυσκόλεψαν: κάποια στιγμή ο Ντασέν θέλησε να κάνει γύρισμα σε μια εκκλησία όπου υποτίθεται πως μπαίνει ένας Τούρκος με το άλογό του. Παρά το ότι ο παπάς το είχε επιτρέψει, η Εκκλησία απαγόρευσε το γύρισμα θεωρώντας το «ιεροσυλία».

Ντασέν και Καζαντζάκης συνεργάστηκαν στενά. Όπως είπε ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε μια συνέντευξή του στον Δημήτρη Γκιώνη το 1990, όταν πρωτογνωρίστηκαν, «ο πάγος έσπασε μόλις ο Καζαντζάκης μου είπε μια ιστορία πολύ σόκιν. Βέβαια στην αρχή μου είπε ότι δεν θα με αφήσουν να κάνω την ταινία στην Ελλάδα. Εγώ του είπα ότι θα την κάνω». Στην πρεμιέρα της ταινίας στις Κάννες, ο Καζαντζάκης δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά του...

Σύμφωνα με τον Νίκο Κολοβό («Ένας Αμερικανός Έλληνας»), με την ταινία του αυτή ο Ντασέν «εγκαταλείπει τον κόσμο της serie noire, όπως τον ονόμασε ο ίδιος, μπαίνοντας σε μια άλλη δέσμη θεμάτων, που έχουν σχέση με την ελληνική κουλτούρα, απ' την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή».

Αρχίζει όμως να καταπιάνεται και με τις ανθρώπινες σχέσεις και τον έρωτα, όπως θα δούμε στην άλλη ταινία του αφιερώματος που θα προβληθεί τις επόμενες εβδομάδες για πρώτη φορά στις ελληνικές αίθουσες: το «Δέκα και μισή, καλοκαίρι βράδυ» (1966).

Βασισμένος και εδώ σε ένα μυθιστόρημα, της Μαργκερίτ Ντιράς, ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί ένα ερωτικό τρίγωνο: η Μερκούρη ενσαρκώνει μια αλκοολική σύζυγο και μητέρα που σ' ένα ταξίδι της οικογένειας στην Ισπανία συνειδητοποιεί πως ο άντρας της την απατά με την καλύτερή της φίλη (Ρόμι Σνάιντερ). Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η Μερκούρη βοηθάει στη φυγάδευση ενός άντρα που έχει σκοτώσει την άπιστη σύζυγό του και τον εραστή της. Ο Ντασέν όμως προχωρά ακόμα πιο βαθιά, φωτίζοντας τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλική έλξη μεταξύ των δύο γυναικών. Με τη βοήθειά της ίδιας της Ντιράς δημιούργησε μια ταινία-σπουδή για τον ανεξέλεγκτο χειρισμό της ερωτικής μας επιθυμίας.

Τελευταία ταινία του αφιερώματος, «Η νύχτα και η πόλη», για κάποιους το αριστούργημα του Ντασέν (1950). Γυρισμένη κυρίως σε εξωτερικούς χώρους, θεωρείται ένα εξαίρετο δείγμα φιλμ νουάρ, με νυχτερινή κυρίως δράση, εξπρεσιονιστικό φωτισμό και σκιές να «χαράζουν» τα πρόσωπα των χαρακτήρων. Ήρωας, ένας μικροαπατεώνας (Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ) που γυροφέρνει τις γειτονιές του Σόχο και θέλει να αφήσει όνομα σαν μεγάλος ατζέντης της ελληνορωμαϊκής πάλης.

Σύμφωνα με τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο («Ο ουμανισμός του Ντασέν»), στο έργο αυτό, που γυρίστηκε στην Αγγλία, «λάμπει η κοινωνική άποψη του δημιουργού. Ο καρκίνος της σπιουνιάς του Μακάρθι απλώθηκε τόσο, που διάβρωσε τα πάντα, αντέστρεψε το αμερικανικό όνειρο σε εφιάλτη, έδιωξε τον δημιουργό. Η ταινία ψάλλει τη νύχτα και την πόλη, όπου ενσαρκώνεται εωσφορικά το κακό...».